Χάνομαι γιατί νοσταλγώ – ή και όχι
Νέες αναμνήσεις που δημιουργούνται πάνω σε παλιές. Παρόν - παρελθόν σημειώσατε χι. Για το μέλλον βλέπουμε... Της Μαριάννας Βασιλείου
Χρόνια είχα να σκεφτώ ή να ακούσω τους Starsailor. Όσο ήμουν φοιτήτρια, στις αρχές των 00s, παντού παιζόταν το “Alcoholic”, το “Poor Misguided Fool”, το “Fever”. Και γιατί όχι άλλωστε; Συνεχίζουν να είναι σπουδαία κομμάτια, catchy, ιδανικά για να τα ακούς με το ποτό σου στο εναλλακτικό μπαρ (σε όσα τέτοια τέλος πάντων έχουν μείνει σε αυτή την πόλη). Θυμάμαι βέβαια ότι τότε ο μουσικός τύπος έπιανε κάθε συγκρότημα από Αγγλία που φαινόταν να αγαπάει την ποπ παράδοση της χώρας του (λες και θα μπορούσε να γίνει το αντίθετο) και να τα βαφτίζει νέους Beatles και νέους Stones… Τα χρόνια πέρασαν, οι Starsailor ποτέ δεν έγιναν ο νέος Tim Buckley (όσο και να τον αγαπάνε) και εμφανίστηκαν και για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη σε έναν σχεδόν γεμάτο Μύλο.
Δε σταμάτησαν ποτέ να κάνουν μουσική οι Starsailor – έβγαλαν και πέρυσι δίσκο, το “Where The Wild Things Grow”. Ωστόσο, όσοι και όσες πήγαμε να τους δούμε στον Μύλο δε νομίζω ότι το κάναμε γιατί θέλαμε να ακούσουμε ζωντανά τη νέα τους δουλειά ή ότι τρέξαμε να την αγορά.. συγνώμη, να την ακούσουμε στο YouTube μετά τη συναυλία. Όχι πως μιλάμε για ένα κακό λάιβ, τουναντίον. Ήταν τίμιο (αυτή ήταν η λέξη που ακουγόταν δεξιά και αριστερά στο τέλος της συναυλίας), σωστό, αξιοπρεπές. Οι Starsailor σαφώς και δεν είναι χαζοί. Δε νομίζω πως δεν αντιλαμβάνονται ότι απευθύνονται σε ένα κοινό που έζησε την πρώτη νιότη του συντροφιά με τα κομμάτια τους εκείνης της περιόδου και θέλει να τα ακούσει για να μεταφερθεί νοερά εκεί. Οπότε λοιπόν, πάρτε “Alcoholic”, πάρτε “Poor Misguided Fool”, πάρτε “Silence Is Easy”, πάρτε “Fever”, πάρτε (το προσωπικά αγαπημένο μου) “Tell Me It’s Not Over”, πάρτε “Tie Up My Hands”, πάρτε και για φινάλε το “Four To The Floor” σε μια φρενιασμένη ομολογουμένως εκτέλεση – και ακούστε και λίγα κομμάτια από τον νέο μας δίσκο, έτσι για το καλό. Όλα πάνε μια χαρά – το συγκρότημα είναι δεμένο, είναι χαρούμενο που παίζει, η φωνή του James Walsh παραμένει ιδιαίτερη και η μιάμιση περίπου ώρα της συναυλίας περνάει μέσα σε ανάταση για όλους και όλες. Καλά είναι.
Το ίδιο βράδυ, στην έναρξη του Φεστιβάλ Κινηματογράφου (να που κι η δική μας πόλη έχει ένα δεκαήμερο που το ζηλεύουν στην Αθήνα…) έπαιζε το Παιδί Τραύμα. Αν δεν έπαιζαν οι Starsailor, εκεί θα ήμουν. Ίσως γιατί δεν θέλω πια να βλέπω ανθρώπους της ηλικίας μου να μου παίζουν τη μουσική της μετεφηβείας μου, όσο και να την αγαπώ. Νομίζω ότι πια έχω ανάγκη να ακούω μουσική από ανθρώπους που είναι στην ίδια φάση ζωής με μένα – έχουν πιο πολλά πράγματα να μου πουν. Οπότε δεν μετανιώνω που είδα τους Starsailor αντί για το Παιδί Τραύμα – το χάρηκα το λάιβ, κοίταξα με τρυφερότητα την κοπέλα που ήμουν τότε και ευχαρίστησα νοερά το συγκρότημα που έγραψε κάποια κομμάτια του soundtrack της τότε ζωής μου. Αλλά δεν νομίζω ότι θα επαναλάβω αυτό το ραντεβού ξανά – αυτή η μία και μοναδική φορά ήταν αρκετή. Την επόμενη θα προτιμήσω το Παιδί Τραύμα.
Τούτου λεχθέντος, αναρωτιέμαι για ποιον λόγο είχα πάει την προηγουμένη στη συναυλία των DARKSIDE, αφού δεν είμαι και καμιά τρελή φαν της electronica. Αρκεί το γεγονός ότι το άκρως αισθησιακό “Paper Trails” το έχω συνδέσει με κάποιες μοναδικές στιγμές της ζωής μου για να καλύψει το ότι ζήτημα είναι να έχω ακούσει πάνω από 2-3 συνολικά φορές τους δίσκους τους; Και πάλι, όχι πως το μετάνιωσα – ήταν ένα ανέλπιστα καλό λάιβ (σε ένα γεμάτο Principal – διάβολε, διψάει για συναυλίες αυτή η πόλη τελικά), ακόμα και για μένα με τα διαφορετικά ακούσματα.
Το πιο εντυπωσιακό είναι το πόσο ετερόκλητοι είναι μεταξύ τους οι τρεις δημιουργοί: ο κιθαρίστας Dave Harrington με τα δερμάτινα και τη Gibson είναι λες και έχει βγει από τους AC/DC, ο ντράμερ Tlacael Esparza θα μπορούσε να παίζει σε μέταλ συγκρότημα και ο Nicolas Jaar είναι ο κλασικός νέρντουλας με τα γυαλάκια, το μπουκλωτό μαλλί, την αθλητική φόρμα και το χοντρό μπουφάν, που δεν το έβγαλε ούτε στιγμή – απορώ πως άντεξε… Κι από αυτούς τους τρεις τύπους επί ένα δίωρο βγήκε ένα χαρμάνι από dance, ambient and prog-rock – που όσο αυθόρμητο και αυτοσχεδιαστικό κι αν έμοιαζε, σίγουρα ήταν πάρα πολύ και πάρα πολύ καλά δουλεμένο από πριν. Jam που κρατάνε πάνω από 20λεπτο, ψυχεδελικές κιθάρες που γίνονται ηλεκτρονικά μπιτ, τζαζ ντραμς-ανθρώπινος παράγοντας μέσα στον ωκεανό ηλεκτρονικών στοιχείων, ένα οργασμικό “Paper Trails” που με πάει κάπου που θα ήθελα πολύ να είμαι ξανά. Ένα πλήρως ελεγχόμενο χάος, μια απόλυτα συντονισμένη φρενίτιδα, μια μουσική αλχημεία φόρμας και ήχου. Λιώσιμο, χάσιμο, όπως και να το πεις είσαι μέσα – μόνο τα ναρκωτικά λείπουν από το δίωρο χορευτικής έκστασης.
Το λάιβ σταματά όταν συνειδητοποιούν (;) ότι έχουν ξεπεράσει το χρόνο τους – και τότε ο Jaar μας μιλάει για πρώτη φορά ουσιαστικά, ευχαριστώντας μας για την παρουσία μας και ζητώντας μας να μην ξεχνάμε τη γενοκτονία που συντελείται αυτή τη στιγμή στην Παλαιστίνη και στον Λίβανο. Και ακολουθεί ένα ακόμα χάσιμο: «από τους Can στους Pink Floyd, από την dub στα βρώμικα funk του Prince, από τα torch songs στην καρδιά της dance electronica», όπως έγραψε ο Μιχάλης Έψιλον στο Facebook του. Κοίτα να δεις που τελικά και η electronica έχει να μου πει πολλά πράγματα – και κοίτα να δεις που τελικά θα θεωρήσω το live των DARKSIDE μακράν σημαντικότερο από αυτό των Starsailor. Κι ας μην μπορώ να θυμηθώ κανένα άλλο κομμάτι τους εκτός από το “Paper Trails”.