LIve στο Θέατρο Γης
Τελικά δύσκολο να υπάρξει κείμενο για συναυλία των Dead Can Dance χωρίς να περιέχει την λέξη "μυσταγωγική". Της Μαριάννας Βασιλείου
Αυτό το καλοκαίρι μάλλον μού ήταν γραφτό να δω ονόματα που έχουν ξαναέρθει Θεσσαλονίκη – και που για κάποιον λόγο που όσο και να σπάω το κεφάλι μου αδυνατώ να τον θυμηθώ δεν τα είχα δει στο παρελθόν. Φέτος μάλλον ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και για τους Black Rebel Motorcycle Club (τα έγραφα τις προάλλες) και για τους Dead Can Dance.
Η περιοδεία τους λέγεται “A Celebration – Life & Works 1980-2019” και δεν εστιάζει στο “Dionysus”, την τελευταία τους δουλειά, γιατί τη θεωρούν ως κάτι το ενιαίο που δεν μπορεί να «σπάσει» για τις ανάγκες μιας συναυλίας. Στρέφεται αντίθετα στο παρελθόν τους και σε κομμάτια που δεν είχαν παιχτεί ζωντανά για χρόνια. Και επιδεικνύει όλη την πορεία τους αυτών των 30 ετών: avant garde, post punk, νεοκλασική, world, tribal, folk (αχ αυτό το “The wind that shakes the barley” με τη συνοδεία ενός πνευστού και μόνο, αχ), darkwave, ethereal, βυζαντινή, ambient, gothic – οι Dead Can Dance είναι όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, τόσο μεμονωμένα όσο και συνδυαστικά.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω τη συναυλία τους με μία μόνο λέξη, θα ταλαντευόμουν ανάμεσα στην «επιβλητική» και στη «μυσταγωγική». Ένας λόγος για αυτό είναι η αλλαγή χώρου της τελευταίας στιγμής: το Θέατρο Γης (το οποίο γέμισε – όχι ασφυκτικά, αλλά γέμισε), μακριά από το κέντρο του αστικού, μέσα στα δέντρα, με τους ήχους της φύσης και τις σκιές του Brendan Perry και της Lisa Gerrard να γιγαντώνονται πάνω στο νταμάρι της Τριανδρίας κάτω από τον έναστρο ουρανό αποτέλεσε την πλέον εξαιρετική επιλογή για τη συναυλία των Dead Can Dance.
Μάλλον για τις συναυλίες, θα έπρεπε να πω. Κι αυτό γιατί ένιωσα ότι ήμουν ταυτόχρονα σε δυο live, ανάλογα με το αν έπαιρνε τη σκυτάλη ο Brendan ή η Lisa. Έχουν γεράσει πια και οι δυο –ο ένας έχει παραγκριζάρει και η άλλη έχει βάλει πολλά κιλά– μα αυτό δεν φαίνεται να έχει καμιά επίδραση στα κομμάτια τους.
Ο πρώτος με το κοστούμι του να παίζει άλλοτε μπουζούκι και άλλοτε κιθάρα, να ερμηνεύει τα πιο «βατά» (σε πολλά, πάρα πολλά εισαγωγικά ο όρος) κομμάτια των Dead Can Dance, με εξαιρετικά καθαρή άρθρωση και με έμφαση στην post-punk έκφανση του συγκροτήματος. Το αγαπημένο μου “The Labour of Love” είναι τόσο λιτό και τόσο γεμάτο συναίσθημα που μου φέρνει δάκρυα στα μάτια και η διασκευή στο “Song to the Siren” θα έκανε περήφανο τον Tim Buckley.
Η δεύτερη με το λευκό φόρεμα με την ουρά και το τουρμπάνι της που θύμιζε περιβολή βασίλισσας, γεμάτη πετράδια που αντανακλούσαν το φως (και έκαναν πρακτικά αδύνατη τη λήψη φωτογραφιών. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να το προσπαθώ) να παίζει γιανγκίν (κάτι σαν το δικό μας σαντούρι, από όσο κατάλαβα) και να εκστασιάζεται με την ιδιογλωσσία της και με τη φωνή της που τριάντα χρόνια τώρα δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό. Άλλοτε στιβαρή σαν τη Μάνα Γη στο “Avatar”, άλλοτε αιθέρια σαν άγγελος στο “Sanvean (I am your shadow)”, άλλοτε τρομακτική σαν Ερινύα στο “Cantara”, αυτόν τον εφιάλτη που μοιάζει να έχει βγει από τους πιο ζοφερούς πίνακες του Ιερωνύμου Μπος και άλλοτε διονυσιακή σαν Βάκχα στο “Dance of the Bacchantes”. Και τις στιγμές που οι δυο αυτές συναυλίες γίνονταν μία, όταν ο Brendan και η Lisa έδεναν τα φωνητικά τους με τους εξαιρετικούς μουσικούς τους να τους ακολουθούν, όπως στο “Anywhere out of the world” ή στο “Xavier”, τότε ήταν που δεν μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα στις λέξεις «επιβλητική» και «μυσταγωγική».
(Μικρή παρένθεση για τον David Kuckhermann, τον μουσικό της μπάντας και support, που τόσο αδικήθηκε από το γεγονός ότι έπαιξε πριν πέσει η νύχτα. Γλυκύτατος και ευγενικός, έπαιξε ένα μισάωρο σετ εξηγώντας μας τι ήταν το κάθε όργανο που χρησιμοποιούσε και συστήνοντάς μας τον γλυκύτατο ήχο του κρουστού hang).
Δυο ώρες παρά δέκα λεπτά κράτησε η συναυλία. Δεν θα πω ότι δεν κατάλαβα πώς πέρασαν – θα πω όμως ότι βίωσα όλες τις στιγμές που αυτή κράτησε. Είναι κάποιες εμπειρίες που σου αποδεικνύουν ότι ο χρόνος είναι σχετικό μέγεθος: άλλοτε επιταχύνει τρελά και άλλοτε παραμένει παγωμένος. Η συναυλία των Dead Can Dance στο Θέατρο Γης κατάφερε και τα δυο: και σταμάτησε τη ροή του χρόνου και έβαλε όλους μας στην τροχιά μιας εκστατικής μέθεξης χωρίς τέλος. Αυτό αρκεί για να πούμε ότι ναι, ήταν μια από τις κορυφαίες συναυλίες του 2019. Και ότι οι Dead Can Dance θα παραμείνουν ες αεί ένα από τα πλέον sui generis ονόματα στην ιστορία της μουσικής – τόσο ηχητικά όσο και συναυλιακά.
Φωτογραφίες - Τάσος Βαφειάδης