Dead Can Dance
Οι παλιές αγάπες πάνε στο... μέγαρο. Του Βασίλη Πετρόπουλου
Μη τηρώντας το έθιμο για πρώτη φορά στη ζωή μου, προϋπάντησα τους Dead Can Dance φορώντας μάσκα, καθήμενος στον κλειστό χώρο του Μεγάρου Μουσικής. Προσπάθησα να αντισταθμίσω την απώλεια της ελευθερίας κινήσεων με την προοπτική της βελτιωμένης ακουστικής και εντρύφησα στο ιβέντ. Στην μουσική ροή των κομματιών που επέλεξαν να καλύψει το εύρος της δισκογραφικής τους παραγωγής, γέμισα απογοήτευση ακούγοντας το “Mesmerism” σε λάθος μέτρα και στο «Avatar» τoν Μπρένταν να παίζει κιθάρα σαν μαστουρωμένος δαίμονας του Ταραντίνο και την Λίζα να προσπαθεί να κρατήσει όρθια την σημαία. Αργότερα, ακούγοντας το «Sanvean» , ανακάλεσα στη μνήμη μου τι μπορεί να υπάρχει πέρα από τον ΕΝΦΙΑ και πλησιάζοντας το τέλος, προετοιμάστηκα για το ιρλανδέζικο κρεσέντο της Λίζα. Ο χίπη αδελφός συνόδεψε με φλογέρα και η Λίζα ξεκίνησε να απαγγέλει το ταξίδι του ιρλανδικού μανιφέστου, ώσπου το διέκοψε, αδυνατώντας να θυμηθεί, όχι τους στίχους, αλλά τα μέτρα που έπρεπε να κινηθεί. Ζήτησε ευγενικά συγγνώμη και το προσπάθησε ξανά, κάνοντας μια ακόμα διστακτική παύση, η οποία μου έδειξε ότι είναι ευλογία να ακούω και να βλέπω σε αυτήν την ηλικία, τους εξηνταπεντάρηδες που είχα κάποτε για θεούς. Χειροκρότησα το ανκόρ του «Severance», εμπλουτισμένο με ωραίες πινελιές όλων των συμμετεχόντων κι ευχήθηκα ολόψυχα, να γίνουμε όλοι ένα κουβάρι, όταν θα χορεύουμε νεκροί στον Άδη. Ως τότε, θα κρατάμε γερά τις Θερμοπύλες.
Στα θετικά να σχολιάσω την άψογη εξυπηρέτηση του προσωπικού του Μεγάρου, την παντελή έλλειψη υψωμένων κινητών συσκευών, την σχεδόν αμέριστη ησυχία του κοινού και στα αρνητικά, την απόλυτη σίγαση της έκφρασης που δημιουργεί η αυθαιρεσία της έκστασης. Έμβια όντα, όπως νεκρές ζωές.
(φωτογραφίες: Ράνια Γιαννάκου)