Fearless and alive
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι Death In Vegas επισκέφτηκαν τη Θεσσαλονίκη, πάρα πολλά, κι ομολογώ πως ήταν το μοναδικό live (μαζί μ' αυτό ίσως των Sonic Youth) που μετάνιωνα οικτρά όλα αυτά τα χρόνια, που δε κατάφερα να παρακολουθήσω στην πόλη την οποία - κατά κύριο λόγω - ζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να κάνει τα πρώτα του βήματα (sic?). Η προγραμματισμένη συναυλία τους για της 10 Μαΐου, με βρήκε γι' άλλη μια φορά σε δυσχερή θέση, λόγω βεβαρημένου προσωπικού προγράμματος, οπότε άλλο ένα απωθημένο θα έμενε καταχωνιασμένο κάπου στο βάθος του εγκεφάλου. Έλα όμως που ο Θεός αγαπά τον κλέφτη, αλλά αγαπά και τον νοικοκύρη (το λες και άσχετη νοηματική προσέγγιση), και η αναβολή της συναυλίας τους στη Θεσσαλονίκη, λόγω καθυστερημένης άφιξης του τεχνικού εξοπλισμού απ' το Λονδίνο, ήρθε κι έδεσε για την πρώτη ουσιαστικά συναυλιακή επαφή με την μπάντα και το προσωπικό σχήμα του Richard Fearless. Κατά πόσο βέβαια οι Death In Vegas του 2012, μετά από 7 χρόνια απουσίας και μ' ένα καλό μεν καινούριο άλμπουμ, αλλά ολίγον τι μακριά από την δυναμική των πρώτων τους κυκλοφοριών, θα ήτανε σε θέση να σταθούν επάξια επάνω στη σκηνή, αυτό ήταν κάτι που εύκολα δημιουργούσε κάποιες εύλογες ρωγμές κι αμφιβολίες.
Όπως και να 'χει, η προσέλευση στο Club του Principal, που αποχώρησε από τα παλιά του λημέρια κι εγκαταστάθηκε στην πάλαι ποτέ αποθήκη του Μύλου, με βρήκε με μικρή καθυστέρηση, καθότι στη σκηνή ήδη βρισκότανε το ντουέτο των Tendts, το οποίο στεκότανε πίσω από δυο λάπτοπ και αρκετά υποθέτω πολύχρωμα κουμπάκια. Electronica χαμηλών τόνων, με ρυθμό, ελαφρώς πειραματική προσέγγιση, με ζεστό ήχο και φρεσκάδα που αν μη τι άλλο γέμιζε εξαιρετικά το χώρο. Δυστυχώς, η περιορισμένη διάρκεια του σετ που έφτασε στ' αυτιά μου, δε μου έδωσε περιθώρια για μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της μουσικής τους αποτύπωσης. Εν αναμονή μιας επόμενης εμφάνισής τους.
Ερχόμενοι τώρα στο κυρίως πιάτο, λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ, με την αποθήκη του Μύλου μισογεμάτη (ίσως και κάτι παραπάνω), πιάνουμε πρώτο κάγκελο αριστερά, και με τα φώτα να χαμηλώνουν, ερχόμαστε σε επαφή με τις πρώτες χαιρετούρες του Richard Fearless και της μπάντας του. Σεμνός, λιγομίλητος, κρατάει μηδαμινή σχεδόν λεκτική επαφή με το κοινό, προϊόν υποθέτω περισσότερο της ντροπαλότητάς του και της αμηχανίας του, παρά μιας υπεροπτικής έπαρσης που συνηθίζεται να διακατέχει ένα μεγάλο μέρος Άγγλων συναδέλφων του. Μ' ένα μακρομαλλούσικο ψηλό αγόρι δεξιά του, στην κιθάρα, βγαλμένο θαρρείς από πόζερ ροκ μπάντα των '80s, δυο πιτσιρικάδες αγκυροβολημένους πίσω από σύνθια, πλήκτρα και τα ρέστα, κι έναν ντράμερ, θαρρώ μικρότερο κι αυτόν ηλικιακά από τον Richard Fearless, στο πίσω - ως συνηθίζεται - μέρος της σκηνής.
Από κι έπειτα, το σετ ξεκινά με το πασίγνωστο "Dirge", αλλά χωρίς τα φωνητικά της Dot Allison, προσαρμοσμένο σε μια εκτέλεση που μάλλον δεν εκτινάσσει ιδιαίτερα την δυναμικότητα του κομματιού. Ακολουθεί ένα σερί από το περσινό "Trans-Love Energies", το οποίο κινείται ναι μεν καλά, σ' ένα παλιομοδίτικο ίσως electro rock μοτίβο, αλλά είναι εμφανώς ότι κάτι λείπει, με τα φωνητικά του Richard Fearless να μην έχουν ούτε το χρώμα, αλλά ούτε και τη βαρύτητα ενός frontman. Το φινάλε του "Coum", με τους υποχθόνιους του ήχους ταράσσει λίγο την ατμόσφαιρα, αλλά και πάλι, η μπάντα προχωρά σε ακίνδυνα μονοπάτια. Σε συνδυασμό μάλιστα με τον - στιγμές - μέτριο ήχο (κάτι μου τρίζει, κάτι μου μπουκώνει, κάτι μ' ενοχλεί βρε αδερφέ), αρχίζω να στριφογυρνάω ανήσυχος, φοβούμενος για μια πιθανή κατάληξη της βραδιάς.
Κι εκεί κάπου, με την είσοδο του "Your Loft My Acid" και τα φωνητικά της Katie Stelmanis, τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν την ανιούσα. Ρυθμός, θελκτική επανάληψη, συνθεσάιζερ που δίνουν ονειρική διάσταση, νότες που πεταρίζουν χρωματίζοντας τον ορίζοντα. "Sons Of Rother", "Death Threat" και μια καταπληκτική εκτέλεση για το τελευταίο, που όχι μόνο σου παίρνει το κεφάλι, αλλά στο εκσφενδονίζει σ' ένα παράλληλο απειλητικό σύμπαν. Η μπάντα πατάει, ο ήχος ανεβαίνει, ο Richard Fearless ασχολείται με αυτό που ξέρει μάλλον καλύτερα να κάνει, να σφυροκοπάει δηλαδή με τον δικό του, χαρακτηριστικό techno rock ήχο που τον διακρίνει. Αλίμονο, εάν ήθελα να πάω σε μια καθαρόαιμη ροκ συναυλία θα πήγαινα στον Mark Lanegan, δε νομίζω να διάλεγα τους Death In Vegas.
Όσο για τον Iggy, ναι, κάνει κι αυτός ένα διακριτικό πέρασμα από το setlist, με τα φωνητικά του να ακούγονται σαμπλαρισμένα, πειραγμένα πάνω σε μια προσαρμογή του "Aisha", που αναρωτιέμαι ακόμη αν τελικά μου άρεσε ή όχι. Το κλείσιμο, φέρνει μια ωραία εκτέλεση του "Savage Love", το οποίο αποτελεί και το τελευταίο κομμάτι του νέου LP, ενώ το ανκόρ επιφυλάσσει τον ύμνο του "Hands Around My Throat", το οποίο δε παρεκκλίνει ιδιαίτερα από την αυθεντική εκτέλεση του άλμπουμ (ωστόσο μια Nicola Kuperus η αλήθεια είναι ότι δε θα με χαλούσε διόλου ζωντανά, αλλά ας είναι, αυτά έχουνε οι συνεργασίες στην εποχή μας).
Το φινάλε της συναυλίας φέρνει το "Rekkit" από το εξαιρετικό τους παρθενικό άλμπουμ, σε μια εκτέλεση αρκετά ενδιαφέρουσα και διαφορετική από αυτή του "Dead Elvis", κι όλους εμάς να παίρνουμε - θαρρώ τελικώς ικανοποιημένοι - το δρόμο για την έξοδο και τη Κυριακάτικη, νωχελική γαλήνη της Θεσσαλονίκης.