Live @ Terravibe 2017
Την ώρα που ο Άρης Καραμπεάζης βλέπει τον Gahan σαν Elvis στην παρακμή του και αναρωτιέται αν έχουμε όντως γίνει αυτό που κάποτε χλευάζαμε...
Δεν διακρίνω αν είμαι σε ευχάριστη ή δυσάρεστη θέση διαπιστώνοντας ότι το τελευταίο (μέτριο) άλμπουμ των Depeche Mode μου άρεσε περισσότερο από το τελευταίο live των Depeche Mode (στη χώρα μας). Πριν καμιά δεκαριά χρόνια ο Τάσος Πατώκος είχε εκθειάσει το Playing The Angel. Πριν λίγους μήνες ο Σεραφείμ Διακουράκης διαίρεσε στα εξ ων συνετέθη το Spirit φτάνοντας μέχρι τον ομώνυμο (της αριθμητικής πράξης) δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του (συνεννοημένοι θα είναι αυτοί οι δύο συντάκτες, πάντως, να μου το θυμηθείτε κάποτε). Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια είχα εκθειάσει με την αντίστροφη σειρά μου το Exciter, ενώ κάπου εκεί έξω θα υπάρχει και κάποιος που κάτι καλό θα έχει να πει για το Ultra. Κοινώς υπάρχει ένας μέτριος δίσκος των Depeche Mode με τον οποίο μπορεί να παθιαστεί ο καθένας, αλλά μέχρι πότε θα συμβαίνει αυτό;
Πριν από καμιά δεκαριά μέρες οι Depeche Mode βρέθηκαν στη σκηνή του Terravibe για τουλάχιστον 40-45 αδιάφορα πρώτα της συναυλίας λεπτά και για την οποία αδιαφορία δε φαίνεται να φέρει αντίρρηση ακόμη και ο μέγιστος των φανατικών τους εντός χώρας (όποιος τελικά και αν είναι αυτός από τους 3-4 που έχουμε υπόψη μας). ‘Μια βροχή θα μας σώσει/ να βραχεί το γκαζόν/ να μη γίνει ο αγών’, να μαζευτούμε να ακούσουμε τον Κώστα Τουρνά και πάλι κάποιο βράδυ, ίσως δε και με τα εξέχοντα μέλη του Hysterika, αφού σε λίγο θα τον γουστάρουμε όλοι περισσότερο από την τελευταία δεκαπενταετία των Depeche Mode. Σε κάποια φάση μου δόθηκε η εντύπωση ότι πριν από εμάς, θα σηκωθούν και θα φύγουν οι ίδιοι από τη σκηνή και θα παρατήσουν το ελληνικό κοινό τους σύξυλο για ακόμη μια φορά, έστω υπό άλλες συνθήκες και αφορμές.
Πιο σημαντικό βέβαια είναι το γεγονός είναι ότι η Di Di Music έφερε εις αίσιο πέρας ένα δεδομένα μεγάλο live μίας απρόσμενα (ή μήπως όχι;) δύσκολης ημέρας από άποψη καιρικών συνθηκών, παρά το ίδιο το περιεχόμενο του εν λόγω live. Δεν μπορώ να ξέρω την ψυχολογία ενός διοργανωτή που βλέπει τα πάντα να τελειώνουν ωραία και καλά μετά από μία τέτοια ολοήμερη ψυχρολουσία (κυριολεκτικά και μεταφορικά), αλλά πιστεύω ότι όλο και κάποιος από την παραγωγή θα βρέθηκε εκείνη τη μέρα να πει «ε και τι έγινε τώρα; Για αυτό το πράγμα το φάγαμε εμείς όλο το άγχος;» (ΟΚ, γνωρίζω ότι κατά βάση το άγχος είναι οικονομικό/επιχειρηματικό, αλλά ακόμη και στη διοίκηση επιχειρήσεων αναγνωρίζεται η ψυχολογία του επιχειρηματία εν σχέση με το αντικείμενο της δραστηριότητας ως κρίσιμο σημείο της προόδου).
Αδύναμο νέο και πρόσφατο υλικό, προκάτ συνήθειες επί σκηνής από μουσικούς και ερμηνευτές, ένας David Gahan που υποχρέωνε ακόμη και τους πιο ψύχραιμους να συναγωνίζονται σε ηλίθια αστεία για να περιγράψουν το ανορθόδοξο της εμφάνισης και των κινήσεων του, χαμηλωμένες ταχύτητες, χορευτικές φιγούρες από την χρυσή εποχή του VHS, εντάσεις και ερμηνείες που κάνουν τον Elvis της Las Vegas περιόδου να μοιάζει πειστική απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα περί του τι στο καλό το κάνουμε το rock ‘n’ roll όταν πεθάνει (το θάβουμε, και βάζουμε και μπόλικο χώμα από πάνω, είναι η σωστή απάντηση, αλλά πλέον κανείς δεν θάβει τίποτε, συνεπώς συνεχίζουμε...).
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε όλο αυτό το παντελώς άνευρο έως σχεδόν ολοκληρωτικά άψυχο πρώτο μέρος της συναυλίας, μέχρι και το Stripped ακούστηκε σαν μια θολή ανάμνηση μιας κάποτε καλής ιδέας. Αν δεν είχα πάρει στο αυτοκίνητο μου (και στο λαιμό μου όπως αποδείχτηκε) άλλους τρεις ανθρώπους, θα είχα ήδη φύγει τρέχοντας ακόμη και προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, να καταλάβω επιτέλους τι στο καλό παίχτηκε με τον Ίβιτς και τις μπύρες της μεγάλης παναθηναϊκής συμμαχίας.
Δεν έφυγα όμως και εξαναγκάστηκα να δω και το αναμενόμενα ...θριαμβικό τέλος της συναυλίας. Το «αναμενόμενα» πάει και κολλάει στην απόλυτα πλέον προβλέψιμη πρόοδο των εργασιών επί σκηνής ώστε το live να πάρει την πολυπόθητη φωτιά (ένας Martin Gore στα δικά του χαμηλότονα/ένα mega-hit στα καπάκια κλπ κλπ), το «θριαμβικό» δεν ξέρω που ακριβώς πάει. Ενθουσιάζουν οι Depeche Mode το κοινό τους; Ε το ενθουσιάζουν, αν το θέτουμε έτσι. Βγάζουν ένα Personal Jesus στο τέλος- τέλος από εκεί που το έχουν κάθε φορά κρυμμένο τέλος πάντων και από κάτω ένα κοινό που κάποτε θεωρούσε αστείο το να ασχολούνται οι «ροκάδες» ακόμη με το Smoke On The Water, αντί να κάνει ψυχανάλυση, σοφά επιλέγει να παρασυρθεί για μία ακόμη φορά σε ένα προσχεδιασμένο ξεσάλωμα, που άλλωστε δεν βλάπτει και κανέναν.
Η επιλογή του Heroes λίγο πριν το κλείσιμο της συναυλίας προβλημάτισε ακόμη περισσότερο, όσους είχαμε την ατυχία να προβληματιστούμε με την παράδοξη αδυναμία των Depeche Mode του 2017 να υποστηρίξουν ένα από τα θεωρητικά υπερατού του stadium rock, που δεν είναι άλλο από την ικανότητα σύνθλιψης κάθε προβληματισμού, έγνοιας και σκοτούρας ακόμη και του πλέον προβληματικού, εξ όσων έτυχε να βρίσκονται στην κάτω πλευρά της ροκ αρένας. Υπάρχει ούτως ή άλλως υπέρχρηση του τραγουδιού τα τελευταία χρόνια σε ταινίες, διαφημίσεις, φαντάζομαι ενδοεταιρικές βραβεύσεις στελεχών πολυεθνικών κλπ, αλλά για πρώτη φορά ακούστηκε τόσο έντονα πολυκαιρισμένο και μέσα από την ξεψυχισμένη διάθεση των Βρετανών φανέρωσε έντονα ακόμη και τα υποδόρια κλισέ που το καθιστούν ξεχωριστό όλες αυτές τις δεκαετίες.
Κάπου γράφτηκε ότι οι Depeche Mode έδωσαν ένα τυπικά καλό live για το οποίο δυο-τρεις μέρες μετά κανείς δεν θα θυμάται τίποτε. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έδωσαν το ίδιο αφόρητα τυπικό live που –φαντάζομαι- δίνουν σε όλη την περιοδεία τους στη διάρκεια του οποίου ακόμη και το να ενθουσιαστείς ψυχαναγκαστικά (είτε επειδή πλήρωσες, είτε επειδή ταλαιπωρήθηκες μέχρι να πας, είτε επειδή θέλεις να ενθουσιαστείς κάπως ρε αδερφέ...) υπήρξε όχι μόνο εξαιρετικά δύσκολο, αλλά εν τέλει και προβληματικό, αμέσως μετά το πέρας του όποιου ενθουσιασμού, όπως διαπίστωσα για την πάρτη μου στα λίγα λεπτά που κατάφερα να παρασυρθώ από το κάποτε αλάνθαστο μοτόρικ μπητ του Everything Counts ή και την συναισθηματική ευφυΐα του Walking In My Shoes.
Αυτά. Σκέφτομαι να πάω στον Roger Waters αν τυχόν αριβάρει και πάλι με τα τείχη του και τον βιομηχανικό του εξοπλισμό. Δεν βλέπω πλέον καμία διαφορά σε ό,τι κάποτε στηρίζαμε και σε ό,τι χλευάζαμε. Ας είμαστε ειλικρινείς, που λέει και ο λαϊκός βάρδος.