Τι έπαιξα στον Παρνασσό
Τον αντέχει ακόμη η σκηνή (και δεν χρειάζεται καν να περιμένουμε το χειροκρότημα). Αλλά... Του Αντώνη Ξαγά
Ακριβώς (και όχι "σχεδόν" κατά το λοΐζειο άσμα) πενήντα χρόνια πέρασαν, μισός αιώνας για να το θέσουμε πιο εμφατικά, από εκείνον τον Νοέμβρη του '66. Από τότε που έσκασε στην ελληνική μουσική πραγματικότητα με ορμή ...φορτηγού ένας παράξενος ακατάταχτος δίσκος ο οποίος έμελλε να της αλλάξει καθοριστικά τον ρου. Θα μπορούσε να λέγεται και "Στον δρόμο", αλλά τον είχε ...προλάβει για λίγα χρόνια άλλος, ήταν γαρ η εποχή που οι νέοι το έσκαγαν, όχι μόνο για ΜΒΑ σπουδές /ή και καλύτερο βιοπορισμό αλλά για κάποια λιγότερα πεζά και περισσότερο άπιαστα όνειρα. Ένα φορτηγό που έχει ξεκινήσει κάπου στη Γερμανία, ένα κόκκινο Volvo με μάτια νυσταγμένα και βαριά, ένας νεαρός που έχει φύγει από το σπίτι του και είναι στημένος στο βιομηχανικό ψιλόβροχο, εκεί απέναντι από το παλιό εργοστάσιο του Φιξ στη Θεσσαλονίκη, προορισμός και τόπος επαγγελίας η Αθήνα, η διαδρομή μοιάζει μυθική, ο μικρός με μάτια ανοιχτά συλλέγει εικόνες και ιστορίες, τσιγγάνες, πουτάνες, φωτιές στον θεσσαλικό κάμπο, πλανόδια τσίρκα και ελεφαντάκια. 50 χρόνια... Και βάσανα και διωγμοί. Και καταξίωση μετά. Το "τρελό" φορτηγό θα τον περάσει μέσα από χωράφια και περιβόλια, θα τον φέρει σε κάθε χώρο που μπορεί να φανταστεί κανείς, σε καπνισμένες μπουάτ, κατάμεστα στάδια, εμπορικές πίστες, εναλλακτικές "ροκ" σκηνές, Ολυμπιακούς αγώνες, και σήμερα, αυτή την παγωμένη δεκεμβριάτικη βραδιά του 2016 τον αποβιβάζει στην κατάμεστη και βαριά από ιστορία αίθουσα του "Παρνασσού" στο αθηναϊκό κέντρο.
Βολεύομαι σε μια από τις παλιομοδίτικα άβολες καρέκλες του χώρου, κοιτάζω την σκηνή που περιμένει άδεια με ένα μαύρο πιάνο μετά ουράς να δεσπόζει, στο εσωτερικό του γραμμένη η λέξη "Φορτηγό", παρατηρώ με κουτσομπολίστικη διάθεση το μπροστινό ηλικιωμένο ζευγάρι το οποίο με ανάλογη διάθεση και ζήλο παπαράτσι έχει βγάλει με το σύγχρονο κινητό του καμιά 30αριά φωτογραφίες τον Γιάννη Χαρούλη δύο θέσεις πιο μπροστά. Και συγχρόνως οι σκέψεις τρέχουν...
Από τη στιγμή που δήλωσα την πρόθεση να παρακολουθήσω τη συναυλία αυτή, όπου και αν το ανέφερα, μια κάποια ιδεολογικο-πολιτική κουβέντα άναβε. Με παθιασμένες απόψεις και ασυμβίβαστα χαρακώματα, με παλιούς εχθρούς του να δηλώνουν φίλοι και τούμπαλιν. Είναι και που ο ίδιος ο δημιουργός έχει κατά καιρούς δώσει ουκ ολίγες λαβές με πράξεις και λόγια και καμώματα, και δεν μπορείς και να τις αγνοήσεις με τον γνωστό αφορισμό "άλλο το έργο, άλλο ο καλλιτέχνης". Όπως είχε γράψει και ο Άρης Καραμπεάζης κάποτε σε μια μεστότατη περιδιάβαση στο έργο του: "είναι και άδικο τελικά να αποσυνδέει κανείς ολοκληρωτικά τα τραγούδια αυτά από τον ίδιο το Σαββόπουλο ως παρουσία". Όλα ένα κουβάρι λοιπόν, οι δημόσιες τοποθετήσεις του, οι αναθεωρήσεις, τι είπε, τι δεν είπε, τα κουρέματα, η νεοορθοδοξία, η πάντα προδομένη αριστερά, κόμματα να τον τραβάνε απ’ το μανίκι, ο ρόλος του σοφού δημογέροντα, του προφήτη που δεν θέλει να είναι προφήτης, που όμως θα ήθελε να είναι η φωνή του λαού (και ποτέ δεν το κατάφερε). Μολαταύτα... Είναι όλη αυτή η αντιφατικότητα που του δίνει και μια πιο ανθρώπινη διάσταση; Είναι αυτή η αίσθηση ότι ακόμη και σε εντάξεις και στρατεύσεις μπορούσε να σε πείσει ότι αυτές ήσαν προϊόν μιας γνήσιας ανησυχίας; Και ότι αυτό γινόταν τελικά με έναν τρόπο λοξό με τον ίδιον στέκεται ουσιαστικά (ίσως και εγωπαθώς) υπεράνω και γρήγορα να καταλήγει αποδιοπομπαίος; (ενδεικτική η ιστορία που διηγείται για το πως εγκατέλειψε τον αρχικό στίχο "ήλιε κόκκινε αρχηγέ" και κράτησε τελικά τον λογοκριμένο "ήλιε ήλιε αρχηγέ").
Όπως και να έχει πάντως, θα έρθει η στιγμή που ο άνεμος της ιστορίας θα φυσήξει όλα τα περιττά και τα ασήμαντα, θα κρατήσει την ουσία της αξίας, πέρα από την εφήμερη ενασχόληση με τα εκάστοτε πίτουρα της εποχής, υπερβαίνοντας και διάφορες όχι πάντα εύστοχες επικαιροποιήσεις (χαρακτηριστική και πιο άτοπη -την οποία έχει καθιερώσει τα τελευταία χρόνια- την αντικατάσταση του Χαφιέ στην Παράγκα από τον Μπαχαλάκη και τον Χρυσαυγίτη). Και τι θα μείνει; Σίγουρα ο Σαββόπουλος ως ο ουσιαστικός και καθοριστικός μέντορας της νέας ελληνικής τραγουδοποιίας, τόσο στην ροκ όσο και στην "έντεχνη" μορφή της. Και όχι τόσο/μόνο επειδή εισήγαγε τότε τα καινά ντυλανικά δαιμόνια της απελευθέρωσης του δημιουργού (το "Φορτηγό" υπήρξε ο πρώτος πλήρης και αποκλειστικός δίσκος δημιουργού στην ελληνική δισκογραφία). Ο πυρήνας του σαββοπούλειου έργου, αν παραμερίσεις όλα τα παραφερνάλια και τον εξωμουσικό θόρυβο, συνίσταται από μια διαρκή αναζήτηση της ελληνικότητας. Όχι μόνο με την στενή έννοια, εκείνη που τον οδήγησε να μπλέξει κάποια εποχή με νεο-εθνικιστικές τάσεις και ράμφειες φαιδρότητες. Ούτε και αποκλειστικά με την ίδια την επιλογή της γλώσσας (δεν διστάζει να κάνει με αλαφρύ διακριτικό τρόπο την παρατήρηση, όταν η Κατερίνα Πολέμη ερμηνεύει ένα τραγούδι της στα αγγλικά, "μα πως μπορείς να ονειρεύεσαι σε μια άλλη από τη μητρική σου γλώσσα;"). Η μεγάλη επιδίωξη του Σαββόπουλου ήταν η αναζήτηση και η επίτευξη μιας νέας αρμονίας της γλώσσας με το μέλος. Από τη μία μεριά μιας γλώσσας απελευθερωμένης από στενές νόρμες καθωσπρεπισμού, με επιλογή λέξεων και θεμάτων τουλάχιστον απροσδόκητων και "αδόκιμων" μέχρι κάποια εποχή. Και από την άλλη μιας αρμονίας τόσο φυσικής ώστε να χαρακτηρίσει ο ίδιος τα τραγούδια του "ασκήσεις φυσικής αναπνοής". Και με ένα δέσιμο μουσικής και στίχου τόσο μοναδικό που να ακούγεται αβίαστο και αυτονόητο, όπου κάθε λέξη έχει την καίρια θέση της, χωρίς καμία να ακούγεται παράταιρη ή εκβιαστικά στριμωγμένη (όπως συχνότατα συμβαίνει). Αυτονόητο; Διόλου. Συνειδητοποιείς τη δυσκολία μόνο όταν δώσεις περισσότερη σημασία στους στίχους οι οποίοι μπορεί να σου έρχονται αυθόρμητα στα χείλη από τις πολλαπλές ακροάσεις, αλλά για εξέτασε τους τυπωμένους στο χαρτί χωρίς μουσική.
Σε αυτό όλο το πλαίσιο αδυνατώ πάντως να εξηγήσω την παρατεταμένη δημιουργική στειρότητα του, ούτε στίχο ούτε νέα νότα εδώ και πολλάαα χρόνια (ένας πιο κακεντρεχής θα έλεγε ότι με αυτά που έβγαζε τη δεκαετία του '90, καλύτερα κιόλας, προστατεύει και την υστεροφημία του). Η οποία είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή αν σκεφτεί κανείς ότι όλο αυτό το διάστημα είναι δημοσίως δραστήριος, δεν έχει πάψει να μιλάει ή/και να κάνει συναυλίες και παρεμβάσεις, πολύ κλο-κλο, αλλά από αυγό τίποτε (μαθαίνω μάλιστα ότι επίκειται και μια κυκλοφορία λάιβ δίσκου χωρίς τίποτις καινούργιο και πάλι). Προσωπικά προτιμώ και αποδέχομαι περισσότερο έναν ζωντανό καλλιτέχνη ο οποίος επιμένει δημιουργικά από εκείνον που ανακυκλώνει το χθες (όσο ένδοξο και τιμημένο και επίκαιρο -που λεν και τα δελτία τύπου- και να είναι αυτό). Και ας καταφύγει μετά στο εμπορικό trend της εποχής, τη ζωντανή απόδοση ολόκληρων δίσκων, το κάνουν και πιο ενεργοί καλλιτεχνικά μουσικοί, είναι άλλωστε ένας τρόπος για να "τσιμπήσει" και λίγο το λάιβ, μία κάποια λύση βιοπορισμού, ας μην το κρύβουμε, σε μια εποχή που οι πωλήσεις δίσκων έχουν καταβαραθρωθεί.
Τούτη η δημιουργική εμμηνόπαυση φαντάζει ακόμη πιο δυσεξήγητη όταν τον βλέπεις στην σκηνή, να κινείται σαν το ψάρι στο νερό, να την γεμίζει με την πληθωρική του παρουσία και να φαίνεται κάθε τι άλλο παρά κουρασμένος και παραιτημένος. Ούτε και η πρόθεση του μοιάζει να είναι τo στήσιμο ενός ρετρολάγνου μνημόσυνου. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι εκείνη μιας γιορτής, γνήσιος γαρ διασκεδαστής στην παράδοση των παλαιών τροβαδούρων, να λέει ιστορίες με μια μοναδική θεατρική ικανότητα, τόσο επιμελώς προβαρισμένες (και χιλιοειπωμένες) ιστορίες σαν να του έρχονται εκείνη τη στιγμή στη μνήμη.
Επίσης για άλλη μία φορά αποδεικνύει στην πράξη ένα ακόμη μεγάλο του ταλέντο, εκείνο της ικανότητας επιλογής συνερ-γατών, πολλές φορές στο παρελθόν οι μουσικοί του έχουν αναλάβει έως και ρόλο συνδημιουργού. Έτσι και τώρα έχει στήσει ένα άψογα λειτουργικό σχήμα, μείγμα εμπειρίας και νεανικού ενθουσιασμού, με δύο σπουδαίους μουσικούς να κρατάνε την βάση, τον Δημήτρη Λάππα στην ηλεκτρική κιθάρα και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου, στιβαρό και σοβαρό ογκόλιθο στο μπάσο, έναν πιο εξωστρεφή (κάπως υπερβολικά για τα γούστα μου) Θέμο Σκανδάμη και δύο νεότερες γυναικείες παρουσίες, την Κατερίνα Πολέμη (θυμηθείτε το σάουντρακ της Μικράς Αγγλίας) και την Εύη Μάζη, η οποία τραγουδάει αέρινα, όπως της πρέπει δηλαδή, «μια αγάπη για το καλοκαίρι», νοσταλγώντας την Καίτη Χωματά, ένα κλείσιμο του ματιού στο νέο κύμα, έμπνευσης και προώθησης του Αλέκου Πατσιφά στην τότε Lyra (στην πρώτη μάλιστα έκδοση του "Φορτηγού" υπάρχουν και ...διαφημίσεις επάνω για "δίσκους ποιότητας" του Πουλόπουλου, της Αρλέτας και της Χωματά).
Η όλη σύνθεση αποδίδει κατά στιγμές θαυμάσια ενορχηστρωτική δουλειά, η ώρα κυλάει σαν νεράκι, ο κόσμος χαίρεται και χειροκροτά οικείες μελωδίες, μια σειρά έξι κορίτσια πίσω μας κουνιούνται όλα μαζί, κάποτε πήγαιναν δυο-δυο και ήταν 14 χρονών, σήμερα είναι κάπως μεγαλύτερα (πόσο κάνει 50+14;) αλλά με μια συγκινητική ζωντάνια. Τα πολύ αγαπημένα μου "Πουλιά της δυστυχίας" (ακόμη τα θυμάμαι σαν επιλογή ανάμεσα σε Βαμβακάρη και Καζαντζίδη σε ένα τζουκ-μποξ αγαπημένης φοιτητικής ταβέρνας στου Ζωγράφου) φευ, θα τα ακούσω από την φωνή του Σκανδάμη, επαρκώς καλή και σωστή είναι, αλλά..., αλλά τα τραγούδια του Σαββόπουλου δεν στέκονται εύκολα μακριά από τον δημιουργό τους (αναλογιστείτε πόσο συχνά -δεν- έχετε ακούσει διασκευές τους). Η επιλογή των τραγουδιών δεν περιορίζεται στενά σε εκείνα του Φορτηγού, είναι περισσότερο αφιερωμένη στην χρονική περίοδο πριν από τη χούντα, μαζί ακούγονται και τα αδημοσίευτα, τα λογοκριμένα (ναι καλέ, υπήρχε και λογοκρισία τότε που είχαμε "δημοκρατία") που ορισμένα θα δουν το φως της δημοσιότητας χρόνια αργότερα, Στη Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, η Παράγκα, η Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, μια πάντα λεπταίσθητη Θάλασσα Μικρή, η συναυλία κρατάει κάτι περισσότερο από 2 ώρες και σκεφτείτε, δεν καλύπτει παρά μόνο ένα μικρό ποσοστό της δημιουργίας του Σαββόπουλου.
Για μένα θα κλείσει με το τελευταίο κομμάτι του Φορτηγού, οι παληοί μας φίλοι (κρατώ την ορθογραφία του δίσκου) που για πάντα φύγαν, μια στιγμή σχεδόν μαγική, μια συγκίνηση λιτή και καθαρή, την πιάνεις (ή έτσι νομίζεις, δεν έχει και πολλή σημασία) και στο δικό του βλέμμα, όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ, Όμορφη.
Η βραδιά στην πραγματικότητα θα κλείσει με ένα αναπόφευκτο ανκόρ στο "Μη μιλάς άλλο για αγάπη", μετά στην έξοδο στριμωχνόμαστε νέοι, νεότεροι και νεότατοι κάθε ηλικίας, εκδρομείς του '60 και μεταγενεστέρων δεκαετιών, η ευειδής και μάλλον αδιάφορη νεαρά με την ακριβή μπότα, τα έξι κορίτσια, ο κύριος που εξηγεί μιλώντας δυνατά στην γυναίκα του "κατάλαβες τώρα γιατί είναι σπουδαίος". Υπάρχει ένας Σαββόπουλος εκεί έξω για τον καθένα μας. Ακόμη και για εκείνο τον πρώην-νυν (δεν ξέρω-δεν παρακολουθώ) βουλευτή, από εκείνους που ...ανέβασαν το επίπεδο της Βουλής σε βοθρικά τάρταρα, ο οποίος έλεγε αυτάρεσκα στον κύκλο του: "σαν να μην άλλαξε τίποτε τόσα χρόνια παιδιά"...