The Magnetic Fields
Κι αν ο μαγνητισμός έχει πια εξηγηθεί επιστημονικά, εξακολουθεί ωστόσο να έχει μια μυστηριακή μεταφυσική διάσταση. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί και με μια συναυλία... Του Άρη Καραμπεάζη
Ο ρόλος του κοινού σε μια συναυλία, όσο και αυτός της κερκίδας σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, είναι ένας καλά εδραιωμένος μύθος (μάλλον). Δηλαδή ας πούμε ότι ένα συγκρότημα δεν αποδίδει όταν έχει απέναντι του ένα ξενέρωτο κοινό, και εκ του αντιστρόφου το γήπεδο γέρνει από διαφορετική πλευρά από αυτήν που θα έγερνε κανονικά, όταν η κερκίδα σπρώχνει την ομάδα, έστω και αν η τελευταία υπακούει στο ‘δόγμα Σάντος’ περί σαρδελών. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο ΠΑΟΚ τώρα που μιλάμε θα είχε τουλάχιστον δέκα πρωταθλήματα. Και οι Gallon Drunk το 1996 δεν θα είχαν δώσει ένα από τα καλύτερα rock ‘n’ roll live που έχουμε δει στη ζωή μας (κρατήστε το σωτήριο έτος, θα μας χρειαστεί παρακάτω).
Καθότι όμως οι μύθοι υπάρχουν και για να επαληθεύονται κάθε τόσο, το είδαμε και αυτό την Τετάρτη το βράδυ στο Floyd (δηλαδή το παλιό ‘Πειραιώς Academy’). Σε κάτι ελάχιστα περισσότερο από μιάμιση ώρα, αποχωρήσαμε άπαντες με ένα ίσως και εκνευριστικό χαμόγελο στα χείλη, από μια συναυλία η οποία θα μνημονεύεται για χρόνια όχι για την απόδοση των πρωταγωνιστών αυτής (που βέβαια δεν είναι άμοιροι ευθυνών), αλλά για την απόδοση του κοινού τους. Πως έλεγε μια αρχαία καταχώρηση χορηγού συναυλίας στο Ποπ & Ροκ ‘o Chris De Burgh ξεκουράζεται, το κοινό του ποτέ’; Έ κάπως έτσι κι εδώ, το κοινό των Magnetic Fields αρνήθηκε να ξεκουραστεί, παρά τη δική τους αγρανάπαυση.
Το αθηναϊκό, και αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι το εν Ελλάδι εν γένει, κοινό των Magnetic Fields, που στωικά τους περίμενε για ένα τέταρτο του αιώνα, παρά έναν χρόνο, (αν θέσουμε ως αφετηρία/έτος μηδέν την κυκλοφορία του ‘69 Love Songs’ το έτος 1999, που μάλλον έτσι πρέπει), όχι απλώς έδωσε διαπιστευτήρια, αλλά στην κυριολεξία έπαιξε τα ρέστα του, και κέρδισε μία από τις σπουδαιότερες βραδιές της ζωής του.
Όχι τυχόν απλά μία βραδιά νοσταλγίας, αναπόλησης, κατ’ επίφαση μελαγχολικού εφησυχασμού και λοιπά. Μία πραγματικά σπουδαία βραδιά, που δεν αναιρείται ως τέτοια από το ότι πράγματι εμπεριέχει και τα τρία παραπάνω στοιχεία.
Και που δεν αυτοδιαψεύδεται επιπλέον, ακόμη και αν τυχόν υπήρξε στο συντριπτικό ποσοστό της μία βραδιά για μεσήλικες (τουλάχιστον) boomers, που εκπλήρωσαν ένα μεταπτυχιακό τους απωθημένο.
Έστω και αν το να βλέπει κανείς τους Magnetic Fields εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια μετά την κυκλοφορία του σπουδαιότερου (αλλά όχι και του καλύτερου) δίσκου τους, ισοδυναμεί π.χ. το να βλέπει τους Deep Purple το 1996 ας πούμε, δηλαδή τόσα περίπου χρόνια μετά την κυκλοφορία του ‘Machine Head’, και στα όρια του ‘Purpendicular’. Αυτό το έχουμε αποδεχτεί, όχι μόνον επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά και επειδή έχουμε από (πολύ) καιρό κατανοήσει το ότι δεν μπορούμε να ζούμε αιωνίως με τους αφορισμούς που ορθά είχαμε στήσει το 1996.
Όλα δε τα παραπάνω, και πριν πούμε λίγα πράγματα και για το τι έκαναν τέλος πάντων on stage και οι ίδιοι οι Magnetic Fields, αποκτούν μια κάπως έτι βαρύνουσα αξία, αν συνυπολογίσει κανείς το σε ποιο κοινό αναφερόμαστε. Στο indie κοινό. Που εδώ και χρόνια έχει περάσει από την περιοδική απραξία, στην ολική αδράνεια, και από την περιστασιακή και σκόρπια παρουσία, στην αφάνεια. Το ίδιο κοινό δηλαδή, που θεωρεί χρέος του να δίνει το παρών ανά δεκατόσα χρόνια στους Pulp και μόνο, δηλαδή στους δικούς του Deep Purple.
Καμία όμως από τις ιδιόμορφες συνθήκες της συναυλίας της Τετάρτης, δεν εμπόδισε την βραδιά από το να εξελιχθεί σε σπουδαία, και δεν θα την εμποδίσει από το να μνημονεύεται ως τέτοια στο μέλλον.
Πρώτη υποψήφια συνθήκη για κάτι τέτοιο, ο ‘ήχος τραντζιστοράκι’ στον οποίο όντως περιοριστήκαμε από την αρχή μέχρι το τέλος. Σχεδόν δεν ακούγονταν τίποτε για να πούμε την αλήθεια. Πως μπορεί τώρα να εξελιχθεί σε σπουδαία, μια συναυλία στην οποία σχεδόν δεν ακούγονταν τίποτε, μάλλον είναι άτοπο να προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε, σε όσους τυχόν δεν ήταν εκεί. Αλλά μπορεί, όντως.
Προσωπικά ας πούμε, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, και για να ξεπεράσω το ότι σχεδόν δεν ακούγονταν τίποτε, είχα πείσει τον εαυτό μου, ότι όλο αυτό το έχει στήσει ο Stephin Merritt κατ’ αυτό τον τρόπο, ακριβώς για να μας ‘υποχρεώσει’ να δώσουμε την πρέπουσα σημασία στα όποια επί σκηνής τεκταινόμενα (και κυρίως στα μη τεκταινόμενα, για να προχωρήσω ακόμη περισσότερο την βλακώδη θεωρία μου, βάζοντας και λίγες σιωπές του Miles Davis, που πάντα πιάνουν τόπο).
Και μάλιστα, υποχρεώνοντας μας σε κάτι τέτοιο χωρίς να μας επιτρέπει το παραμικρό χαζολόγημα, όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στους γύρω μας. Δηλαδή να μας υποχρεώσει στα αδύνατα, εδώ που τα λέμε, εκτός και αν σκοπός του ήταν να μας βάλει συνέχεια να λέμε σουτ και σουτ στους γύρω μας και να φύγουμε στο τέλος μαλωμένοι όλοι με όλους. Δεν το κατάφερε.
Η θεωρία μου κατέπεσε άμα τη προβολή της, τις αμέσως επόμενες ώρες, όταν διαδόθηκε εύλογα το ότι ο Merritt υποφέρει από εμβοές, που καθιστούν για αυτόν απαγορευτικό να παίζει σε δυνατές εντάσεις. Πολύ πεζή επεξήγηση, αν σκεφτεί κανείς και την κλινική της διάσταση. Προτιμώ να μείνω με την θεωρία μου, και με αυτή θα πορευτώ.
Εκτός του ότι όμως σχεδόν δεν τα ακούγαμε, όποτε τύχαινε να τα ακούσουμε, ήταν άμεσα αντιληπτό ότι δεν ακούμε όσα όλα θα πρέπει να ακούμε. Όσα τέλος πάντων γνωρίζουμε από τις ηχογραφήσεις των Magnetic Fields (που βέβαια αναρωτιέμαι πόσα άραγε χρόνια έχουμε να τις ακούσουμε;). Τέσσερα (τόσα δεν ήταν;) άτομα επί σκηνής δεν φέρνουν και την ενορχηστρωτική άνοιξη άλλωστε, και κατ’ αυτό τον τρόπο, κάθε επόμενο τραγούδι ακούγονταν σχεδόν λίγο, σαν κάτι να του έλειπε.
Αυτό όμως, με έναν παράδοξο, αλλά όχι μη αναμενόμενο τρόπο, δεν σήμαινε ότι κάθε επόμενο τραγούδι έφτανε στα αυτιά μας αδιάφορο, και μας άφηνε ασυγκίνητους. Το εντελώς αντίθετο συνέβη.
Ο Merritt πέραν του ότι είναι μία συνθετική -για τα δικά μας μέτρα- ιδιοφυΐα, είναι ένας απόλυτα ιδιοσυγκρασιακός ερμηνευτής των τραγουδιών του, που είναι αδύνατον να μην μιλήσει έστω και ξώφαλτσα στην ψυχή του κάθε μεμονωμένου ακροατή του, ακόμη και όταν σκοπός του είναι να μην το κάνει, όπως συνήθως δεν θέλει να το κάνει στα live του.
Είναι όμως – και παραμένει δηλαδή, όχι απλώς υπήρξε κάποτε- από τις περιπτώσεις, που ο καθένας αισθάνεται -και είναι- τυχερός που τον έχει μπροστά του και επί σκηνής, ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος. Πως είχαμε δει τον Brian Wilson πριν χρόνια σε ένα Primavera, και ενώ δεν είχε καμία διαφορά από το να έφερναν το κέρινο ομοίωμα του, τελικά μείναμε κάπως με το στόμα ανοιχτό; Ε κάπως έτσι, αλλά χωρίς το ομοίωμα του Merritt να είναι ακόμη κέρινο. Δεν θα αργήσει να γίνει βέβαια, εδώ που τα λέμε.
Θέλω να πιστεύω ότι ο κάθε ένας και η κάθε μία, άκουσε το βράδυ της Τετάρτης ένα από τα πολύ αγαπημένα του τραγούδια, για τα οποία πρωτίστως πήγε εκεί, και θα είχε στεναχωρηθεί αν δεν τα άκουγε.
Εγώ ας πούμε άκουσα, σε πελάγη ήπιας εσωτερικής ευτυχίας, το ‘Smoke & Mirrors’, τη στιγμή δηλαδή εκείνη που η συνθετική ευστοχία του Merritt συγκρούεται υπό την ομπρέλα όλων σχεδόν των σχημάτων που μας έχει κατά καιρούς εμφανίσει, και αφήνει πίσω της μία λυγμική ψυχρότητα, που μόνο οι σπάνιες pop στιγμές των Kraftwerk έχουν καταφέρει (δηλαδή οι στιγμές τους άνευ blackout).
Όλοι μαζί ακούσαμε το ‘All My Little Words’, αλλά – περιέργως πώς- κανείς δεν τόλμησε να ξεκινήσει ένα sing along με τους στίχους των Κόρε Ύδρο, να τον στείλουμε και τον Merritt και τη ευφυία του από εκεί που μας ήρθαν. Φλώροι!
Και κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Παλιές (αλλά όχι παλιο-) παρέες, φίλοι, έρωτες, χρόνια, ζαμάνια και όλα τα συστατικά ενός παρελθοντικού pop act, που όμως κάθε άλλο αδιάφορο είναι για παρόν του καθενός, συνυπήρξαν και πάλι (και όχι απλώς βρέθηκαν) για μία έστω ακόμη στιγμή, τα γύρω μπαρ γέμισαν από κόσμο, που ένιωσε αδήριτη την ανάγκη να παρατείνει έστω και στο ελάχιστο, τα χρονικά όρια μιας σπουδαίας συναυλίας, που τέλειωσε περισσότερο πρόωρα, από ότι μη ολοκληρωμένα.
Στο τέλος και της αμέσως επόμενης ώρας για τους περισσότερους, τα πάντα επέστρεψαν στο σημείο που βρίσκονταν πριν ακουστεί (όσο μπορούσε να ακουστεί) το πρώτο δίστιχο του ‘I Don’t Believe In The Sun’, κανείς δεν πήρε ecstasy με κανέναν (τουλάχιστον από τους όσους -πολλούς πάντως- μίλησα και είδα εγώ) και η pop μουσική επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά το ότι δεν είναι εδώ για να μας λύνει τα όποια προβλήματα μας. Το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε.
Γι’ αυτό άλλωστε και επιμένουμε στις αρετές του death metal. Τους Magnetic Fields άλλωστε είχα την αίσθηση όσο (δεν) τους ακούγαμε το βράδυ της Τετάρτης, ότι δεν τους έχουμε ακόμη γνωρίσει τόσο πραγματικά, ώστε να τους ερωτευτούμε τελικά (πράγμα που δεν ισχύει για τους Dying Fetus ας πούμε).
(Φωτογραφίες: Νίκος Γαλανός)