Στο Gagarin 205
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για τα τριανταρίσματα του 2014, του 2016 και του 2018. Του Άρη Καραμπεάζη
Ας τον πω κι εγώ τον καημό μου για να κλείσει ο κύκλος...
Θα πρέπει καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η φήμη που κυκλοφόρησε τον τελευταίο καιρό και θέλει τους 30 something να αποτελούν τους κυρίως ένοχους για την αποθέωση των Dream Syndicate δεν είναι απόλυτα ακριβής. Θεωρώ -από προσωπική εμπειρία- πώς η υπόθεση Dream Syndicate/Steve Wynn αφορά κατά βάση τους 40 something -σε έναν ανόητα εξαντλητικό διαχωρισμό ροκ γενεών- και πρέπει να χρεωθεί σε αυτούς. Έχω "διαμαρτυρηθεί" στο παρελθόν αρκετά για τον τρόπο που "φορτώθηκε" σε εμάς, τον καιρό που ξεκινήσαμε να τριγυρνάμε στα δισκοπωλεία στις αρχές των 90s και να αποκτούμε πιο ιδιαίτερη σχέση με τους ιδιοκτήτες και τους θαμώνες αυτών. Έφτανες στο ταμείο με κάποιο δίσκο ανά χείρας (συνήθως της τρέχουσας alternative/grunge επικαιρότητας ή κανένα post punk ως μυστικό σημείο αναφοράς) και σε περίμενε κάτι σαν προανάκριση σε σχέση με τους Dream Syndicate, το Days Of Wine And Roses και τις τότε τρέχουσες ασχολίες του Steve Wynn. Σε ένα χρόνο μέσα κατέληγες να έχεις τα άπαντα της δισκογραφίας τους, χωρίς να το έχεις καταλάβει καλά καλά...
Στην πορεία παρακολουθήσαμε και εμείς τον τελευταίο σε ζωντανές εμφανίσεις ων ουκ έστι αριθμός και αν με ρωτήσεις θα κρατήσω κύρια (ίσως και μόνο) αυτή από την περιοδεία με τους Come (την Thalia Zedeκ και τον Chris Brokaw δηλαδή), για το Melting In The Dark (ζενίθ της προσωπικής του δισκογραφίας, όπου για μια στιγμή επανασυνδέεται με την έννοια του "επίκαιρου ρετρό", που πρόωρα είχε τελειοποιήσει με τους Dream Syndicate), και όπου υπήρχε επί σκηνής μία τουλάχιστον "ανήσυχη" ροκ μπάντα, για να συνοδεύσει ιδανικά, αλλά όχι υποταχτικά, το κατά τα άλλα ορθόδοξο ροκ πνεύμα του Ηγέτη. ΟΚ, και κάποιες στιγμές από ένα-δυο live ακόμη, αλλά στους Gutterbal θυμάμαι ότι είχα βαρεθεί σφόδρα σε κάποια φάση (και σε κάποια φάση άρχισα να τα μπερδεύω σχετικά με το ποιον Steve Wynn και με ποιο συγκρότημα έχουμε δει αυτή τη φορά...), όπου σε γενικές γραμμές το θέμα ήταν πόσο και πότε θα σολάρει ο καθένας εκ των εμπλεκομένων.
Τα χρόνια όμως πέρασαν... τα 35 από τα 40 και τα 45 δεν έχουν την τεράστια διαφορά που έχουν τα 20 από τα 30 και τα 35 αντίστοιχα και ως ένα σώμα και μία ψυχή μια απροσδιόριστη και πολυάριθμη ομάδα βετεράνων με διαφορετικά μεταξύ μας παράσημα και ένσημα στο χώρο, δώσαμε βροντερό παρών το Σάββατο το βράδυ στο Gagarin, για να αποδώσουμε στους Dream Syndicate τις τιμές, που αποδείχτηκε τους αξίζουν και με το πολύ παραπάνω. Η αλήθεια είναι πάντως ότι μάλλον είχαμε ξεχάσει το τι μπορεί να μας περιμένει στα "γερά" live του Steve. Μια ματιά στα όσα γράφει εδώ ο Θανάσης Παπαδόπουλος (live.asp?id=7324) από το μακρινό 2001 θα μπορούσε να μας πείσει και πάλι.
Ο χρόνος φέρθηκε καλά στα τραγούδια του Days Of Wine And Roses (που ήταν και το κυρίως θέμα αυτών των εμφανίσεων), κύρια εξαιτίας της εξαιρετικής, ατόφια rock 'n' roll ποιότητας τους και του σχεδόν ύπουλου τρόπου με τον οποίο συνδιαλέγονται με όλες τις εκφάνσεις του ροκ μέχρι τη στιγμή της γέννησης τους, τριάντα ένα χρόνια πριν. Η προφανής απορία μου όταν τα πρωτάκουσα με σημαντική καθυστέρηση γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '90 (μας τα έπαιζαν και στο νηπιαγωγείο βέβαια, αλλά διατήρησα επιλεκτική μνήμη υπέρ του "Πάρτυ Των Στρουμφ") είναι το αν είχε ενημερώσει κανείς εκείνους τους τύπους για την άφιξη του punk και πολύ περισσότερο την αποχώρηση του και την αντικατάσταση του από το post punk, το βαρύ μετρονομικό μπάσο, την τευτονική ατμόσφαιρα, την γοτθική παράνοια και ότι τέλος πάντων έχει στο μυαλό του ο καθένας για τον αυτόχθονα ήχο των 80s. Το μήνυμα του punk όντως περιέχεται σε κάθε τραγούδι του άλμπουμ, έστω και συνειδητά αποκωδικοποιημένο, αλλά αυτό απαιτεί ακροατές χωρίς οπαδικές εμμονές, προκειμένου να το διακρίνει κανείς. Ο "πειραματισμός" και ο "θόρυβος" που στιγματίζονται θετικά από τον Δημήτρη Κάζη ως μεταξύ άλλων αιτίες για το ότι οι DS δεν πέρασαν ποτέ στην "απέναντι πλευρά" της ροκ ιστορίας, υπάρχουν μεν, αλλά όχι σε ποσότητες ικανές να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του διψασμένου νεανικού ακροατηρίου, που θέλει απλώς να ξεχωρίσει στα ακούσματα του, με κάθε θυσία.
Ακούγοντας Dream Syndicate το 1995, κάθε άλλο παρά ξεχώριζες. Δεν ξέρω ποιοι άκουγαν τους DS στον πρώτο χρόνο δράσης τους, αλλά δεν θα εκπλαγώ αν και πάλι είχαν κύρια να κάνουν με 35άρηδες και 40άρηδες. Χωρίς να το βρίσκω απαραίτητα κακό, αδυνατώ -ακόμη και σήμερα που το έχω παραδεχτεί και αφομοιώσει απόλυτα- να εκλάβω το rock 'n' roll τους, ως κάτι το φύσει νεανικό, παρότι δεν του λείπουν ούτε τα ξεσπάσματα, ούτε η ενέργεια. Η γνώση τους πάνω στη ροκ ιστορία, τα προσεχτικά φιλτραρίσματα αυτής και το τελικό αν μη τι άλλο αψεγάδιαστο αποτέλεσμα, έχουν ως τελική συνέπεια μία πρόωρη ωριμότητα, την οποία - ακόμη και στους R.E.M.- δεν θα τη συναντήσουμε καν στους 3-4 πρώτους δίσκους. Το Days Of Wine And Roses θα είναι για πάντα ο καλύτερος δίσκος του Steve Wynn με ολότελα διαφορετικό τρόπο από ότι το ντεμπούτο των Smiths για εκείνους (αν υποτεθεί ότι είναι).
Το συμπέρασμα από το βράδυ του Σαββάτου (αλλά και από ό,τι προηγήθηκε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη από ό,τι μάθαμε) είναι το εξής ένα: ο Steve Wynn ή οι Dream Syndicate ολάκεροι πρέπει επειγόντως να αντικαταστήσουν τον manager τους. Δεν ξέρω τι έχει μείνει από την αίγλη του παρελθόντος τους προς τα έξω, αλλά τώρα που όλα ξαναγυρνάνε και όλα ξαναπουλιούνται -έστω και αν ποτέ δεν πουλήθηκαν στο παρελθόν- αυτό εδώ το reunion θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή των μουσικών γεγονότων του 2013 με πολλούς και διάφορους τρόπους. Οι Dream Syndicate θα έπρεπε να παίζουν στις μεγάλες σκηνές, των μεγαλύτερων φεστιβάλ Ευρώπης και Αμερικής και ας μην τους ξέρει το κοινό τους. Κάθε έξυπνος promoter αρκούσε να τους δει για 15' λεπτά, για να καταλάβει ότι ως δια μαγείας θα μαζέψουν τον κόσμο γύρω τους και ας μην πρόκειται για όνομα κράχτη. Το Primavera Sound εκτός όλων των άλλων θα έπρεπε να τους δώσει και τιμητική πλακέτα. Στο Coachella, η μισή αμερικάνικη σκηνή του σήμερα, θα έπρεπε να περιμένει υπομονετικά στη σειρά για να λάβει την ευλογία τους.
Τα πάντα έγιναν στο μάξιμουμ και με μία αίσθηση του ότι μπορεί να μην υπάρξει κανένα αύριο και συνεπώς τα πάντα πρέπει να γίνουν έτσι τσίτωνε την ατμόσφαιρα και τις αντιδράσεις μας ακόμη περισσότερο. Μέσα σε μιάμιση ώρα η μπάντα "καθάρισε" με το Days Of Wine And Roses και αν τυχόν κάποιος ηχογραφούσε μέσα από την κονσόλα, θα είχε στα χέρια του τον ίδιο συναρπαστικό δίσκο με αυτόν του 1982. Έστω και χωρίς την Kendra Smith, έστω και χωρίς τον Karl Precoda έστω και χωρίς πολλές από τις συνισταμένες για τις οποίες ορθά έγραψαν οι Κάζης πρόσφατα και Αργυρίου παλιότερα. Το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι "διολίσθησε" τη συναυλία σε συνθήκες πανκομεταλλικού ξεσπάσματος (το ίδιο θα γίνονταν αργότερα και στο Boston) και οι αρθρώσεις όλων των από κάτω (ασχέτως 30, 35, 40 και 45) απέδειξαν ότι πολύ καλά κρατούν. Οι ώρες ήταν πολλές, τα τραγούδια από κάποια φάση και μετά έρχονταν καταιγιστικά και υπήρχε η αίσθηση ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν όλο το βράδυ παίζοντας όλη τη δισκογραφία τους, χωρίς ίχνος κορεσμού και κούρασης από κανέναν στο χώρο. Lost Tapes, b-sides.... Ξεχασμένα τραγούδια, χωρούσαν τα πάντα και όλοι ήθελαν να ακούσουν τα πάντα (ΟΚ, εγώ δεν ήθελα να ακούσω Doors... ομολογώ).
Άπαντες επί σκηνής ήταν Dream Syndicate με τη βούλα και ας απουσίαζαν κάποιοι άλλοι με ακόμη πιο γερή βούλα. Ο μόνος που δεν ήταν, μπορεί και να ήταν ο καλύτερος όλων. Ο κιθαρίστας Jason Victor (που παίζει με τον Steve Wynn από το 2011, οπότε για να το λέμε σωστά καλωσόρισε τους άλλους δύο στο σχήμα) μας πήρε, μας σήκωσε, αλλά ποτέ δεν μας παράτησε κάπου ψηλά για να επιδοθεί σε ανούσιες - μπλουζίστικες ή μη- φλυαρίες. Σωστός, ακέραιος και κάθε άλλο παρά παρακολουθηματικός του Wynn, και αυτό όχι επειδή ήταν εκείνος που κρατούσε την lead κιθάρα, αλλά επειδή έδειξε να ξέρει τις ακριβώς πρέπει να κάνει ένας lead κιθαρίστας για να σε κάνει να λατρέψεις τις κιθάρες από την αρχή. Τον Denis Duck αρκετοί συγκινήθηκαν και μόνο που τον είδαν να παίρνει θέση πίσω από τα drums, πόσο μάλλον όταν σε όλη τη διάρκεια τον έβλεπαν και τον άκουγαν να δίνει την ρυθμική του βάση όντας cool και ανεπηρέαστος από οτιδήποτε συνέβαινε στο χώρο. Παρέα με τον Mark Walton, τον καινοτόμο μπασίστα της τελευταίας σύνθεσης της μπάντας πριν την τωρινή, δεν άφησαν καμία αμφιβολία περί του αν αυτό το reunion περιλαμβάνει τους επαρκώς απαραίτητους ανθρώπους.
Τυπική περίπτωση συναυλίας από αυτές που δικαιώνουν τον Ξαγά, που αναρωτιέται γιατί πρέπει να μιλάμε και να γράφουμε για κάτι που έχει τελειώσει και δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ, για αυτό και το ρίχνουμε και πάλι στις γενικές κρίσεις, σοφίες και σκέψεις "μεγάλων" αντρών. Ο Δημήτρης Κάζης με μήνυμα λίγο πριν την έναρξη της συναυλίας μας είχε προειδοποιήσει ότι θα δούμε live για οποίο θα ισχυριζόμαστε δέκα χρόνια μετά ότι θα είναι στα πέντε καλύτερα που έχουμε ήδη δει ποτέ. Και είχε δίκιο. Ο μύθος έχει ήδη αρχίσει να καλλιεργείται μέσα μας....