Δυο νύχτες με τους Current 93 και τους Charms
Άλλες εποχές, άλλο κοινό, άλλη μουσική, άλλη αισθητική. Ωστόσο, μια παράλληλη παρουσίαση. Του Αντώνη Ξαγά
Τα τραγούδια αυτά ήταν πάντα εκεί. Στην ασφαλή μήτρα του κόσμου που μας υποδέχθηκε κάποτε. Έρχονταν από παλιά, όχι τόσο ‘πολύ παλιά’ αντικειμενικά, για κάποιον ωστόσο που γεννήθηκε στα 70s και μεγάλωνε στα 80s, τα 60s μπορεί να ήταν ‘μόλις’ μια δεκαετία πίσω, ωστόσο τέτοιες προσθαφαιρέσεις χρόνου ενέχουν μεγάλη σχετικότητα, κι έτσι αυτό το ‘μόλις’ ενώ έχει κάποιο νόημα με τα σημερινά σταθμά του χρόνου, τότε το χάσμα του χρόνου φαινόταν απύθμενο κι αγεφύρωτο. Κάθε σύστημα αναφοράς κι ο δικός του χρόνος, έτσι δεν το ‘πε (περίπου δηλαδή) ο θείος Αλβέρτος;
Τραγούδια που έρχονταν από εκείνη την ‘προγενέθλια άβυσσο’, όπως την είχε ονομάσει ο Ναμπόκοφ (δύο φοβερές λέξεις από τις χιλάδες αδιάφορες που έγραψε) στην πρώτη συγκλονιστική παράγραφο από το «Μίλησε μνήμη», όπου αναφέρεται στην ύπαρξη ως ένα «αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους» αναφερόμενος στην περίπτωση ενός νεαρού χρονοφοβικού και στον πανικό που τον έπιανε όταν έβλεπε φωτογραφίες και οικογενειακές ταινίες γυρισμένες και τραβηγμένες πριν από τη γέννησή του, όπου «εκείνος δεν υπήρχε πουθενά, και κανένας δεν πενθούσε την απουσία του».
Ήταν ωστόσο τραγούδια οικεία, που παίζονταν στα ραδιόφωνα, έπαιζαν και στα σχολικά πάρτυ, τα έβλεπες στις ελληνικές ταινίες, που έμοιαζαν να παραπέμπουν όμως σε έναν εντελώς άλλο κόσμο, έναν κόσμο ασπρόμαυρο, που ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν «έξω από τον κόσμο», όπως έλεγε εκείνο το τραγουδάκι, διασκευή σε Del Shannon, των Charms, που το/τους βλέπουμε στον «Γαμπρό μου τον προικοθήρα».
Το παρελθόν είναι μια τέτοια άλλη ξένη χώρα. Ένας ού-τόπος. Ένα «Niemandswasser» που λένε και οι Current 93 μεταγράφοντας παιγνιωδώς την «No man's land» στα γερμανικά, αντικαθιστώντας την γη με το ρευστό στοιχείο, το νερό. Ερμηνεύοντας το τραγούδι αυτό, ένας ξυπόλυτος όπως πάντα David Tibet περιφέρεται στο παρκέ του Ωδείου Αθηνών, φεύγει από τα μικρόφωνα, ουρλιάζει βραχνά και σαρδόνια και απειλητικά, we're all dust, με την απελπισία του ζώου που είναι παγιδευμένο στο δόκανο της θνητότητας (για να το θέσουμε και νατουραλιστικά ή ανιμιστικά, τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης έχουν κυρίαρχο ρόλο στην στιχουργική του). Με το κλασικό λευκό κουστούμι ρακοσυλλέκτη του μοιάζει και λίγο με εκείνους τους γραφικούς που τα παλιά τα χρόνια (πριν εφευρεθούν τα κοινωνικά μύδια) θα ανέβαιναν σε ένα καφάσι για να κηρύξουν το μήνυμα τους «ω άνθρωποι άνθρωποι…». Ή με γελωτοποιό μεσαιωνικού βασιλιά που έχει το ελεύθερο να λέει δυσάρεστες αλήθειες χωρίς να φοβάται για την θέση του κεφαλιού του. Ή σαν αρχιερέας που απευθύνεται στο εκκλησίασμα, σαν κήρυκας των πρώτων ημερών του Χριστιανισμού, τότε που ακόμη δεν υπήρχαν επίσημα και μη ευαγγέλια και ‘αιρετικά’ κείμενα, πριν έρθουν οι εξουσίες να τα διαχωρίσουν σε ορθά και μη-ορθά, γνωστικά και μη, θεϊκά και σατανικά. Ή σαν ένας ακόμη (ψευδο)προφήτης που προσπαθεί να εγείρει τα πλήθη και να προειδοποιήσει για την επερχόμενη καταστροφή, όχι κάποια χιλιαστική «καταστροφή του κόσμου ή του σύμπαντος, αλλά την προσωπική και αναπόφευκτη. Το κομμάτι καταλήγει σε αγέρα που λυσσομανά. Σαν τον πανδαμάτορα χρόνο, είναι εύκολη, σχεδόν τετριμμένη η ποιητική μεταφορά.
Με έναν τέτοιο αγέρα ξεκινά και το «Κορίτσι του βοριά» των Charms, ταιριάζει και για μια τολμηρή αλλαγή ενός DJ. Οι Charms μοιάζει να έρχονται από μια εποχή μακρινή, η οποία σαν να… επινόησε την νοσταλγία (όχι, αυτή την διέγνωσε ως νόσο και την επινόησε ως λέξη ένας Ελβετός γιατρός του τέλη του 17ου αιώνα). Πριν αυτή γίνει τάση και «retromania». Μια ιδιότυπη νοσταλγία in situ, εν τω γεννάσθαι. Μια νοσταλγία του παρόντος, αυτού που διαρκώς σου ξεφεύγει, που μοιάζει αυτονόητη ρουτίνα όσο εσύ είσαι απασχολημένος να κυνηγάς την ουρά σου στο rat race της καθημερινότητας. Ζεις ότι θα νοσταλγήσεις, οπότε ζήσε το, θα μπορούσε να είναι ένα μετά-μπουσκάλειο απόφθεγμα (μακριά από το χυδαιοποιημένο σήμερα carpe diem). Πόσα κομμάτια των Charms (και άλλων σχημάτων της εποχής) δεν ενέχουν τη νοσταλγία στον πυρήνα τους, πόσα κομμάτια τους δεν αναφέρονται συνήθως σε κάποιο περασμένο καλοκαίρι, στο κρύο που ήρθε πάλι, με προβολές στο απώτατο μέλλον, «η ζωή θα περάσει, θα θυμάται το χθες»; Έτσι δεν φαντάζει πολύ παράξενο ότι όλη αυτή την σκηνή την σάρωσε ο άνεμος του χρόνου με τέτοια σφοδρότητα, ώστε ήδη, ‘μόλις’, το …1976 κυκλοφόρησε από την Pan-Vox η πρώτη (για να ακαλουθήσουν αναρίθμητες) συλλογή με τον τίτλο «Oldies But Goodies». Έτσι ήταν όμως οι εποχές, η ιστορία είχε πατήσει το γκάζι, τα γεγονότα έτρεχαν, τα δεδομένα άλλαζαν, το μοντέρνο του 1966 ήταν όχι απλά «εκτός μόδας» το 1976, αλλά… ρετρό. Μια ανάμνηση της «χρυσής εποχής» και της καλοζωισμένης «χρυσής νεολαίας» της με μόνες σκοτούρες που την σκίαζαν να είναι το κορίτσι που έφυγε. Και πριν ξεστομίσει κανείς καλοθελητής «καταραμένη μεταπολίτευση», αξίζει να σημειώσουμε ότι τούτο το νοσταλγικό (και σαφώς και εμπορευματικής στόχευσης) πακετάρισμα της δεκαετίας του ’60 δεν είναι κάποιο αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο (κι επίσης είχε ήδη ξεκινήσει και νωρίτερα). Μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα, όπου τα g της επιτάχυνσης να έχουν γίνει τόσο ακραία, που πλέον τίποτε -ή τα πάντα- να είναι δυνητικά ρετρό, όσο κι αν τούτο φαντάζει οξύμωρο.
Σε ανάλογους δρόμους πήγαινε η σκέψη κι όταν έβλεπα φωτογραφίες παλιών και –πιθανότατα- πεθαμένων ανθρώπων να εμφανίζονται στις εξαιρετικές προβολές που συνόδευαν τα τραγούδια των C93, που συντόνιζε και προφανώς είχε δημιουργήσει ο Giulio Di Mauro. Σκέψεις για φωτογραφίες χωρίς φορείς και αναμνήσεις, για ‘Kodak ghosts’ και για το πώς η σημερινή ανελέητη αποτύπωση της κάθε στιγμής προετοιμάζει έναν μελλοντικό κόσμο υπαρκτής hauntology και ψηφιακής υπερμνησίας (που ως αποτέλεσμα δεν διαφέρει πολύ από την αμνησία).
Μολαταύτα, τους Current 93, παρότι ανήκουν πλέον και απευθύνονται στο μεσόκοπο ηλικιακό κοινό (εμφανές και το βράδυ εκείνο), δεν μπορείς να τους χαρακτηρίσεις ‘nostalgia act’. Όχι ότι είναι απρόσβλητοι από αυτή. Τουναντίον. Ωστόσο η νοσταλγία τους είναι εντελώς άλλου τύπου, εξίσου ‘απολιτική’ (ή να πούμε ‘μεταπολιτική’ εδώ;), παγανιστική, προ-νεωτερική, προ-ρομαντική ακόμη, και πλέον προ-βιομηχανική, κι ας ξεπήδησαν ουσιαστικά από την παλιγγενεσία των βιομηχανικών-φουτουριστικών εφιαλτικών οραμάτων των αρχών του 20ου αιώνα η οποία ξεκίνησε με τους Throbbing Gristle και όλο το λοιπό κακό συναπάντημα του ‘England’s Hidden Reverse’ (ξέρουτε τώρα, Nurse with Wound, Death in June κοκ). Ένα ολόκληρο αλλόκοτο σύμπαν, με πολλές διακλαδώσεις και εκφάνσεις και τυπολογικές κατασκευές (σαν αυτή π.χ. του neofolk), που παρά τις επιμέρους διαφορές, ίσως θα έπρεπε να το αντιμετωπίζουμε ως μια αισθητική ενότητα που γοητεύτηκε από το σκότος, φλέρταρε με την άβυσσο, αναμετρήθηκε μαζί του, βυθίστηκε μέσα της. Μόνο που όπως είχε γράψει ο Νίτσε «αν κοιτάξεις πολλήν ώρα την άβυσσο, κοιτάει κι η άβυσσος μέσα σου», η έλξη αυτή έφερε τον χώρο κοντά σε έναν against the modern world ‘αντιδραστικό μοντερνισμό’ (όπως τον έχει θέσει και αναλύσει ο Jeffrey Herf στο ομώνυμο βιβλίο) φτάνοντας κατά περίπτωση και σε έναν μυστικιστικό ‘απολιτικό’ (κατά τις διδαχές του Julius Evola) ναζισμό των 'δασών' (για περισσότερα επί του θέματος παραπέμπω στο σπουδαίο άρθρο του Anton Shekhovtsov με τον τίτλο «Apoliteic music: Neo-Folk, Martial Industrial and ‘metapolitical’ fascism»). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πάντως, οι C93 -o Tibet βασικά- με τα χρόνια χάραξε μια πορεία μάλλον αποστασιοποίησης που τον έφερε στα χωράφια πλέον μιας… μεταχριστιανικής κοσμαντίληψης (πάντοτε μυστικιστικής και κρυπτικής βέβαια), προϊόν του απολύτως προσωπικού του συγκρητισμού που –να σημειωθεί εμφατικά- πόρρω απέχει από τον χίψτερ new age πολτό στον οποίο ξεπέφτουν συχνά τέτοια κορφολογήματα.
Από την τελευταία φορά των C93 στα μέρη μας έχουν περάσει ‘μόλις’ 13 χρόνια (τότε στο Gagarin), άλλα ‘μόλις’ 18 από εκείνη στο ‘Δημήτρης Χορν’. Πολλά άλλαξαν έκτοτε, αλλά και τίποτε κατά μία άλλη οπτική. Νομίζω κανένας από όσους και όσες και όσα (γεια σου Baby Dee) ήταν επί σκηνής τότε δεν είναι και σήμερα. Έτσι όμως ήταν ανέκαθεν οι C93, μια ρευστή κατ’ επιλογή ‘οικογένεια’ (όπως την λέει και ο ίδιος), σε διαρκή μεταβολή, ένα πραγματικό φυτώριο νέων ταλέντων (γεια σου πρώην Anthony νυν Anohni) και πεδίο έκφρασης φτασμένων και σπουδαίων μουσικών που δέχονται να υποταχθούν στο μουσικό όραμα του Tibet (π.χ. σήμερα είναι εδώ ο επί μακρόν πια συνεργάτης του Andrew Liles, που όποια ηλεκτρονικοπειραματική πέτρα κι αν σηκώσεις από κάτω θα τον βρεις, όπως είχε γράψει κάποτε ο Άρης Καραμπεάζης).
Τους Charms από την άλλη, τελευταία φορά που τους είδα ήταν επί… επίπεδης οθόνης, νομίζω στην πολλοστή επανάληψη του «Δασκαλάκου που ήταν λεβεντιά». Σήμερα εδώ στο Tiki είναι η εναπομείνασα αυθεντική μορφή του σχήματος, προσπαθείς ασυναίσθητα να τους ταυτίσεις (και συγκρίνεις) με τις παλιές εικόνες (αχ ο χρόνος), τους αναγνωρίζεις πάντως ακόμη κι από τον τρόπο που κρατούν και χειρίζονται τα όργανα, τον Γιώργο Στρατή, την ήρεμη δύναμη στα τύμπανα με το λογότυπο The Charms, τον Κώστα Νικολόπουλο στις μερακλίδικες πενιές της ηλεκτρικής κιθάρας και φυσικά τον Τέρη Ιερεμία στη φωνή και στο αρμόνιο.
Παίζουν –δεν θα μπορούσε να λείπει- την «Γλυκιά αγαπημένη». Κάπου στη μνήμη μου έρχεται μια φανταστική εικόνα του Σταύρου, του τότε -και τώρα- δισκοπώλη μου στην Τρίπολη να χαμογελά συγκαταβατικά, γράφοντας μου κατά παραγελλία σε κασέτα το κομμάτι αυτό δίπλα σε… Steely Dan, Toto και King Crimson και άλλες πρώιμες αναζητήσεις μου. Σε σινγκλάκι είχε βγει, το κομμάτι δεν υπάρχει σε κάποιο από τα τρία άλμπουμ που κυκλοφορόρησε το συγκρότημα (όπου και τα δυο πρώτα μάλιστα να έχουν ως τίτλο το όνομά τους, με απλά ένα ‘The’ να τα ξεχωρίζει), μαζί με το b-side του, το «Χειμώνα Καλοκαίρι» ακόμη το θεωρώ ένα από τα ωραιότερα ελληνόφωνα της εποχής εκείνης. Το παίζουν και αυτό, λείπει όμως δραματικά το χαρακτηριστικό σαξόφωνο, χωρίς αυτό τα τραγούδια ακούγονται λειψά, δεν χάνουν όμως σε συγκινησιακή δύναμη. «Η γλυκιά αγαπημένη απόψε προσμένει στο γνώριμο στενό». Δεν μάθαμε ποτέ το όνομά της, ξέρουμε όμως ότι τελικά συναντήθηκαν, κι ότι «μεσ' τα νιάτα στη φύση, η αγάπη θα ζήσει». Από την άλλη, στο τραγούδι των Current 93, μια Mary περιμένει κάπου, όχι πια σε στενό, μπορεί σε μια φαντασία, ή σε έναν εφιάλτη του δημιουργού. Και μέσα στη σιωπή. Και πιθανότατα ματαίως. I shall return no more, λέει ο στίχος στο «Mary waits in silence».
Την άλλη μέρα δυσκολεύομαι να απαντήσω στην ερώτηση, πως ήταν οι Current 93 επί σκηνής; Ο Tibet; Καλός; Μεγάλωσε κι αυτός ε; Απαντώ… ήταν οι Current 93. Αυτοί που είναι. Αυτός που είναι. Ταυτολογία εύκολη ωστόσο φρονώ ουσιαστική, αναδεικνύει και την επαναληπτική εμμονή με την οποία καταπιάνεται με τα θέματα που τον κάνουν να φλέγεται (σκέφτομαι χαριτολογικά ότι ένα… Tibet generator τεχνητής νοημοσύνης θα ξεκινούσε από μια βάση λέξεων που θα περιείχε απαραίτητα death, dust, light, birds, silence, wood, darks, death, dead, die και ξανά death). Και ναι μεγάλωσε κι αυτός, ωστόσο η επί σκηνής ενέργεια του μοιάζει ανεξάντλητη, το χάρισμα του performer αλώβητο, σε μια εμφάνιση σίγουρα μελετημένη και τροχισμένη από τον χρόνο (να πούμε κι ‘επαγγελματική’ ή αυτό το λέμε μόνο για τον Cave;), ωστόσο ο τρόπος που δείχνει να βιώνει τα τραγούδια με κάθε κύτταρο, κάθε… μιτοχόνδριο του σώματος του, που τα ερμηνεύει σύγκορμα, ολόσωμα, σε ελεγειακή παραισθησία, σε παρασέρνει και σε καθηλώνει… Ένας φίλος βγαίνει μετά τη συναυλία με μάτια βουρκωμένα. Ποτέ δεν ξέρεις πως και που θα σε πετύχει ο Tibet, ποιο νεύρο θα πατήσει.
Κι όπως πάντα συνεπικουρείται από ένα αξιοθαύμαστα δεμένο εκτελεστικά σύνολο μουσικών, θα ξεχωρίσουμε για ιδιαίτερη μνεία την Aloma Ruiz Boada στο βιολί και τον Michael York στα κάθε λογής πνευστά, από την φλογέρα μέχρι την γκάιντα, εν τέλει χωρίς αυτά τα δύο όργανα δεν υπάρχει ο ήχος των C93, αυτά είναι οι βασικοί φορείς της δικής τους νοσταλγίας.
Και από επιλογές τραγουδιών, δόξα τω Θεώ (έναν κάποιο δικό του Θεό) η αχανής δισκογραφία προσφέρει εύρος απροσμέτρητο. Τούτη δε τη φορά δεν πρέπει να άφησαν πολλές παραπονεμένες, όπως είχε γίνει την τελευταία όπου είχε περιοριστεί κυρίως σε επιλογές του αιώνα αυτού. Ξεκινώντας με τον νεκρό Μαλντορόρ που πρωτοχρονολογείται το 1984, πήγαν μέχρι το «Ιmperium» του 1987, τίμησαν δεόντως το magnum opus τους «Thunder perfect mind», έφτασαν μέχρι το αξιόλογο τελευταίο «If A City Is Set Upon A Hill». Έχει πάντοτε ενδιαφέρον όταν ένας καλλιτέχνης με μακρά πορεία κοιτάζει προς τα πίσω κι επιλέγει. Ή δεν επιλέγει…
Οι Charms; Αυτοί κι αν μεγάλωσαν. Το λέει ωστόσο η περδικούλα τους. Με την απαραίτηση ενίσχυση με νεανικό αίμα, η Νικολέτα -όπως μας συστήθηκε-, διευρύνουν ακομπλεξάριστα και εντελώς απενοχοποιημένα το ρεπερτόριό τους, παίζουν και «Satisfaction» (παραδόξως όχι «It’s my life που το είχαν διασκευάσει τότε, από τις λίγες που είχαν κάνει, κι ας τους πιστωθεί αυτό κόντρα στον συρμό της εποχής) και Πασχάλη και Τζορντανέλι, και φυσικά τον δικό τους συγχωρεμένο Μάικ Ροζάκη («Μια μέρα θα 'ρθεις»), λένε κι ένα ιταλικό ως φόρο τιμής στην τεράστια επιρροή που άσκησε η γείτονα στην ελληνική μουσική. Πάντα κάτι λείπει βέβαια, ούτε τον «Διωγμό» παίζουν (ίσως και λόγω του μελοδραματικού του θέματος), αλλά κι ούτε το πιο ύστερο «Θα μείνουμε πάντα παιδιά» που είχε γίνει μεγάλο σουξέ (δεν παραπονιέμαι, άλλωστε δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτή η περίοδος του συγκροτήματος). Σκέφτομαι ότι οι επίγονοι τους στο ελληνικό μοντέρνο τραγούδι (τότε ακόμη δεν υπήρχε ο λεκτικός διαχωρισμός ανάμεσα στο ποπ και στο ροκ), που ανακάλυψαν την μουσική με αρχή το πανκ και το 1977, δεν αναφέρονται φυσικά στους Charms ή στους Idols ή στους Olympians και στα άλλα ρυθμικά (έτσι αποκαλούνταν τότε) συγκροτήματα. Αποτελούν όμως de facto την προϊστορία. Κι αν το συνδετικό νήμα δεν είναι είναι παρά μόνο έμμεσο και διαμεσολαβημένο, ακούγοντας τα “The count game” και «I’m coming back (to stay)», τα πρώιμα αγγλόφωνα τους που άνετα θα έβρισκαν θέση, όχι πια σε μια συλλογή «Oldies but Goodies» αλλά μια αλά «Back from the grave» («το καλύτερο δείγμα γραφής των Charms στα σίξιτις» σημειώνει ο Φώντας Τρούσας στο ήδη δικαίως ευπώλητο «Ραντεβού στο Κύτταρο»), καταλαβαίνεις πως φτάνεις π.χ. μέχρι τους Last Drive (που ετοιμάζονται κι αυτοί για το δικό τους κλείσιμο λογαριασμών με το παρελθόν, του χρόνου τον Μάρτη). Στο τέλος χαιρετώντας κι ευχαριστώντας τον κύριο Ιερεμία δια χειραψίας, του λέμε «δεν παίξατε κάτι από τα αγγλόφωνα», απαντά χαμογελώντας «την επόμενη φορά».
Η βραδιά στο Tiki έκλεισε, όπως είχε ανοίξει κιόλας, με Έλα πάλι έλα, κοντά μου πάλι έλα. Με φαν και διόλου τύψεις (σκέφτομαι παλι τους επίγονους και πόσο βαριά, όλο… ενοχές πεπόνια έγιναν). Ψυχανεμίζομαι ότι και ο Tibet, παρά την σκοτεινή βαρύτητα της θεματολογίας του είναι ένας άνθρωπος με χιούμορ (έστω μια sick sense και βλάσφημη εκδοχή αυτού). Τον φαντάζομαι να παίρνει το αφελές αλαφρύ «έλα πάλι έλα», και να το μεταλάσσει, να το χρησιμοποιεί με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που έχει, μέσα από απροσδόκητες συνδέσεις και συνειρμούς, να εντοπίζει και να αναδεικνύει το κακό και το δυσοίωνο μέσα στην πλέον ανυποψίαστη κι αφελή αθωότητα (ακόμη και την παιδική). Πως μπλέκει εδώ και κάμποσα χρόνια στις συναυλίες του το «Rivers of Babylon» των Boney M (που έχει πάντως κάμποσες βιβλικές συμπαραδηλώσεις) με το «The Descent of Long Satan and Babylon»; Πιστεύω δεν θα τον χαλούσε καθόλου κι αν το κοινό έμπαινε χειροκροτώντας ρυθμικά στο ντίσκο beat… Δεν τολμήσαμε.
Σκέφτομαι, κλείνοντας, ότι μπορεί σε κάποιες να φανεί έως και... ανίερη τούτη η παράλληλη παρουσίαση δύο συναυλιακών εμπειριών, που μπορεί η χρονική συγκυρία και γειτνίαση να τις έφερε σε αντίστοιχη γειτνίαση σκέψεων και εγκεφαλικών συνάψεων, ωστόσο δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι όμως τόσο απόλυτη αυτή η «καμία»; Θυμάμαι εκείνο το γνωστό επεισόδιο όπου ο Gershwin επισκέπτεται στην Βιέννη τον καρδινάλιο της νέας δυσ-αρμονίας του 20ου αιώνα, τον Alban Berg, και όλος δέος μπροστά στον διαβόητα στρυφνό συνθέτη, διστάζει να του παρουσιάσει τις δικές του ‘ελαφρές’ συνθέσεις. Για να του απαντήσει αυστηρά ο Berg «Κύριε Γκέρσουιν, η μουσική είναι μουσική». Άλλη μια ταυτολογία, ακόμη πιο ουσιαστική φρονώ. Η μουσική είναι μουσική, η τέχνη είναι τέχνη, και σε έναν κόσμο lost in music (με την καλή και την κακή έννοια) οι τόσες διαφορετικές προσεγγίσεις και αφετηρίες έχουν κάτι πανανθρώπινο κοινό, μια αλήθεια να πουν (προσοχή, όχι ΤΗΝ αλήθεια, ΜΙΑ αλήθεια). Είτε αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή με αισιόδοξη αλαφρύτητα και ανεμελιά είτε ως κοιλάδα κλαυθμών και οδυρμών και το βουνό που ανεβαίνει λέγεται Ach Γολγοθάς για κείνον (για να παραφράσω Κόρε Ύδρο και… Current 93). Κι ένα μυστικό νήμα ενώνει όλη την Τέχνη, την ανθρώπινη δημιουργικότητα, στο πνεύμα του «τίποτε ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο», «humani nihil a me alienum puto» (nihil, να μια άλλη αγαπημένη λέξη του Tibet) και καλεί σε ένα διαρκές memento mori (πέρα από το κενόδοξο και ματαιόδοξο της όποιας υστεροφημίας).
Έτσι κι αλλιώς, πως το λένε και οι C93 στο «Happy Birthday Pigface Christus»; «Time was, time is, time shall be no more». Όσο κι αν εμείς (και οι Charms) προσπαθούμε να τον βγάλουμε ψεύτη το χρόνο τον κλέφτη…
(Οι φωτογραφίες είναι του Άρη Καραμπεάζη και της Μάνιας Ζαρογκίκα)