Η νιότη στην υπηρεσία της ώριμης τραγουδοποιίας
Στην εποχή του διαδικτυακού online οργασμού όπου η πληροφορία σκάει σε ανύποπτο χρόνο και βρίσκεται σε κάθε πλοήγηση εκεί για σένα, τα μυστικά έπαψαν να είναι τέτοια σε οποιαδήποτε έκφανση της καθημερινότητας. Πόσο μάλλον στο μουσικό στερέωμα, που παρά την πληθώρα ονομάτων, όλο και σπανιότερα κάποια χάνουν τον δρόμο της δημοσιοποίησης του υλικού τους. Πότε, λοιπόν, σκοντάφτεις σε μια απ' τα ίδια και άλλοτε σε σέρνει απ' τη μύτη κάτι εξαιρετικό που είτε σου έλειπε είτε αφίχθηκε ώστε να αναπροσαρμόσει τις προτεραιότητές σου. Ο προ διετίας ερχομός του egg hell. αντικατόπτριζε μια αξιοπρόσεκτη, αξιόλογη και αναγκαία καλλιτεχνική αύρα. Τα προτερήματά του χρίζουν εκτενούς ανάλυσης, με τον ενθουσιασμό και τις εκθειαστικές κριτικές που έλαβε το φερώνυμο ντεμπούτο EP του να μην καταφέρνουν να εστιάσουν στην σημασία της πραγματικής διάστασης του εγχειρήματός του.
Ο νεαρός Jef Maarawi - μόλις στα εικοσιένα του χρόνια σήμερα - είναι από μόνος του ένα αλλόκοτο εθνολογικά αποτέλεσμα στον κύκλο της μοίρας. Με πατέρα απ' τη Συρία, μητέρα απ' τη Βραζιλία και παππού Έλληνα. Η ασυνήθιστη ανάμειξη ταυτοτήτων κάνει την εμφάνισή της και στην μουσική του παραγωγικότητα. Ένα απ' τα σπάνια live του, στο Six D.O.G.S., έφτανε και περίσσευε για παρουσιάσει στον γράφοντα ένα μέρος τον όσων είχε σχηματίσει προηγουμένως στο νου του γι' αυτόν τον νεανία. Κι ο κόσμος που μαζεύτηκε από νωρίς έδειχνε να το διασκεδάζει αναμένοντας την ζωντανή απόδοση του φρέσκου EP του Brownie Crumbs, του οποίου η κομψή συσκευασία μοιράζονταν επί αντιτίμου στο χώρο και περιείχε τέσσερα λαχταριστά brownies(!).
Στο πλευρό του Jef- εφεξής egg hell.- βρέθηκε το μισό των My Wet Calvin, ο Λεωνίδας να επωμίζεται laptop με ρυθμούς, bleeps, αλλά και keyboard, ακουστική κιθάρα και φωνητικά στηρίγματα. Ζωντανά, λοιπόν, ο egg hell. κατόρθωσε να συγκεράσει την νευρωτική απόγνωση του Cobain, τον εύθραυστο συναισθηματισμό του Elliott Smith και του Jeff Buckley, τα αλλοπρόσαλλα φαλτσέτα του Thom Yorke, την εξωτική ανεμελιά του Chico Buarque. Τα δελτία τύπου σπάνια λένε την αλήθεια, μα το συγκεκριμένο έπεσε διάνα. Σε στιγμές τον έβλεπες να απομακρύνεται απ' το μικρόφωνο, μα η έκταση της φωνής του αγαλλίαζε τους πάντες. Η χροιά του έχει την ζεστασιά που ψάχνεις στους τροβαδούρους των παράδρομων, αλλά και την επίγνωση της αγχώδους ζωής της μεγαλούπολης. Εξ ου και η διαρκής εναλλαγή ήχου μεταξύ έντασης και πραότητας, εκτονώσεων και ενδοσκόπησης. Αυτές οι συναισθηματικές μεταβολές έδιναν ένα καταπληκτικό στίγμα στη βραδιά, όπως δηλαδή πράττουν και ειδικότερα στην μουσική του egg hell.
Ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, γιουκαλίλι και τα πετάλια να κείτονται στο έδαφος της σκηνής που δεν τον χωρούσε. To "Gingerhead" άνοιξε το δρόμο, για να περάσει ο οδοστρωτήρας ευαισθησίας του "Esquecido", κατά τη διάρκεια των απόκοσμων αρπισμάτων και βραζιλιάνικων φωνητικών του οποίου μείναμε αποσβολωμένοι. Υπήρξε, αναμφίβολα, σεβαστός αριθμός αξιομνημόνευτων στιγμών με αιχμή του δόρατος το επίσης νεοφερμένο "Particles", την εύστοχη διασκευή σε Grinderman μέσα στον punk blues χαμό του "No Pussy Blues", το αισθαντικό "Black and White Shoes" και το κλείσιμο με την indie folk υπεροχή του "Napoleon", που σφραγίζει και το Brownie Crumbs. Τα ηλεκτρονικά μέρη, δε, έδεσαν εντυπωσιακά τόσο με τις ακουστικές όσο και με τις ηλεκτρισμένες εκτελέσεις. Υπέγραψε εμφατικά κι ο Λεωνίδας πλάι στο μοναδικό αποτύπωμα του egg hell., κουβαλώντας τις ονειρικές lo- fi εμπειρίες των MWC.
Σταματώ εδώ και σας προτρέπω να τον τσακώσετε συναυλιακά οπουδήποτε μάθετε ότι παίζει. Τα υπόλοιπα στο review για τον καινούργιο του δίσκο...