The Cure, Michael Kiwanuka, Ride, Khruangbin, The Steams
Πέντε συντάκτες του MiC βρέθηκαν το βράδυ της Τετάρτης στην Πλατεία Νερού, μέσα στον χαμό δεν τα κατάφεραν να συναντηθούν όλοι με όλες. Σε αντίθεση με τις απόψεις τους...
The Cure - Νέες μνήμες, on a night like this
Δεν θα παρασυρθώ σε βιωματικές γλαφυρότητες περί την Θεραπεία, γιατί το internet κοντεύει να εκραγεί από προσωπικές περιγραφές καταβύθισης στο σκότος άμα τη ακροάσει του “Pornography” και του “Disintegration” και δεν νομίζω πως το post-punk/wave γίγνεσθαι έχει ανάγκη άλλη μία. Αντίθετα, παραμένει η ανάγκη να θυμόμαστε πόσο τεράστια μπάντα είναι οι Cure, γιατί μεταξύ όσων έμπρακτα κρατούν τον μύθο ζωντανό, υπάρχουμε και εμείς οι αμελείς που τον θεωρούμε δεδομένο. (Ωστόσο, τους έχω εδώ και χρόνια σε πρώτη ζήτηση στο mp3 player του δρόμου, για περίπτωση ανάγκης - έχει παραστεί φυσικά).
Αυτή ακριβώς την υπενθύμιση έδωσαν οι Cure στην Πλατεία Νερού την περασμένη Τετάρτη, μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης, ζαλισμένης ευφορίας και, από την πλευρά μου, αμηχανίας, μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι ρε παιδιά, όντως βλέπω τον Robert Smith στη σκηνή; ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩ. Ναι! Τον βλέπαμε και τον ακούγαμε να ερμηνεύει κάθε κομμάτι με πάθος, ένταση και τη συνεσταλμένη, απόκοσμη φωνή του, που έχουμε μάθει να αγαπάμε επειδή λυγίζει ακομπλεξάριστα στο συναίσθημα και που παραμένει στην κατάσταση που ήταν πριν 30 χρόνια ρε Robert; ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩ, στο ξαναλέω.
Το σετ ξεκίνησε με κρυστάλλινο ήχο στα “Plainsong” και “Pictures Of You”. Σβήνει και 30 κεράκια το “Disintegration” φέτος, είχε την τιμητική του. Η setlist επικεντρώθηκε συντριπτικά στην 80s δισκογραφία τους, δηλαδή μακράν την πιο δημουργική τους περίοδο, το γενεθλιάζον άλμπουμ παίχτηκε σχεδόν όλο, το “Never Enough” με ξεσήκωσε, το “A Night Like This” με τσάκισε, το “From The Edge Of The Deep Green Sea” με έγδαρε, οι κιθάρες στο “Shake Dog Shake” με πλάκωσαν (ωραία εκτέλεση), στο “Push” σχεδόν είδα την αδερφή μου φοιτήτρια να χορεύει, στο “A Forest” κόντεψα να κλάψω και το “The Walk” εξέπεμπε άγουρη αλητεία, όπως έπρεπε. Φυσικά, κάθε σκανδαλωδώς απολαυστικό λάιβ συνοδεύεται απαραιτήτως κι από ικανή δόση μικρο-γκρίνιας, οπότε ας πως ότι το “Play For Today” μου ακούστηκε αρκετά φλατ και το μπάσο καταπλάκωσε το “Disintegration” στο σημείο που βρισκόμουν, εξαφανίζοντας την υπέροχη μελωδία του. Λεπτομέρειες Simon Gallup, προφανώς. Το μπάσο σου θα μνημονεύεται με νοσταλγία και το ξέρεις. Οι Cure έκαναν ηγεμονική εμφάνιση στα 15χρονα του Ejekt Festival, επικαιροποιώντας τον μύθο και την άχρονη καλλιτεχνική τους υπόσταση. Τον λόγο που το άτσαλο κόκκινο κραγιόν του Smith δεν φεύγει με τίποτα.
Δεν έγραψα λέξη για την ηχηρή απουσία του “Pornography”, γιατί μετά, με κλεισμένη φωνή και διαλυμένα γόνατα από τον χορό, σκεφτόμουν ότι σε τρία χρόνια που ο δίσκος σβήνει 40 κεράκια, δεν μπορεί, θα έρθουν πάλι και θα μας τον παίξουν. Δεν ξέρω αν θα συμβεί και δεν έχει σημασία. Έμεινα με αυτή τη σκέψη, άρα το στοίχημα έχει κερδηθεί. “I leave you with photographs, pictures of trickery”.
Ελένη Φουντή
Ήταν δεδομένο ότι θα χόρευα και θα τραγουδούσα ασταμάτητα στριμωγμένη μέσα σε χιλιάδες κόσμου επί δυόμιση ώρες στη συναυλία των Cure. Αυτό που δεν ήταν δεδομένο και που το συνειδητοποίησα μετά το τέλος της συναυλίας ήταν ότι ήξερα ΟΛΟΥΣ ΜΑ ΟΛΟΥΣ τους στίχους όλων των τραγουδιών του σετ απ’ έξω – χωρίς ποτέ να το έχω επιδιώξει. Πώς και γιατί έγινε αυτό;
Νομίζω ότι η απάντηση έγκειται στο ότι οι Cure και ο (γλυκύτατα ντροπαλός και χαμογελαστός) Robert Smith είναι πια ένα από τα ουσιαστικότερα κομμάτια του συλλογικού ασυνειδήτου και της συλλογικής μνήμης της φυλής των μουσικόφιλων. Ίσως γιατί έχουν καλύψει όλες τις εκφάνσεις των ανθρωπίνων συναισθημάτων, κάτι που αποδείχτηκε στη συναυλία τους τις προάλλες. Η αγάπη σου προκαλεί τρελή ευφορία στο “Just Like Heaven”, σου προξενεί όμως και άφατο πόνο στο “Disintegration”. H χαρά της ζωής χορεύει ασταμάτητα στον ρυθμό του “In Between Days” και ο τρόμος του θανάτου τρίζει τα δόντια του στο “39”. H μετα-punk ορμή παίρνει παραμάζωμα τα πάντα στο “A Forest” και η ρομαντική τρυφεράδα σε αγκαλιάζει σαν ζεστή κουβέρτα στο “Just one kiss”. Το αειθαλές του συγκροτήματος, η στιβαρή τους σκηνική παρουσία, η αντιμετώπιση της μουσικής και του κοινού με σοβαρότητα, σεβασμό και διάθεση για πειραματισμό. Αναμνήσεις, συγκίνηση και «οι μουσικές από’ δω και πέρα», για να παραφράσω την Κική Δημουλά.
(Μια άσχετη συμβουλή που δεν αντέχω όμως να μην τη δώσω: αφήστε τα σταράκια και επενδύστε σε ένα καλό ζευγάρι ορθοπεδικά παπούτσια, για χρήση ειδικά σε συναυλίες. Σώζουν γάμπες, μέσες και ζωές).
Μαριάννα Βασιλείου
Μόνο κάποιος κομπλεξικός (έχει διάφορους) θα μπορούσε να πει ότι η έκτη παρουσία των Cure στην Ελλάδα ήταν κακή, μέτρια ή έστω καλή. Το συγκρότημα είχε όρεξη, έπαιξε δυόμισι ώρες, ερμήνευσε τα περισσότερα αγαπημένα μας τραγούδια –τα οποία είχαν μετατρέψει λίγο για να μην νομίζουμε ότι ακούμε τον δίσκο (εντάξει το “Disintegration” του άλλαξαν τόσο τα φώτα που με το ζόρι το καταλάβαμε)–, ο Robert Smith είχε πολλά κέφια (δεν θυμάμαι άλλες φορές να χόρευε) και αν ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπες, θα έφευγες σίγουρα εκστασιασμένος. Αλλά και εγώ που τους έβλεπα για τρίτη φορά, μπορώ να πω ότι ήταν εξαιρετικοί. Έκαναν όσα έπρεπε, για να ικανοποιήσουν πλήρως τους είκοσι χιλιάδες και πλέον φίλους τους, που ήρθαν από παντού για να τους δουν.
Αναφορικά με τα υπόλοιπα ονόματα, οι Khruangbin και οι Ride ήταν πάρα πολύ καλοί, παρόλο που βγήκαν με τον ήλιο μέσα στα μούτρα τους (για τους πρώτους ήθελες βέβαια κανένα δεκάλεπτο να ξεπεράσεις τις ενδυματολογικές τους επιλογές και να επικεντρωθείς στη μουσική τους). Αυτός που ήταν εκτός κλίματος και γενικώς κάπως νωθρός ήταν ο Michael Kiwanuka, ο οποίος όμως δεν έπαιξε άσχημα. Τέλος, τους Steams τους έφαγε η κατάρα του να βγαίνεις πρώτος σ’ ένα φεστιβάλ με πολλά ονόματα και δεν κατάφερα να τους δω.
Υ.Γ. Με πρόχειρους υπολογισμούς πρέπει το 1/3 των συντακτών του MiC να πήγαμε σ’ αυτή την συναυλία και μάλιστα χωρίς να υπάρχει κάποια συνεννόηση. Η παρουσία των Cure λειτούργησε σαν μαγνήτης, ανεξάρτητα από που μένει ο καθένας μας. Και επειδή καλό είναι να τα λέμε καμιά φορά δια ζώσης και το 2020 κλείνουμε αισίως 20 χρόνια ζωής ως μουσικό περιοδικό (πολλά εικοσάρια πέσανε), μήπως να σκεφτόμαστε από τώρα ένα επετειακό πάρτι όπως παλιά; (Τι; Μόνο οι Cure θα κάνουν anniversary;)
Τάσος Βαφειάδης
Υπάρχει μία περιρρέουσα αντίληψη που θέλει τις συναυλίες συγκροτημάτων που αγγίζουν κάποιες σεβαστές δεκαετίες ζωής να είναι κάτι σαν περιοδεύοντα τσίρκα (sic) που έχουν έρθει με μία ομάδα παππούδων που μαζεύτηκαν κακήν κακώς και με όποιους φίλους μουσικούς μπόρεσαν να λείπουν κάποιες μέρες από το σπίτι (κι έχουν αφήσει την κυρά μόνη, ενώ έχει και προβλήματα υγείας τελευταία) για να πουλήσουν τη μουσική πραμάτεια τους, στα πλαίσια μιας νοσταλγίας που τόσο πέραση έχει τα τελευταία χρόνια - ή τουλάχιστον πάντοτε είχε κι απλά τώρα το καταλάβαμε και το καταγράψαμε, όπως τόσα και τόσα άλλα... Με τη λογική αυτή, οι Cure για τα 40 χρόνια τους στο κουρμπέτι βγήκαν κι αυτοί στο δρόμο, ενώ δεν έχουν βγάλει τίποτα καινούργιο εδώ και χρόνια να μας παίξουν. Υπόνοιες για νέα δουλειά έχουν αφήσει, μα δεν μας πρόσφεραν κάποιο καινούργιο τραγούδι στη βραδιά που πέρασε.
"Τους είχα δει ακόμη και το 1985", "αυτά δεν ακούγαμε στη ντισκοτέκ εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα;", "ακόμη κι αν γέρασε ο Robert Smith πάντοτε θα είναι όπως τότε που τον γνωρίσαμε, με φωνή αναλλοίωτη στο χρόνο", "μπαντάρα έχει πάντως πίσω του", "28 κομμάτια έπαιξε ο άτιμος, ακόμη κι έτσι όμως πάλι έλειπαν τόσα που ήθελα να ακούσω", "το μισό Disintegration έπαιξε κι ούτε ένα από το Pornography...", "ρε αυτοί ακόμη παίρνουν κεφάλια σα μπάντα επάνω στη σκηνή!", "καλά, τόσοι πολλοί λατρεύουν ακόμη τους Cure;", "δεν το κουνάω από εδώ που στέκομαι τώρα που βρήκα αυτή τη θέση", "νομίζω ότι μου έρχεται να κλάψω...", μερικά μόνο από τα πράγματα που ακούσαμε και σκεφτήκαμε κατά τη διάρκεια ενός χορταστικού σετ, που μας άφησε άφωνους μεν σε σχέση με την απόδοση της μπάντας, αδιάφορους δε για τα όσα αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο. Ποιος δίνει μια δεκάρα για τις υπεραναλύσεις που διαβάζουμε στα social media, και ποιος άμπαλος είναι πάλι αυτός που τις κάνει; Οι Cure ήταν σαρωτικοί, πάντοτε ήταν εδώ που τα λέμε, ακόμη κι όταν άλλοι γκρίνιαζαν επειδή το σετ τους περιελάμβανε "άγνωστα" κομμάτια τους. Αυτή τη φορά έπαιξαν μπάλα για όλον τον κόσμο, έχοντας μαζικό κριτήριο επιλογής, και τους αγαπάμε εξίσου γι' αυτό.
Κάποια πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα, ορισμένες αγάπες εξίσου, και οι Cure είναι βαθιά ριζωμένες ανάμεσα σε αυτές, απ' ότι αποδεικνύεται περίτρανα από τη βραδιά που τους είδαμε. Όλα τα υπόλοιπα είναι να'χαμε να λέγαμε.
(Khruangbin πολύ καλοί, τους περιμένουμε ξανά σε κλειστό, Ride πολύ καλύτεροι απ' ότι τους θυμόμουν όταν τους είχα δει στα '90ς, και με το ‘Taste’ να παραμένει από τα πιο δυνατά χαρτιά της dream pop, και τέλος ο Michael Kiwanuka να παραμένει ένας σταθερά αξιόλογος καλλιτέχνης που όμως δεν του έκανε καμία χάρη, ούτε ή ώρα, ούτε η θέση στο συγκεκριμένο φεστιβαλικό line up).
Μάνος Μπούρας
10:15 on a Wednesday night… Drip, drip, drip…
Ασφαλώς καμία βρύση δεν στάζει εδώ, οι κρουνοί της μπύρας μόνο ρέουν άφθονοι, «waiting for the telephone to ring» συνέχιζε το ιστορικό κομμάτι που άνοιγε τον πρώτο τους δίσκο το 1979, και πράγματι τηλέφωνα πολλοί κρατούν ετοιμοπόλεμα στο χέρι και περιμένουν, «έλα ρε που είσαι;», συντεταγμένες με ευρηματικά σημεία αναφοράς, η βραδιά γαρ πρέπει να απαθανατιστεί, έστω σε ένα κακής ποιότητας και πανομοιότυπο με εκατοντάδες άλλα βίντεο, κάποιοι μάλιστα τραβάνε και βίντεο από τις …προβολές στα video-wall, κάτι που μπορείς να το δεις με χιούμορ ή να γράψεις ολόκληρο δοκίμιο για μια γενικώς νεωτεριστική «μετά» (post ντε) πρόσληψη της πραγματικότητας.
Από την σκηνή τις προηγούμενες ώρες έχουν περάσει οι Khruangbin που τους έφαγε ο ήλιος του απομεσημεριού, μια Μισιρλού πρόλαβα να πιάσω στον αέρα (καθρεφτάκι για τους ιθαγενείς;), οι Ride οι οποίοι μας γύρισαν πίσω στον κιθαριστικό ήχο των 90s με πολλές από τις λεπτές αποχρώσες διαφορές τους από ένα shoegaze γκρουπάκι της σειράς να χάνονται στην ανοιχτωσιά του Φαλήρου (τα ‘χει πει ο David Byrne το βιβλίο του, δεν είναι όλες οι μουσικές για όλους τους χώρους). Όσο δε για τον Michael τον Kiwanuka, πρόκειται για μια από τις πλέον αταίριαστες και άκυρες επιλογές σε συναυλιακό φεστιβάλ που θυμάμαι ποτέ (ακόμη και για την «anything goes» εποχή μας), και τον αδικήσαμε και αδικήθηκε, τα easy listening ελαφρώς …ξε-νερού άσματα του συμπαθούς βρετανού ήταν εκτός κλίματος παρά την φιλότιμη του προσπάθεια.
Στο μεταξύ έχει πλέον βραδιάσει, ένας ολόγιομος φεγγαρένιος δίσκος έχει εμφανιστεί στον ουρανό, ο κόσμος έχει πυκνώσει σε αδιανόητο βαθμό («θα πας Cure;» ήταν το ερώτημα το καλοκαιριού - μαζί με το καθιερωμένο για τις διακοπές) κι η ένταση της αναμονής έχει συσσωρευτεί. Κι ας είναι η έκτη φορά που οι Cure εμφανίζονται στο ελληνικό κοινό, είναι και που κάμποσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία. Η …λαθραία ματιά μου πέφτει, όχι και τόσο αθέλητα, στον μπροστινό που ανταλλάσει μανιωδώς μηνύματα, διαβάζω το εισερχόμενο «ρε συ, έχουν κάνει κάτι τα τελευταία 20 χρόνια που να μου δίνει μια αφορμή για να τους δω;». Δεν τον ξεσυνερίζομαι τον άγνωστο αποστολέα, ίσα-ίσα μπορεί να άλλαζα το 20 και να το έκανα 30 κιόλας… Πολλά. Τρομακτικά πολλά. Κοιτάζοντας τριγύρω βλέπω πολλούς γκριζαρισμένους κροτάφους και ρυτίδες και φαλάκρες και κοιλιές, των 80s οι εκδρομείς… Γίναμε άραγε αυτό που κάποτε μισούσαμε και καταγγέλλαμε; Τεντώνομαι λίγο να δω την απάντηση του μπροστινού: «έχεις δίκιο ρε φίλε αλλά…» Υπάρχει πολύ άρρητο συναίσθημα σε αυτά τα αποσιωπητικά. Παρολ’ αυτά… Έτσι δεν λέμε ότι (πρέπει να) αγαπάμε;
Ακούγονται οι πρώτες νότες από την συνθογραμμή του «Plainsong». Μάλλον το πιο αγαπημένο μου κομμάτι από το επετειακά εορτάζοντα «Disintegration». «I think it's dark and it looks like it's rain, you said». Ευτυχώς όχι απόψε…
(….)
12:15 on a Wednesday night… Fire in Faliro… Και ακόμη συνεχίζουν ακάθεκτοι. Η ...γιαγιά Smith (εντάξει βρε παιδιά, εξηντάρης είναι άνθρωπος, νέος είναι, όλοι νέοι δεν είμαστε;) έχει αποδειχτεί ακαταμάχητη, δοκιμάζοντας σε οριακό επίπεδο τις αντοχές πολλών πολύ νεότερων, δεν κρατιέται απλώς καλά κατά το συγκαταβατικώς λεγόμενο, η φωνή είναι εκεί αγέραστη και λυγμικά συγκινητική, το μαλλί μόνο, εντάξει, είναι κάπως ταλαιπωρημένο, αλλά σκεφτείτε τι έχει περάσει και αυτό από χημείες, η μπάντα, αν εξαιρέσεις μια διάθεση για κάποια τραβηγμένα …κιθαροσόλα, είναι μια επαγγελματικά δεμένη μηχανή που αποδίδει άψογα τα παλαιότατα, τα παλαιότερα και τα παλιά κομμάτια (υπενθυμίζεται ότι έχουν από το 2008 να βγάλουν καινούργιο υλικό), ειδικά το δίδυμο Robert και Simon βρίσκεται με κλειστά τα μάτια. Η δεξαμενή των «χιτ» είναι μεγάλη, έχουν και την πολυτέλεια (ή μήπως την επιλογή) να αφήνουν πολλά απέξω, η συναυλία έχει προ πολλού ξεπεράσει το ιδανικό ενενηντάλεπτο, κατά στιγμές σέρνεται κιόλας, οι επιλογές δεν είναι πάντα από το πάνω ράφι, τα δε post-Disintegration κομμάτια τους που είχα κιόλας χρόνια να τα ακούσω μου φάνηκαν εξίσου μέτρια και τραβηγμένα από τα μαλλιά όπως τότε που τα ‘χα πρωτακούσει. Δεν λένε το «Killing an Arab (θύμα πολιτικής ορθότητας;), ούτε το κομμάτι με τις στάλες που τιτλοδοτεί το κειμενάκι αυτό, ούτε «Charlotte sometimes» και φυσικά τίποτε από το «Pornography». Μια στάση σκέψης εδώ για το «φυσικά», που δεν είναι καθόλου φυσικά. Όποιος κι αν είναι ο λόγος, είτε ο Smith κουβαλάει ακόμη εκείνο το τραύμα της σύγκρουσης με τους τότε κολλημένους του οπαδούς όταν έκανε την ποπ στροφή, είτε αποφεύγει τα σκοτάδια και την συναισθηματική δίνη, είτε απλά θεωρεί ότι τα όλο cold και death κομμάτια δεν ταιριάζουν με ένα καλοκαιρινό λάιβ στην sunny Greece. εν τούτοις, και μέχρι να έρθει ίσως μια άλλη γενιά και τα επανεκτιμήσει (ή να τα ξεχάσει, που είναι και το πιθανότερο εδώ που τα λέμε) τα πράγματα διαφορετικά, η επιρροή των Cure, η φράση «παίζει σαν Cure», όλη η ας την πούμε γοτθική τους κληρονομιά συμπυκνώνεται σε αυτόν τον δίσκο αναφοράς.
Ας είναι όμως… Εν τέλει οι συναυλίες δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία αποτίμησης ενός δημιουργικού σχήματος. Είναι προβολές συναισθημάτων και αναμνήσεων, αφορμές αυτομυθοπλασίας. Πολλοί από εμάς πιστεύω βλέπαμε επί σκηνής μια εικόνα και ομοίωση μας, κι ας μην έχουμε πια μαλλιά κι ας μην τολμήσαμε ποτέ «ακραία» εμφάνιση. Σε κάθε ρυτίδα, σε κάθε κόμπο ιδρώτα στο μέτωπο του Robert. Και σε κάθε στίχο τραγουδισμένο από πολλά χείλη, σαν υπόμνηση μιας χαμένης συλλογικότητας. Κι αν κλείσεις τα μάτια μπορεί για λίγο να νομίσεις ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει.
And the tap drips, drip drip drip. Τελικά κάτι σταλάζει εδώ, και όχι μόνο. Παντού και συνεχώς. Είναι ο χρόνος που περνά… Καμία «γιατρειά».
Μέχρι την επόμενη φορά, καλά να’μαστε…
Αντώνης Ξαγάς
Φωτογραφίες: Τάσος Βαφειάδης + Θοδωρής Μάρκου