Ένας 'λευκός νάνος' στο Μουσείο Μπενάκη
Οι πολλαπλές και ενίοτε ετερόκλητες αναφορές τρέφουν την σύγχρονη 'ποπ κουλτούρα', ωστόσο όταν λείπει η σύνδεση και η στόχευση το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα μπερδεμένο κι ανούσιο... ράμεν. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Ο ‘Λευκός Νάνος’ ή ‘White Dwarf’ είναι μία διαδραστική, εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας, εγκατάσταση της Γιολάντας Μαρκοπούλου η οποία παρουσιάζεται για δεύτερη φορά στο Μουσείο Μπενάκη μετά από μία επιτυχημένη, όπως διαβάζω, πρώτη παρουσίαση τον Δεκέμβριο του 2023.
Το ‘White Dwarf’ είναι μία μπερδεμένη παραγωγή. Κινείται μεταξύ installation και διαδραστικής πλατφόρμας που θέλει να επικοινωνήσει το ζήτημα της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας. Χωρίζει τη δράση του σε δύο αίθουσες. Στην πρώτη αίθουσα γίνεσαι δεκτός από ένα ψαρωτικό και κλινικά λευκό σκηνικό όπου τέσσερις κυρίες σε λευκές εργαστηριακές φόρμες ζητούν τα στοιχεία σου, αφού πρώτα σε ντύνουν και σένα παρομοίως. Και εκεί όπου λες “καλά ξεκινήσαμε”, με το πάντα σημαντικό σε τέτοιες καταστάσεις στόχο του να βάλεις το κοινό σε άβολη θέση, ακριβώς για να αποτινάξει τα δεσμά του απλού παθητικού θεατή, οδηγείσαι σε μία δεύτερη αίθουσα όπου σου δίνονται οδηγίες (ξαφνικά σε έναν πιο γήινο, αν όχι προσεκτικό σε επίπεδο, manual) στο πως να εφαρμόσεις τα VR γυαλιά στην κεφαλή σου. Μετά ξεκινά η προβολή εντός της συσκευής και … ωπππππ, ξαφνικά ακούς αγγλικά. ‘Γιατί;’ είναι η ερώτηση που κάνεις εύλογα ως θεατής. Και είναι λογικό το ερώτημα. Αφενός διότι οι δημιουργοί είναι Έλληνες, αφετέρου διότι θεωρούν οι προαναφερθέντες δημιουργοί ότι θα καταλάβεις 100% το κείμενο που ακούγεται (και το οποίο είναι αρκούντως πυκνό σε λέξεις και νοήματα, για παράδειγμα στην ομάδα που μπήκε μαζί μου υπήρχαν και δύο κορίτσια όχι πάνω από 15 και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το επίπεδο γνώσης τους αλλά και αναφορών τους μπορούσε να κατανοήσει πλήρως αυτά που άκουγαν, κάτι που θα ήταν εντελώς διαφορετικό φυσικά αν το κείμενο ήταν στα ελληνικά) και τέλος επειδή το όλο project χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού -και προσπαθώ να καταλάβω πως γίνεται να υπάρχει νόμος ποσόστωσης περί ελληνικού ρεπερτορίου σε δημόσιους χώρους και την ίδια στιγμή να χρηματοδοτείται κάτι αποκλειστικά σε αγγλική γλώσσα). Η δικαιολογία ότι μπορεί να έρθει κάποιος επισκέπτης που δεν γνωρίζει ελληνικά δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά, ακόμα και αν μιλάμε για ένα μουσείο. Είτε βάζεις επιλογή γλώσσας είτε επιλέγεις αποκλειστικά τα ελληνικά. Το ότι ακούγεται λογύδριο του Οπενχάιμερ στη μητρική του γλώσσα επίσης δε λέει τίποτα, μια χαρά ηθοποιούς με άριστη άρθρωση και εκφραστικότητα έχουμε οι οποίοι θα μπορούσαν να αποδώσουν τη δραματικότητα του οραματιστή επιστήμονα.
Αυτό που επίσης μπερδεύει είναι το άνοιγμα της θεματικής προς πολλές κατευθύνσεις. Τα οριγκάμι που παρουσιάζονται έχουν σχέση με την (γνωστή σε πολύ κόσμο) ιστορία της Sadako Sasaki (1943-1955), θύμα των μεταεκρηξιακών επιπτώσεων της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, η οποία προσπάθησε να ολοκληρώσει 1000 οριγκάμι για να πραγματοποιηθεί η ευχή της (όπως το θέτει η ιαπωνική παράδοση) για καλύτερη υγεία έχοντας η ίδια προσβληθεί από λευχαιμία. Το δε αστρονομικό φαινόμενο του white dwarf (του λευκού νάνου δηλαδή) δεν εξηγείται πως δένει με το όλο εγχείρημα, ενώ η pop στιγμή εντός της VR προβολής με τους αφελείς σε σύλληψη χορούς των επιστημόνων φαντάζει εντελώς άτοπη. Η έξοδος επίσης από το δωμάτιο με τις ιδιωτικές για κάθε επισκέπτη VR προβολές έχει ως επίλογο ένα μάλλον άοσμο εύρημα, όπου παραλαμβάνεις μία ταμπλέτα και σκανάρεις το χώρο για να δεις τρία σημειολογικά σημαντικά σημεία σε σχέση με τη χρήση της ατομικής/πυρηνικής ενέργειας.
Κατώτερο των προσδοκιών (μου) τελικώς. Καλή εισαγωγή, μπερδεμένο κυρίως θέμα, αμήχανο τέλος. Το δε ζήτημα της επιλογής των αγγλικών τίναξε εντελώς στον αέρα την όποια επικοινωνία του ζητήματος της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, μετατρέποντας το ‘White Dwarf’ σε ένα εξεζητημένο pop ράμεν σκέψεων αντί ενός έργου το οποίο θέτει πραγματικά προβληματισμούς στον θεατή.