«Και μαζί και μόνοι...»
Πιο καλή η μοναξιά, ειδικά αν την περνάς ...παρέα. Είτε στης Λένας Πλάτωνος είτε στης Fabrika. Του Άρη Καραμπεάζη
Fabrika Festival @Gagarin 205, 11/5/2018
Λένα Πλάτωνος @Six Dogs, 13/5/2018
Για πολλά χρόνια πλέον αποφεύγω να πάω σε μία από τις αρκετά συχνές τελικά επί σκηνής εμφανίσεις της Λένας Πλάτωνος, για τους λόγους για τους οποίους –ως προς το μουσικό σκέλος τουλάχιστον– είχα εξηγήσει εξαντλητικά στην παρουσίαση εκείνου του live album στο Παλλάς, και τους οποίους στη διάρκεια των ετών διαπίστωσα ότι συμμερίζονται αρκετοί ακόμη. Το τι τυχόν άλλαξε και βρέθηκα το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο Six Dogs δεν γνωρίζω να το εξηγήσω ακριβώς, πάντως θα παραδεχτώ ότι έπαιξαν ρόλο και όσα διάβασα για την εμφάνιση της αμέσως προηγούμενης Κυριακής από τον Χάρη Συμβουλίδη στο Avopolis, ο οποίος λίγο πολύ κατέληγε στο «όσοι το σκέφτεστε, να πάτε». Ε, λοιπόν μιας και το σκεφτόμασταν, πήγαμε. Το σκεφτόμουν δηλαδή, αλλά τέλος πάντων. Οι πράξεις μετράνε, όχι οι σκέψεις.
Και πήγαμε έχοντας οριακά καταφέρει να συνέλθουμε από όσα είχαν λάβει χώρα εντός και εκτός Gagarin 205 δύο μόλις ημέρες πριν, στο πρώτο εντός συνόρων (τόσο) μεγάλο συναυλιακό εγχείρημα της ούτως ή άλλως σταθερά αξιόπιστης Fabrika Records. Ένα γεμάτο Gagarin, μία εξαντλημένη δύο φορές προπώληση και ένα τελικό σκοτεινό πάθος στα όρια της δίνης που υπόσχονταν και τήρησε η προσμονή της back2back εμφάνισης των τριών ηγετικών σχημάτων του label ήταν το απαιτούμενο βήμα μετά τις ενιαύσιες εδώ και μια πενταετία πλέον εμφανίσεις στην Death Disco, με αρκετές δεκάδες κόσμου να μένουν κάθε φορά από έξω. Έπρεπε.
Έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι ακριβώς έγινε. Στο τέλος της βραδιάς τα τρία σχήματα, το label, αλλά –θεωρώ– πρωταρχικά η Ιωάννα και ο Δημήτρης των Selofan και της Fabrika, που με υπόγεια μεθόδευση κουβαλάνε τόσα χρόνια και το οργανωτικό όλων αυτών των πραγμάτων βάρος στις πλάτες τους, βρέθηκαν –και θα συνεχίσουν εκεί– σε ένα επόμενο στάδιο, το οποίο κατακτήθηκε από αυτούς χωρίς να κάνουν ούτε μισό βήμα πίσω από τις πρωταρχικές στοχεύσεις τους και κύρια από την αισθητική και ιδεολογική τους βάση. Όπως και να την οριοθετούν αυτή οι ίδιοι, διότι το δικό μας φιλτράρισμα σίγουρα κάπου θα κάνει λάθος.
Το underground, σε όποια ηχητική του διάσταση και άποψη, δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– ένα διαρκές συνονθύλευμα από ανθρώπους που δρουν δήθεν εκτός κυρίως ρεύματος, απλώς και μόνον επειδή είτε ποτέ δεν τους δέχτηκε, είτε εκ των υστέρων τους ξέρασε το ρεύμα (τους παρέσυρε το ρέμα στη συνέχεια κλπ). Και κυρίως δεν μπορεί να θεωρείται υπόθεση (πόσο μάλλον προνόμιο) ανθρώπων που παραμένουν παθητικά αδρανείς και δεν δημιουργούν οι ίδιοι τους όρους παραγωγικής δράσης στο πλαίσιο ενός εναλλακτικού κυκλώματος, που εξασφαλίζει το ότι δεν βυθίζονται οι όποιες εμπνεύσεις τους σε χαντάκια ηδυπαθούς αυταρέσκειας.
Δισκογραφικά label με πυκνότητα κυκλοφοριών, συναυλίες, περιοδείες και φεστιβάλ συμπράξεων με συμμετοχή και πάθος σε κάθε –κυριολεκτικά– άκρη της γης και ένα πολύ καλώς εννοούμενο κύκλωμα πιστών, ιδιόμορφων και μη, συνθέτουν και με το παραπάνω περιπτώσεις σαν αυτήν της Fabrika Records. Ευκολίες και ανέσεις δεν υπάρχουν σε αυτό το παιχνίδι, ειδικά σε ημέρες κατά τις οποίες η παραγωγή ενός event συνδυάζεται με τους ανθρώπους που βρίσκονται on stage. Υπάρχει όμως μία τελική επίγευση περί του ότι ακόμη και αν είμαστε λίγοι, είμαστε τελικά περισσότεροι από όσους πιστεύαμε, και αυτό είναι μείζον ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις. Το πλήθος δεν είναι πάντοτε συνώνυμο του λάθους.
«Η Λένα Πλάτωνος είναι και underground και mainstream ταυτόχρονα», έχει γραφεί επίσης για την Πλάτωνος, και όπως με όλες τις απόψεις που έχουν κάποια σημασία και απλώς δεν ακροβατούν σε λεκτικές εντυπώσεις, έρχομαι και να συμφωνήσω και να διαφωνήσω ταυτόχρονα. Το της συμφωνίας αυτονόητο, το της διαφωνίας υποδαυλίζεται από την συναισθηματική βαρύτητα, με την παράλληλη ενδοσκοπική οξύτητα, που έχουν εκ του συνόλου αυτών, τα πραγματικά σπουδαία τραγούδια της Λένας Πλάτωνος, τα οποία όχι μόνον δεν έχουν φθαρεί στο ελαχιστότατο, αλλά αντίθετα μετά από τόσες δεκαετίες χρήσης και ταύτισης καταφέρνουν και υποσκελίζουν ακόμη και τα άξια παράγωγα τους (κοινώς η Πεταλούδα Μπρένθις επιζεί αρκούντως πιο φρέσκια από την αγνώστων λοιπών στοιχείων Φάλαινα).
Χωρίς καμία εξαίρεση, τα τραγούδια αυτά αποδίδονται με αριστουργηματικό τρόπο από τους δύο ούτως ή άλλους ιστορικούς και πέραν κάθε αποτίμησης εκτελεστές αυτών – Σαββίνα Γιαννάτου και Γιάννης Παλαμίδας– και σε κάθε επόμενο τραγούδι εντείνεται η αίσθηση ότι αυτά τα τραγούδια ακόμη και αν τύχουν μιας οιονεί καθολικής αποδοχής, δεν μπορούν να συσχετίζονται με τις θολές προθέσεις και διαθέσεις mainstream ακροατηρίων.
Δεν πρόκειται περί ελιτισμού. Είναι βεβαιωμένο πλέον ότι το κύριο κουσούρι-προτέρημα του mainstream είναι να χωνεύει και να ξερνάει τα πάντα –αριστουργήματα και σκουπίδια– σχεδόν στο ίδιο δευτερόλεπτο. Τα τραγούδια της Πλάτωνος παραμένουν ερμητικά μέσα σε όποιον έστω και πρόσκαιρα έχει συνυπάρξει, αλλά και συνδέσει την ύπαρξη του, μαζί τους και είναι αδιανόητο να αποβληθούν, έστω και αν κατά περίπτωση έχουν τύχει μεταχείρισης σε πλήρη αναντιστοιχία με το διαμέτρημα τους.
Για μία ώρα και τριάντα λεπτά τα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος ήρθαν και επαλήθευσαν το ήδη γνωστό και βιωμένο. Είναι ίσως η πρώτη (όχι όμως και η μόνη πλέον) Ελληνίδα τραγουδοποιός που έγραψε τραγούδια τα οποία ο κάθε ακροατής τα βιώνει κατά κύριο λόγο μόνος του. Κάθε τυχόν παρουσία τους σε δημόσιους χώρους –όπως αυτή και οι άλλες Κυριακές στο Six Dogs– δεν αναιρεί αυτό το ζητούμενο. Από τις με ιστορία παρέες του Σαββόπουλου μέχρι τις με γλυκάνισο συνθέσεις του Θανάση Παπακωνσταντίνου και από τα ομαδικά μπλουζ του Σιδηρόπουλου μέχρι τις συνευρέσεις θλιμμένων και μη υπό τις ιαχές του Αγγελάκα, το ελληνικό τραγούδι (ΟΚ, ίσως και λόγω εντοπιότητας, κλίματος και άλλων κλισέ) αποζητά με σχεδόν αρρωστημένο τρόπο την συντροφικότητα και μοιάζει να υποφέρει χωρίς αυτήν. Ακόμη και όταν σκούζει «και μαζί και μόνος ίδιος είναι ο πόνος», ο λαϊκός βάρδος το κάνει σαφώς για να κατακτήσει εκ νέου το ‘μαζί’, παρότι το ‘μόνος’ του προκάλεσε την (όποια) έμπνευση.
Η Πλάτωνος αντίθετα όταν περιγράφει «και όλοι χορεύουνε μαζί και μόνοι/μαζί και μόνοι», υπογραμμίζει το σαφές περί του ότι κατά βάση είμαστε μόνοι, όταν είμαστε μαζί. Άλλωστε δεν έχει τόσο σημασία να περιγραφεί η μοναξιά που νιώθει κανείς όταν είναι μόνος. Η Πλάτωνος στέκεται σε φωταγωγούς και ακούει χωρίς παρέα σε οποιονδήποτε όροφο, παρατηρεί σκυλιά που δεν συνεπικουρούνται από καπουτσίνους σε φλυτζανάκια στα Κολωνάκια και η ηχώ που λανθάνει είναι της δικής της φωνής, χωρίς να αυταπατάται ότι η ίδια είναι η φωνή της γενιάς της. Τα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος είναι η Μοναξιά, που ασφαλώς δεν μπορεί να είναι εθνική, όπως χυδαία επιχειρήθηκε κάποτε να στιγματιστεί. Εκτός από τα τραγούδια της, η ίδια η Λένα Πλάτωνος είναι η Μοναξιά, ακόμη και στη σκηνή του Six Dogs το βράδυ και αυτής της Κυριακής, και παρότι συνεπικουρείται από αιώνιους συνεργάτες, που κάθε φορά που απευθύνονται σε αυτήν, είναι απόλυτα διακριτό ότι πρωταρχικά την αγαπάνε, και κατόπιν την τιμούν, την σέβονται, την ευχαριστούν και κάθε τι άλλο τυπικό τέτοιων περιστάσεων.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, στο πρίσμα της αναπόφευκτης υποκειμενικότητας, θεωρώ ότι είναι αυτές που επί της ουσίας αρκούν για να περιγράψουν τις επί σκηνής εμφανίσεις της Λένας Πλάτωνος σήμερα, κάπου στα μισά του 2018, σε μία δεύτερη περίοδο της πορείας της, που συγχρονίζεται με –επιτέλους σοβαρές– επανακυκλοφορίες των σημαντικών της δίσκων από την Dark Entries, αλλά και με ενασχόληση του υλικού της από εγνωσμένης αξίας dance παραγωγούς (Red Axes), που έστω και με αυτό τον τρόπο υλοποιούν το όραμα της, που κατά την ίδια είναι να φτιάξει μουσική που θα χορεύουν οι άνθρωποι στα club. Τους κατεξοχήν χώρους όπου υλοποιείται ιδανικά το όραμα του «μαζί και μόνοι». Τα τραγούδια είναι οι πρωταγωνιστές και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφεθούν εκτός κάδρου. Και ευτυχώς δεν αφήνονται.
Ακολουθούν οι δύο ερμηνευτές αυτών. Ούτως ή άλλως απόλυτα ταυτισμένοι μαζί τους. Ούτως ή άλλως οι μόνοι ικανοί για αυτά. Η Σαββίνα Γιαννάτου, όπως λέει και ένα γλαφυρό δημοσιογραφικό κλισέ, είναι η Σαββίνα Γιαννάτου. Τραγουδάει σαν μην επιτρέπεται σε καμία άλλη να τραγουδήσει, εφόσον υπάρχει αυτή, παρακολουθεί και συμμετέχει διακριτικά στα λοιπά τεκταινόμενα, είναι αλάνθαστη χωρίς να είναι εργαστηριακή. Ο Γιάννης Παλαμίδας ηγείται της σκηνικής τάξης και αταξίας, «συνομιλεί» περισσότερο αυτός, αλλά πάντως διακριτικά, με την Πλάτωνος, αποφεύγει επιμελώς αυτή τη φορά (ας θυμηθούμε και τα του Παλλάς) την τραβηγμένη θεατρικότητα και εμφανίζεται ενώπιον μας ως ένας εγχώριος Peter Gabriel, χωρίς τη βάσανο της καθολικής αποδοχής. Ηχητικά το σύνολο της βραδιάς «πιστώνεται» στον εδώ και χρόνια συνεργάτη της Πλάτωνος, Στέργιο Τσιρλιάγκο, ο οποίος πίσω από κάποια Korg αναπαράγει με αισθητή πιστότητα την κάθε άλλο παρά ρετρό – ακόμη και σήμερα– ηλεκτρονικότητα του Σαμποτάζ, του Κοπερτί, του Σαλούν κλπ κλπ. Αποφεύγονται οι ακροβασίες και οι περιττές καινοτομίες. Ακούς τα τραγούδια όπως τα γνωρίζεις και όπως χρειάζεσαι να τα ακούσεις.
Η Λένα Πλάτωνος είναι εκεί. Στην αριστερή πλευρά της σκηνής, όπως παρακολουθεί το κοινό. Το πιάνο της δεν γίνεται αισθητό όσο θα θέλαμε, η ευαισθησία της φωνής της, έστω και σε περιορισμένες στιγμές, είναι εδώ. Η διεισδυτική της σκέψη εμφανίζεται ακόμη και στις 2-3 απλές φράσεις με τις οποίες απευθύνεται στο κοινό της. Η Λένα Πλάτωνος είναι εδώ μέσα από τα τραγούδια της και αυτό έχει τη μείζονα σημασία. Όντως αν την αγαπάτε, φροντίστε έστω και για μία φορά να πάτε να την δείτε και να ακούσετε ό,τι και όσους την περιβάλλουν, κάπου στο μέσον του 2018. Είτε μαζί, είτε μόνοι.
Δεν ξέρω αν ήμουν ο μόνος ή αν ήταν μαζί μου και άλλοι, που θα προτιμούσε οι Selofan να είναι το τελευταίο και όχι το πρώτο όνομα της βραδιάς στο Gagarin 205 (Σ.τ.Α: ήταν αρκετοί άλλοι). Συνεχίζω να θεωρώ άλλωστε ότι πρόκειται για το αξιοκρατικά σπουδαιότερο γκρουπ του label που καθοδηγούν οι ίδιοι. Τα έχουμε ξαναπεί. Πολλάκις. Οι Selofan μπορεί να εντάσσουν εαυτούς σε μία καλά περιχαρακωμένη (ή μάλλον σε περισσότερες τέτοιες σε κάθε επόμενο άλμπουμ) αισθητική και ηχητική άποψη, αλλά έχουν καταφέρει το σχεδόν αδιανόητο. Χωρίς να έχουν κανένα σύνδεσμο με την ελληνική μουσική πραγματικότητα, εμποτίζουν το new wave, την synth pop, το e.b.m. και οτιδήποτε άλλο με το οποίο απασχολούνται με μία ιδιάζουσα ελληνικότητα, που αυτή είναι που τους καθιστά πιο σημαίνοντες ακόμη και από την ίδια την σημαία του label, τους ούτως ή άλλως εξαιρετικούς Lebanon Hanover. Θυμίζω ότι οι Stereo Nova κόμισαν κάποτε το εντελώς νέο και διαφορετικό, αλλά σχετικά σύντομα, αν το σκεφτούμε πλέον εντάχθηκαν στην αγκαλιά της έντεχνης εγχώριας παράδοσης, έστω και από την απολύτως ορθή πλευρά. Δεν έχω και κανένα μεγάλο πρόβλημα με την όποια ελληνικότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι περισσότερο η απουσία της μας λείπει και περισσότερο η παρουσία της μας λυπεί.
Παρότι μάλλον δεν θα το παραδεχτούν οι ίδιοι οι Selofan, η εμφάνιση τους στο Gagarin ήταν μία από τις καλύτερες που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Από όπου και αν προέρχεται, αυτού του είδους η ένταση και το νεύρο είναι που μετατρέπει ένα live ρουτίνας, σε μία υπόθεση συναισθηματικών άκρων. Παρότι δισκογραφικά οι Selofan των δύο τελευταίων δίσκων δεν προκαλούν τα σοκ της πρώτης αξεπέραστης (έως τώρα) τριπλέτας (πώς θα μπορούσε άλλωστε), εν τούτοις η επιλογή τους να θέσουν εαυτούς στην ιστορική συνέχεια της προέλευσης τους, ανταμείβεται επί σκηνής με ένα τελικό αποτέλεσμα που περισσότερο διαλύει, παρά χαϊδεύει τα θέλω ακόμη και του πιο φανατικού ακροατή. Στο πρώτο 20λεπτο οι πάντες είναι σχεδόν μουδιασμένοι, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα για το encore, o Δημήτρης και η Ιωάννα έχουν φροντίσει να είναι άπαντες υπερπλήρεις. Ακόμη και εδώ να είχε τελειώσει η βραδιά, δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως παράπονο. Για πρώτη ίσως φορά θα τολμήσω να πω ότι η πιο συγκλονιστική στιγμή της βραδιάς προήλθε από την ερμηνεία του Δημήτρη, ο οποίος σε ορισμένα σημεία ξεπέρασε εαυτόν. Το λυρικό βάρος της Ιωάννας, μας ήταν ήδη γνωστό και αβάσταχτο άλλωστε.
Η Fabrika όμως δεν σταματά. Δουλεύει νύχτα-μέρα ως γνωστόν και ειδικά για αυτή την νύχτα δούλεψε για τόσες ώρες, ώστε στο τέλος μας έστειλε προς την πόρτα της εξόδου όντως σε κατάσταση ημι-διάλυσης. Σωματικής και συναισθηματικής.
Στο ενδιάμεσο της βραδιάς οι Τούρκοι She Past Away, στην δεύτερη εμφάνιση τους στην Αθήνα για φέτος, απέδωσαν εξαιρετικά το εγνωσμένης αξίας, αλλά πάντως πολτοποιημένο dark wave τους, το οποίο αδιαφορώντας όλως φυσιολογικά για δάφνες πρωτοτυπίας, επικεντρώνεται τόσο στο πάθος, όσο και στα ιχνοστοιχεία ακρότητας, που σε επιλεγμένα σημεία το χαρακτηρίζουν. Ήταν η σαρωτική ροή των κομματιών, σε συνδυασμό με την σοφά κλιμακούμενη νταρκίλα, που κατέληξε σε επίπεδα ελεγχόμενης παράνοιας προς το τέλος, που βοήθησε τους She Past Away να σταθούν αντάξια ανάμεσα στα δύο μεγαθήρια της βραδιάς, που πάντοτε θα έχουν υπέρ τους το ότι αντλούν μεν από κάτι πιστοποιημένο και οικείο, αλλά πάντως το μετατρέπουν σε κάτι εξεζητημένα δικό τους. Κάτι που καλώς ή κακώς απουσιάζει από τους δύο συμπαθείς όσο και παθιασμένους «γείτονες» με το έξυπνα σκοτεινό όνομα.
Το ντουέτο των Lebanon Hanover στα δικά μου μάτια και αυτιά δεν προσεγγίζει την απολύτως εύθραυστη ένταση των Selofan. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κάθε επόμενη εμφάνιση τους δεν είναι μία ακόμη απόδειξη περί του ότι η σκοτεινή εναλλακτική σκηνή έχει περισώσει κάθε υπόλοιπο ψυχής από έναν εν γένει καταρρέοντα εναλλακτικό μουσικό κόσμο, που υπόσχεται ψευδοεπαναστάσεις με νταούλια πριν καν προλάβει να γράψει τον δεύτερο άξιο λόγου δίσκο του.
Τύποι σαν την Larissa Iceglass και τον William Maybelline δεν δείχνουν κανέναν δρόμο στους πιστούς τους, αλλά επιμένουν να χάνονται και να παρασύρονται μαζί τους και να επαληθεύουν την ματαιότητα την οποία καλείται να στηρίξει αυτή η μουσική. Το πρόσφατο "Let Them Be Alien" είναι εμφανώς πιο δύστροπο από το προηγούμενο άλμπουμ τους και αυτό στην περίπτωση τους είναι ασφαλώς προτέρημα. Η μετρημένη ροπή τους προς την βιομηχανική πλευρά των ήχων και των συναισθημάτων χαρίζει στην βραδιά ένα ιδανικά στριφνό τέλος, ώστε ο καθένας να πάει για όπου είναι να πάει πλημμυρισμένος όχι μόνο με απόγνωση, αλλά και με μία εσωτερική οργή, που πάντοτε χαρακτηρίζει τα σπουδαία «σκοτεινά» σχήματα. Τα υπόλοιπα γράφουν απλώς καψουροτράγουδα από την αποτυχημένη πλευρά των πραγμάτων.
Το κοινό της Fabrika Records, των Selofan, των She Past Away, των Lebanon Hanover χόρεψε και αναρωτήθηκε ισόποσα. «Και μαζί και μόνοι» και σε αυτή την περίπτωση. Στα όχι και τόσο στενά και -όπως αποδείχτηκε– θριαμβευτικά όρια μίας κοινότητας που παραμένει κλειστή όχι από ιδιοτροπία, αλλά από επιλογή εκ του αποτελέσματος. Μία από τις καλύτερες βραδιές των τελευταίων ετών στην Αθήνα, από ένα label και μία ομάδα ανθρώπων, των οποίων τα πεπραγμένα έχουν ήδη ξεπεράσει σε σπουδαιότητα –αντικειμενική και υποκειμενική- τις περισσότερες από τις εγχώριες ροκ και θρυλικές ιστορίες του παρελθόντος για τις οποίες έχουμε χασμουρηθεί να διαβάζουμε εδώ και αιώνες.
Με την Fabrika, ως το τέλος. Που λέει και ένας γνωστός μου, για μια άλλη περίπτωση...