Fire Water Burn
Ορίστε μια καλή ευκαιρία να νιώσουμε χαρούμενοι βαλκάνιοι: οι Firewater λάιβ στην πόλη μας. Πραγματικά ευχάριστη έκπληξη για τα επαρχιώτικα συναυλιακά δεδομένα της Θεσσαλονίκης. Και δεν ήταν η μόνη.
Κατ' αρχάς, τους πετυχαίνουμε σε καταπληκτική φόρμα. Πριν από πέντε χρόνια είχα παρακολουθήσει μια συναυλία τους σε κάποιο κλαμπ του Παρισιού κι οφείλω να ομολογήσω, παρότι παλαιόθεν φαν των ίδιων αλλά και των Cop Shoot Cop, πως υπήρξε ελαφρώς απογοητευτική. Το μεν γκρουπ ακουγόταν σκόρπιο, απροβάριστο, ο δε Tod A. από ένα ορισμένο σημείο κι έπειτα σχεδόν ξέπνοος. Ας όψονται τα καταραμένα τα ξύδια ήταν η τότε ετυμηγορία μου και μάλλον δεν έκανα λάθος, αν κρίνω από το σημερινό κιμπαρλίδικο προφίλ του. Το μπυροκοίλι δηλαδή. Όμως μια δεύτερη σκέψη λέει ότι εκείνη την εποχή δεν είχε έτσι κι αλλιώς να παρουσιάσει ένα υλικό τόσο συνεκτικό όσο αυτό του The Golden Hour.
Φυσικά και οι μουσικοί που τον σιγοντάρουν στην τρέχουσα περιοδεία φέρουν μεγάλη ευθύνη για την υψηλή ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης ο καθένας τους διεκδικεί το χώρο του, προβάλλεται χάρη στη δεξιοτεχνία και την προσωπικότητά του, μα δεν παύει ν' ακούει τα υπόλοιπα μέλη της "κολεκτίβας". Εν ολίγοις βγαίνουν στο σανίδι ως αληθινή μπάντα, μια παρέα φίλων, μια ομάδα με κοινό στόχο και σκοπό, κι όχι πέντε σεσιονίστες που η ανάγκη τό 'φερε να βρίσκονται μαζί χωρίς να συναντιούνται.
Ο Tod στο μεταξύ, ενώ κουβεντιάζαμε λίγο μετά απ' το sound check, φαινόταν κεφάτος κι ελαφρύς, γεγονός ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο. Προφανώς κατάφερε να "νικήσει τους δαίμονές του" που θα λέγανε και οι μεγάλοι θεωρητικοί, οι Wellek & Warren για παράδειγμα ή ο Jack Black διά στόματος Ronnie James Dio. Μάλιστα ανέφερε πως εδώ και κάμποσο καιρό έχει αποφασίσει ότι οι Firewater οφείλουν πρώτα να διασκεδάσουν το κοινό που έρχεται κάθε φορά να τους δει κι ύστερα να το παρακινήσουν να σκεφτεί και να προβληματιστεί γύρω από κάποια ζητήματα. Ε, δεν ξέρω, χρειάζονται κι άλλα συστατικά για μια επιτυχημένη συναυλία;
Η ανταπόκριση του κόσμου, οπωσδήποτε. Η οποία απόψε εκδηλώθηκε, εξίσου απρόσμενη κι εγκαρδιωτική, και υπήρξε αναμφίβολα ο καταλύτης που οδήγησε την μπάντα από ένα χαμηλόφωνο Some Strange Reaction κι ένα μουδιασμένο Borneo σε μια κορύφωση που διήρκεσε τουλάχιστον μία ώρα, συμπεριλαμβάνοντας δύο encore. Παρότι η προσέλευση κάθε άλλο παρά αθρόα, φαίνεται πως αυτοί οι 200-250 άνθρωποι που τιμήσανε το γκρουπ με την παρουσία και το χειροκρότημά τους ήξεραν καλά για ποιο λόγο είχαν έρθει. Ενεός διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι συγκαταλέγονταν κι άλλοι στο κοινό εχτός από μένα που τραγουδούσαν όλους τους στίχους και ζητούσαν επανειλημμένα το Three Legged Dog ή το Folsom Prison Blues. Με αποτέλεσμα (έκπληξη Νο 5) ακόμη και ορισμένα πιο αδύναμα κομμάτια του τελευταίου άλμπουμ σαν το Hey Clown και το Weird to Be Back να μας πάρουν και να μας σηκώσουν.
Η συναυλία πλησιάζει στο τέλος της και σκέφτομαι, πέραν του ότι δεν πρόλαβα να πιω όσο θα ήθελα (γαμώ το), πως η παρουσία του Tod A. στη σύγχρονη μουσική σκηνή είναι στ' αλήθεια ανακουφιστική. Όχι μόνο γιατί δεν αφήνει πλέον τίποτα στην τύχη: συμπτωματικά άραγε φορούσε ένα μπλουζάκι των Clash από την επίσκεψή τους στην Άπω Ανατολή; Πάντως δε θα μπορούσε να επιλέξει μουσικούς πιο ταιριαστούς για τις σαλτιμπάγκικες μελωδίες των Firewater. Ούτε γιατί ως ευγενής "πολιτιστικός αποικιοκράτης" (αμερικάνος είναι, ό,τι κι αν λέει) δείχνει αμέριστο ενδιαφέρον για τους "υποτελείς" του (μεγάλη συζήτηση αυτή, την οποία τελικά προτιμήσαμε να μην ανοίξουμε). Ούτε καν γιατί δεν έχει στα σκαριά κάποιο χαζοχαρούμενο reunion των Cop Shoot Cop. Αλλά διότι κατά την εικοσιπεντάχρονη πορεία του δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας αφοσιωμένος δημιουργός, να πειραματίζεται με διαφορετικούς ήχους, είτε πρόκειται για industrial είτε για world music, να δοκιμάζει τα άκρα τους μαζί με τα δικά του, και να μην επαναπαύεται σε ό,τι καλό ή άσχημο έχει πράξει.
Έτσι και η επιλογή του εύθραυστου Paradise για το δεύτερο encore -ήταν όλοι τους ψόφιοι να ξαναβγούν εδώ που τα λέμε- δεν έγινε διόλου τυχαία, πολύ περισσότερο εκείνη του Bourbon & Division, το οποίο απογείωσε και τον ταπεινό γραφιά σας λίγο προτού μας αποχαιρετίσουν οριστικά, αφήνοντας να αιωρείται μια περίεργη νοσταλγία για το μέλλον... Ουδέν καθοριστικότερο του παροδικού, απ' ό,τι φαίνεται. Μιλήσαμε με τον Tod επί τροχάδην, παρακολουθήσαμε τους Firewater ζωντανά μόλις για μιάμιση ώρα και ήδη αδημονώ για την επόμενη συνάντησή μας. But I won't miss him / because he's already gone.
[Φωτογραφίες - Άκης Καλλόπουλος]