Οι τρεις κοντραΦουριόζοι
Εκείνο το βράδυ κυκλοφορούσαν στα Τρίκαλα ένα εκρηκτικό τζαζ τρίο και ένας ...κλέφτης ποδηλάτων. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Διψάω για πολύ καλές τζαζ συναυλίες. Έχει αποδειχτεί πια ότι τη μεγαλύτερη ικανοποίηση σε live την λαμβάνω με πολύ δυνατές τζαζ μπάντες. Μ’ αρέσει να βλέπω τους μουσικούς να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο και να πασχίζουν να συνευρεθούν, να ενώσουν τις δυνάμεις τους, να εξαπολύσουν ενέργεια. Και τι ρε φίλε θα μου πείτε... αυτό συμβαίνει μόνο στη τζαζ; Όχι βέβαια, αλλά νιώθω ότι στη τζαζ γίνεται πιο αυθόρμητα και πιο ανεπιτήδευτα. Οι μουσικοί μοιάζουν με παιδιά που την «ακούνε» με τα παιχνίδια τους (όταν δεν είναι λιμοκοντόροι κουλτουριάρηδες). Αντίθετα από τα παιδιά όμως, έχουν χύσει πολύ ιδρώτα για να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ οργάνωσης και παιγνίου.
Είναι η δεύτερη φορά που παρακολουθώ ζωντανά ένα από τα τρίο του Γιώργου Κοντραφούρη και ελπίζω να… τριτώσει. Είναι γνωστό ότι είναι μεγάλος παίχτης αλλά εγώ θέλω να τονίσω ότι είναι μεγάλος καλλιτέχνης. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που έχει πέσει με τα μούτρα στο hammond organ μοιάζει να έχει βρει αυτό που έψαχνε σε όλη του τη ζωή (και πιθανόν και στις προηγούμενες). Μιλάμε πραγματικά για ατόφια, χωρίς συμβιβασμούς απόλαυση. Το Flying Jazz Trio που άκουσα αποτελείται από τον Γιώργο στο όργανο, τον Στέφανο Ανδρεάδη στην ηλεκτρική κιθάρα και τον πιο νεαρό Βασίλη Ποδαρά στα τύμπανα. Μέσα στον ωραίο χώρο της Ανδρομέδας στα Τρίκαλα, δυστυχώς δεν είδα πολύ κόσμο. Είναι κρίμα να μην θέλεις να γίνεις κοινωνός μιας σημαντικής καλλιτεχνικής πράξης. Απ’ την άλλη όσοι ήμασταν εκεί γουστάραμε άνετα χωρίς ταλαιπωρίες, θόρυβο και παρεμβολές.
Ο Στέφανος Ανδρεάδης είναι η ήρεμη δύναμη που με το διακριτικό παίξιμό του γινόταν η γέφυρα, το συνδετικό υλικό των συνθέσεων (που θα κυκλοφορήσουν σύντομα και σε δίσκο υπό τον τίτλο ‘‘Nostalgia’’) αλλά και η βάση για να απλώσουν τα ντραμς και το χάμοντ τις εκρηκτικές τους πολυδαίδαλες διαδρομές. Συχνά ακουγόταν ελάχιστα, όμως ένιωθες ότι αν έλειπε, το οικοδόμημα μπορεί και να κατέρρεε. Ο ήχος θα άδειαζε. Είχε βέβαια και τις στιγμές του σε μερικά κομμάτια όπου έχτιζαν οι άλλοι για να πατήσει αυτός και να απογειωθεί.
Ο Φούρης (έτσι τον φωνάζουν οι συμπαίκτες του) είναι συναρπαστικός ρε παιδί μου. Το αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες κινήσεις, βλέποντας και το έξυπνο χαμόγελο ικανοποίησης που δεν τον εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ. Δεν είναι διεκπεραιωτικός ούτε δευτερόλεπτο. Παίζει με την ψυχή του, κοιτάζει διαρκώς τους συντρόφους και ρίχνει και κλεφτές ματιές στο κοινό που μοιάζουν συνωμοτικές. Παίζει με μια στιβαρότητα και με μια καθαρή δύναμη μέσα στη χαρά του που δίνει την εντύπωση ότι η μουσική που παράγεται βγαίνει εύκολα. Όντως βγαίνει εύκολα από μια άποψη, όμως αυτή η ευκολία έχει κερδηθεί με δεκαετίες δουλειάς και παιξίματος. Συχνά επαναλαμβάνει μουσικές φράσεις αυξομειώνοντας τις ταχύτητες έτσι ώστε να οδηγείται ακόμη και σε έναν παιγνιώδη και ιδιότυπο μινιμαλισμό (πιστεύω όχι εσκεμμένα), χωρίς όμως καμία σοβαροφάνεια και μέσα στα πλαίσια της ζεματιστής με πολλές funk στρώσεις τζαζ. Στις κορυφώσεις αγγίζονται τα όρια του noise! Εκεί δηλαδή που η επικοινωνία με τα τύμπανα γίνεται edgy και καλπάζουσα. Και εκεί που τελικά κάνει την εμφάνισή του και το προσωπικό νέο στοιχείο όπου ξεχνάς τις ταμπέλες και ακούς τέχνη.
Ο Ποδαράς είναι επίσης μεγάλο μαστόρι (τον ακούσαμε φέτος και στο εξαιρετικό προσωπικό του άλμπουμ ως Billy Pod “Drums To Heal Society”). Είναι πάντα τρέλα να βλέπεις από κοντά έναν καλό ντράμερ να συνταιριάζει πολλαπλούς ρυθμούς και υφές χτύπων ταυτόχρονα και να συντονίζει χέρια πόδια λες και είναι χταπόδι. Τους ντράμερ τους γουστάρουν πάντα ακόμα και οι άσχετοι, όπως και αυτοί που δε γουστάρουν την τζαζ. Το διαπίστωσα τώρα άλλη μια φορά.
Εν κατακλείδι, όχι απλώς δεν στενοχωρήθηκα που μου έκλεψαν το ποδήλατο και έπρεπε να χαλάσω άλλα τόσα απ’ όσο πλήρωσα για να πάρω ταξί, αλλά νιώθω πολύ τυχερός που ήμουν εκεί.
--
Η φωτογραφία είναι από το live στην Αντίθεση.