Αρμένικη βίζιτα
Ο Δημήτρης Κάζης παρακολούθησε την απολαυστική, χορταστική και τίμια παράσταση του Φοίβου και έχει κάποια πράγματα να πει.
Χρόνια τώρα λέω ότι ο Φοίβος Δεληβοριάς θα είναι το next big thing στο ελληνικό τραγούδι, και όταν με ρωτούσαν τι με κάνει να το πιστεύω δεν μπορούσα να το καθορίσω ακριβώς. Όχι ότι σήμερα που είναι ο σημαντικότερος τραγουδοποιός της γενιάς μας και ο καλύτερος ανάμεσα σε όσους κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή μπορώ, αλλά έχω κάποια πράγματα να πω.
Κατ' αρχήν, στις φωνές που ακούω από τη γαλαρία "τι λες ρε, εδώ άλλοι γεμίζουν γήπεδα" έχω να απαντήσω ότι, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Και στην Ιταλία ο Vasco Rossi γεμίζει τρία βράδια σερί το San Siro και ο De Gregori παίζει σε μπαρ και θέατρα, αλλά κανένας δεν διανοείται να αναρωτηθεί ποιος είναι σημαντικότερος. Οι αριθμοί δεν έχουν θέση εδώ.
Εκ πρώτης όψεως ο Φοίβος Δεληβοριάς είναι μια παραφωνία στο ελληνικό τραγούδι. Θα μπορούσε να είναι ήρωας τραγουδιού του Αγγελάκα: δεν χωράει πουθενά. Πολύ χαμογελαστός για έντεχνος, πολύ διαβασμένος για ποπ, πολύ απολιτίκ για την εποχή, πολύ φλώρος για ροκ. Το τελευταίο (φλώρος, με την έννοια του clean cut καλού παιδιού εκεί που κάνουν παιχνίδι οι "ζόρικοι" και οι "μάγκες") είναι αστείο εσωτερικής κατανάλωσης στην παρέα μας. Του αποδώσαμε το χαρακτηρισμό σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να το συζητήσουμε ο Άρης Καραμπεάζης κι εγώ, με διάθεση αυτοσαρκαστικής οικειότητας και κάθε άλλο παρά απαξίωσης. Εγώ συγκεκριμένα είχα πει από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα "αυτός ο τύπος μου αρέσει γιατί είναι φλώρος με ψυχή σαν κι εμένα". Μέσα σ' ένα τοπίο λοιπόν στο οποίο φάνταζε σαν παραδοξότητα κατάφερε να επιβληθεί με το ταλέντο του, που το καλλιέργησε με πολλά και διαφορετικά ακούσματα, και αυτό δεν είναι ούτε εύκολο ούτε τυχαίο.
Ο Φοίβος Δεληβοριάς, αν και ξεκίνησε σαν παιδί - περίπου - θαύμα, έγινε σημαντικός βήμα - βήμα και τραγούδι - τραγούδι, εκθέτοντας τον εαυτό του κάθε φορά και λίγο παραπάνω. Μα όλοι οι τραγουδοποιοί αυτό κάνουν, θα μου πείτε. Σύμφωνοι, αλλά υπάρχει μια διαφορά. Εκεί που οι άλλοι μιλάνε αόριστα, ο Δεληβοριάς μιλάει με ονόματα. Ονόματα ανθρώπων, δικών του και ξένων, δρόμων, μαγαζιών, περιοδικών και εφημερίδων, εταιριών, ακόμη και σκύλων, και αυτό όχι περιστασιακά, που το έχουν κάνει πολλοί (στο βάθος ακούγεται ο Ρακιντζής να τραγουδάει εγώ κι ο Πουφ), αλλά συστηματικά και κατ' εξακολούθηση. Αντί η πρακτική του αυτή να κάνει τα τραγούδια του ευτελή και εφήμερα, κίνδυνος απόλυτα υπαρκτός, τα κάνει άμεσα, αληθινά και τρυφερά, στιγμιαία και μαζί παντοτινά μνημεία της παιδικότητας, της εφηβείας και της ενηλικίωσης του δημιουργού αλλά και των ακροατών τους. Ψυχικό στριπτήζ επιπέδου Jonathan Richman, και όσοι με ξέρουν εκτιμούν ότι αυτό είναι μεγάλο κομπλιμέντο. Τραγουδάει το μικρό, το προσωπικό και το καθημερινό και αναδεικνύει το ουσιαστικό και το μεγάλο, εκεί που οι περισσότεροι του σιναφιού του προσπαθούν να μιλήσουν ευθέως για το μείζον, το σημαντικό και το επείγον και το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνονται πομπώδεις, και ενοχλητικά διδακτικοί. Σ' αυτή τη γραμμή σκέψης, η Καλλιθέα του χρωστάει τουλάχιστον ένα δρόμο με το όνομά του, γιατί δεν είναι και μικρό πράγμα να φέρεις μια άσημη γειτονιά στα χείλη τόσου κόσμου με τόσο πολλά τραγούδια σου.
To δεύτερο, και όχι λιγότερο σημαντικό, που τον ανέβασε στα μάτια μου είναι το γεγονός ότι δεν επαναπαύτηκε ενώ τον έπαιρνε να το κάνει. Είχε το κοινό του, την επιτυχία του και την ευκολία του και τα ρίσκαρε (ΟΚ, λελογισμένα, αλλά το έκανε) για να πειραματιστεί ηχητικά με τον Αόρατο Άνθρωπο. Του βγήκε, γιατί δεν έχασε κανέναν από τους παλιούς ακροατές του, και κέρδισε και ένα νέο κοινό, που μπορεί να μην είναι πολυάριθμο αλλά κάτι μου λέει ότι το θεωρούσε σημαντικό να το κερδίσει.
Η Αρμένικη Βίζιτα είναι πρώτα απ' όλα μια παράσταση απολαυστική, χορταστική και τίμια. Και από ποιότητα και από ποσότητα. Λίγα τραγούδια μένουν απ' έξω και πολλά που δεν περιμένει κανείς να ακούσει ακούγονται. Και όλα σχεδόν ακούγονται σε εκτελέσεις πολύ πάνω από εκείνες των δίσκων, διασκευασμένα τέλεια και φρέσκα σαν να γράφτηκαν φέτος. Με την εξαίρεση δυο-τριών τραγουδιών που αλλάχτηκαν τόσο πολύ ώστε έγιναν αγνώριστα και αυτό δε μου άρεσε και πολύ, τραγούδια που ξέρουμε και τραγουδάμε χρόνια όπως η Κική, το mp3, το Καλοκαίρι θα 'ρθει και πολλά ακόμη πήραν καινούργια ταυτότητα και αυτό ήτανε δώρο, και γι' αυτά και για 'μας. Ελπίζω να κυκλοφορήσει ηχογράφηση - ντοκουμέντο της παράστασης, θα είναι κρίμα να μην.
Το χιούμορ είναι πάντα παρόν, είτε σε πρώτο πλάνο στις παρλάτες και τις διασκευές που κάνει στα Παπάκια, την Ευλαμπία (σαν 80s ποτ πουρί) και το Βρε πώς μπατιρίσαμε, είτε υποδόριο και αυτοσαρκαστικό, όπως η εκτέλεση του Καθρέφτη, ενός τραγουδιού που παραπέμπει (όπως και το Με βλέπεις σαν φίλο και το Κάθε Σεπτέμβρη) στις μεγάλες λαϊκοκυριλέ πίστες των 70s με τα γυαλιστερά κοστούμια και τις λαμέ τουαλέτες, με τον ίδιο να τραγουδάει όρθιος ανάμεσα στα τραπέζια.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν έκανα μια αναφορά στους μουσικούς που απογειώνουν, όχι μόνο σαν εκτελεστές αλλά και σαν συνδημιουργοί, τα τραγούδια. Η αίσθηση που παίρνεις είναι αυτή του γκρουπ, του πολύ δεμένου και πολύ καβάλα στο παγκόσμιο κύμα γκρουπ, πολύ περισσότερο από αυτή του μοναχικού τραγουδοποιού με τη μπάντα να τον συνοδεύει, και αυτό πιστώνεται κυρίως στον Δεληβοριά που είχε την εξυπνάδα να το αφήσει να γίνει. Είναι σίγουρα η πιο πετυχημένη συνεργασία τραγουδοποιού με ομάδα μουσικών που ακούμε στα 10s, όπως αυτή του Θανάση Παπακωνσταντίνου με τους Λαϊκεδέλικα ήτανε στα 00s, και αυτό σκεφτόμουν την επόμενη μέρα, διασχίζοντας τον κάμπο της Λάρισας, οδηγώντας στο δρόμο προς το σπίτι μου και ακούγοντας τα Ζωντανά, τη live μαρτυρία της εν λόγω συνεργασίας. Καθόλου τυχαία, οι δύο από τους τέσσερεις του γκρουπ έπαιξαν με τον Θανάση αμέσως μετά τους Λαϊκεδέλικα, συνεργάστηκαν με εναπομείναντα μέλη τους και μεταλαμπάδευσαν το πνεύμα της δημιουργικής αναρχίας που τους διακατείχε. Είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα.
Εκτός από τους Παντέλη και Ντούβα, υπάρχουν και πολλές υπόγειες διαδρομές που ενώνουν τον Φοίβο Δεληβοριά με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τουλάχιστον τόσες όσες και οι οφθαλμοφανείς διαφορές τους. Ο ένας γεννήθηκε στη Λάρισα στα τέλη της δεκαετίας του 50, ο άλλος σε γειτονιά της Αθήνας στις αρχές αυτής του 70, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και οι δύο απαθανάτισαν στα τραγούδια τους τον τόπο τους και έγιναν κάτι σαν σήμα κατατεθέν του, και ο τόπος τους τους χρωστάει γι' αυτό. Ο ένας κοιτάει κυρίως στην Ανατολή, ο άλλος κυρίως στη Δύση, χωρίς κανένας από τους δυο να είναι αποκομμένος από την άλλη. Και οι δύο είναι ιδιοσυγκρασιακοί δημιουργοί που ανανέωσαν τον ελληνικό στίχο. Ο Φοίβος είναι ο μόνος που τραγούδησε ότι πάει στα μπουρδέλα κι αυτό ακούστηκε τρυφερό και όχι χοντροκομμένο, ο Θανάσης αυτός που έβαλε σε λαϊκότροπα τραγούδια λέξεις όπως "πάλσαρ", "χαρακίρι" και "μαλλιά της Βερενίκης" και σκάρωσε την ανεπανάληπτη ρίμα "Ανδρομέδα - λακέρδα", κι αυτό ακούστηκε αυθεντικό και όχι κάλπικο. Ο Θανάσης ικανοποίησε την ανάγκη μιας γενιάς μπουχτισμένης από την υπερκατανάλωση να κοιτάξει μέσα της, να ψαχτεί και να 'ρθει σε επαφή με τη μυστική φλέβα που την ενώνει με τις ρίζες της, ο Φοίβος μισή γενιά μετά εκπληρώνει την ανάγκη πολλών, εμού συμπεριλαμβανομένου, να το πάρουμε πιο ελαφρά, να σαχλαμαρίσουμε λίγο, να γελάσουμε με τον εαυτό μας και να νιώσουμε ξανά ότι είμαστε μέρος του σύγχρονου οικουμενικού γίγνεσθαι, τρομαγμένοι από την αναδίπλωση, την ομφαλοσκόπηση και τη ριζοσπαστική συντηρητικοποίηση που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Για όποιον δεν έπιασε το υπονοούμενο, είμαι τρομερά περίεργος για το τι θα έβγαζε μια συνεργασία ανάμεσά τους (ενώ ήμουν και είμαι σίγουρος για το τι θα έβγαζε οποιαδήποτε συνεργασία, υπαρκτή ή όχι, κάποιου από τους δύο με οποιονδήποτε άλλο) και είναι αυτή που θα 'θελα να πραγματοποιηθεί πιο πολύ από όλες τις καλλιτεχνικές συνεργασίες, πιθανές και απίθανες.
Δεν ξέφυγα από το θέμα μου, που είναι η Αρμένικη Βίζιτα. Έγραψα κάποια πράγματα που μου γύριζαν στο μυαλό εδώ και καιρό, και η παράσταση ήταν η αφορμή και βοήθησε να γίνουν λέξεις οι σκόρπιες σκέψεις, και αυτό ήταν και είναι πάντα το θέμα. Άχαστη. Από αυτές που χρόνια μετά θα λέμε στα παιδιά μας "αυτό το χάσατε", και πρέπει να πάτε για να πιάσετε το αστείο.
_____
Φωτογραφίες - Μάριος Κουρουνιώτης