Καλοριφέρ
Αναδρομή με πληρότητα / που ενσωματώνει και την επικαιρότητα / από τον νικητή πάντα / με την καλύτερη μπάντα. Του Αντώνη Ξαγά
Αν πίστευα (ακόμη) σε συλλογικές ομαδοποιήσεις, σε "γενιές", σε ισοπεδωτικές ταυτίσεις, βλέποντας τον Φοίβο για άλλη μία φορά (και μετά από καιρό) επί σκηνής θα μπορούσα να πω "δεν τα καταφέραμε και άσχημα" (ή έτσι τουλάχιστον θα θέλαμε να πιστεύουμε). Κι ας μη ζήσαμε επαναστάσεις και οράματα αντίστασης. Κι ας μη χρειαστήκαμε ποτέ ήρωες. Ίσως κι ευτυχώς...
Το γεγονός πάντως είναι ότι μεγαλώνεις όταν αρχίζεις να μονολογείς "για δες πως πέρασαν τα χρόνια". Κοιτάω τριγύρω μου το κοινό που έχει γεμίσει αυτή τη βραδιά το Passport, συνειδητοποιώ για άλλη μία φορά την πικρή αλήθεια, ότι, ναι, γεννιόντουσαν παιδιά μετά το '90. Είναι και η πορεία του Φοίβου (έτσι τον λέγαμε πάντα, με αυτή την κατακτημένη οικειότητα του αγοριού της διπλανής πόρτας) η οποία να σε αναγκάζει σε τέτοιες αναπολήσεις. Πως πέρασαν τα χρόνια, από τότε που ξεκίνησε σαν άλλο ένα χατζιδακικό μικρομέγαλο το τόσο μακρινό (και τόσο κοντινό) βρώμικο '89. Και μετά, που περάσαμε μαζί τα δήθεν "καλά" χρόνια (Oh les beaux jours!), την ευφορία των 90s, όλη την τρέλα της εποχής των παχιών αγελάδων (οι οποίες ας μην ξεχνάμε ότι ποτέ δεν ήταν παχιές για όλους), της εποχής όπου το να μην ήσουν κραυγαλέα χαρούμενος ήταν έγκλημα καθοσιώσεως, της εποχής με την πολυτέλεια των αντιπαραθέσεων των φλώρων με τους κάγκουρες, των ροκάδων με τους έντεχνους (με τον ίδιο να τοποθετείται κάπου στο μεταίχμιο, σαν ένοχη κρυφή απόλαυση).
Και τώρα που όλα αυτά τα χρόνια έπεσαν επάνω μας εκκωφαντικά, σήμερα που τα αποπαίδια του lifestyle εκείνου έχουν ντυθεί τις προβιές του θορυβώδους αντισυστημισμού σε μια νέα αντιστασιακή αφήγηση (ας μην αρχίσω τώρα την Υβρεοπομπή), ο Φοίβος φαντάζει όχι απλά αξιοπρεπής επιβιώσας αλλά νικητής. Σχεδόν ήρωας. Είπαμε όμως... No more heroes anymore...
Στη νέα του μουσική παράσταση με τον επικίνδυνα σημερινό τίτλο "Καλοριφέρ" ο Φοίβος ενσωματώνει απενοχοποιημένα την επικαιρότητα, από το Πουλάκι Τσίου μέχρι τα Χρυσά Αυγά, χωρίς όμως λαζοπούλειες κολακείες του νοικοκυραίικου γούστου, χωρίς ηθικολογικά κηρύγματα, φτηνό χαβαλέ και επηρμένο αυτομαστίγωμα του τύπου "έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε".
Έχοντας δε μια αρμαθιά από τραγούδια τα οποία έχουν καρφωθεί πια στο συλλογικό υποσυνείδητο, εύκολα θα μπορούσε να στήσει ένα ασφαλές greatest hit πρόγραμμα και να είχε άκοπα την ίδια επιτυχία. Και πραγματικά η αναδρομή την οποία επιχειρεί με επαγγελματική συνέπεια και τελειομανία (ξεπερνώντας εκείνο το βράδυ και ένα βαρύ κρύωμα), έχει μια ευπρόσδεκτη πληρότητα (πολύ χάρηκα που άκουσα και το "Je suis bossu" των σπουδαίων Ημισκουμπρίων). Αλλά από κει και πέρα, δεν επαναπαύτηκε στο κλώσιμο των βολικών και στην παρέλαση των έτοιμων. Σε αυτή την προσπάθεια έχει επιστρατεύσει και την καλύτερη φρονώ μπάντα που είχε ποτέ στο πλάι του, με προεξάρχοντα τον Κώστα Παντέλη, τον οποίο τον θυμόμαστε από Πίσσα και Πούπουλα και Ziggy Was (αλλά και Σπαθιά και Sancho 003 και Θανάση), τον Κωστή "The Thing" Χριστοδούλου στα πλήκτρα, τον Σταμάτη Σταματάκη στο μπάσο και τον σπουδαίο Σωτήρη Ντούβα στα ντραμς. Και μόνο η σύνθεση της ομάδας προδίδει την αποπειρούμενη σύζευξη μεταξύ τζαζ και ροκ, η οποία καλύπτει όμως ένα εύρος το οποίο πιάνει από την easy listening jazz και φτάνει έως την country και το ...post rock. Και είναι στιγμές όπου ο τραγουδιστής αποσύρεται στη γωνιά του και αφήνει την μπάντα να σολάρει, δίνοντας έτσι το χώρο στη μουσική να εκφραστεί αναγκάζοντας και τον κόσμο να ακούσει.
Είναι στιγμές που μια συγκίνηση αιωρείται στο χώρο. Όχι όμως από εκείνη τη βαριά που σου πλακώνει την ψυχή, τούτη έχει κάτι το ανάλαφρο, μοιάζει σαν μπαμπακένιο σύννεφο που γρήγορα διαλύεται στον άνεμο, φέρνει κάτι από την γλύκα και τη χαρμολύπη με την οποία πολλές φορές θυμάσαι περασμένα δυσάρεστα κι επώδυνα. Είναι που τα τραγούδια κουβαλάνε για τον καθένα, συνειρμούς, μνήμες και βιώματα, ύπουλα ξέφτια που μπορεί να ξεχειλώσουν όλο το πουλόβερ. Αυτός ήταν πάντοτε ο Φοίβος άλλωστε. Ένας ποιητής της καθημερινότητας, που τολμά να αναφέρει ονόματα, εμπορικά στέκια και τοπωνύμια που χαράσσουν τις αναμνήσεις μας, που γράφει τραγούδια για τα παιδιά της πόλης, τραγούδια που έχουν κάτι να πουν χωρίς να χρειαστεί να ανοίξεις λεξικό για να πιάσεις το βαθύ νόημα (και αν!), τραγούδια για τις μικρές μας στιγμές, όλες αυτές που δεν θα γράψει ποτέ καμία ιστορία, τραγούδια για τις μικρές μας ήττες, για εκείνη που πέρασε και ποτέ δεν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, για εκείνη που πέρασε και χάθηκε μέσα σε αυτή την πόλη...
Και αναρωτιέμαι αν ποτέ τούτη την ανταπόκριση, τούτη την ταύτιση, τούτο το άγγιγμα, θα το πετύχουν ποτέ όλα αυτά τα γκρουπάκια που ενίοτε αποθεώνουμε, εκείνα που επαίρονται ότι ακούνε λέει καλύτερη μουσική, όχι από εκείνη του συρμού που ακούει ο κόσμος. Γιατί καλό το kraut και τα ...παραπούλια του, αλλά στο κάτω-κάτω της γραφής υπάρχει και η ζωή...
Πειραιάς 2013
Υ.Γ. Μιας που έχουμε φτάσει τα αυτονόητα να αποτελούν ειδήσεις, αξίζει να εξάρουμε την ευγένεια των ανθρώπων που λειτουργούν το Passport, κι ας δοκιμάσαμε τα όριά της με αλλαγές εισιτηρίων και ονομάτων στις πιο ακατάλληλες στιγμές.