Fuck California, You Made Me Boring
Χειρότερη απ'τη Χαλκιδική αλλά με το καλύτερο δισκάδικο του κόσμου, το club με τον καλύτερο ήχο και live των Decemberists, KMFDM και David Kilgour. Του Άρη Καραμπεάζη
"Το παν είναι να διαλέξεις έναν αβανταδόρικο τίτλο που θα τραβήξει τον αναγνώστη. Όλα τα υπόλοιπα, ελάχιστη σημασία έχουν". Ήταν απόλυτος ο αρχισυντάκτης μας για τις προοπτικές του Mic στη νέα σχολική σεζόν, όταν του ζήτησα να δημοσιεύσει σκόρπιες εντυπώσεις από ασύνδετα μεταξύ τους live στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Ακτής, την οποία ανελλιπώς επισκεπτόμαστε οικογενειακώς κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, διότι μπορεί σαν την Χαλκιδική να μην έχει, αλλά κι εμείς τόσα χρόνια δεν αξιωθήκαμε να αποκτήσουμε ένα σπιτάκι σε κάποιο από τα τρία πόδια, οπότε αναγκαζόμαστε να ξενιτευόμαστε.
San Francisco...
Διάβαζα κάπου πρόσφατα ότι ένα από τα πιο ανούσια πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να οργανώσει κάποιο ταξίδι ακολουθώντας "τα χνάρια του ροκ". Να βολοδέρνει δηλαδή ψάχνοντας τα studio της Sun στο Memphis, να ξεψαχνίζει πουκάμισα στο μαγαζί του John Varvatos στη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να ανιχνεύσει αναθυμιάσεις από τις ιδρωμένες ημέρες του CBGB, να τρώει σουβλάκια στον Κόκορα στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, διαισθανόμενος την αύρα του Γιάννη Αγγελάκα στην ποτισμένη λαδόκολλα κλπ. Δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω, όταν με το που κατέβηκα από τη στάση του λεωφορείου αντιλήφθηκα άμεσα ότι η θρυλική Haight Astbury είναι ελάχιστα πιο τουριστική από τα στενά της Πλάκας.
Θα σε ανταμείψει βέβαια καθώς κάπου πριν το τέλος της θα βρεις το κατά πολλούς καλύτερο δισκοπωλείο του κόσμου, Amoeba SF, και λίγο πριν από αυτό ένα από τα καλύτερα μπαρ του κόσμου για να παρατήσεις την συντροφιά που διαμαρτύρεται καθώς περνάνε οι ώρες που δεν λες να φύγεις από το καλύτερο δισκοπωλείο. Όταν φτάσεις σπίτι σου θα έχεις στο ράφι μέχρι και ένα box set για το οποίο σου μίλαγε ο Μάρκος Φράγκος πριν χρόνια και δεν μπορούσες να το βρεις πουθενά. Μακάριοι όσοι μένουν εκεί γύρω!
Επίσης να μην ξεχάσω ότι ο Ian Mackaye προτρέπει τους φίλους του να μην επισκέπτονται το Dischord House όταν τους φέρνει ο δρόμος από την Washington, διότι τίποτε δεν θα βρουν να κάνουν και να δουν και να εξυπηρετούνται μέσω του site. Κάπου εδώ σταματάμε και μπαίνουμε στην ουσία, διότι μία αόρατη απειλή λέει ότι μετά τον Γιάννη Μαλαθρώνα, η κρυφή επιθυμία κάθε μουσικογραφιά είναι να γίνει ταξιδιωτικός δημοσιογράφος ή πράκτορας ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, με ανεπιτυχή ασφαλώς αποτελέσματα, όπως συνεχώς διαπιστώνουμε. Βέβαια αν δεν βρίσκεις κάτι πρωτότυπο να γράψεις για τους Arab Strap, σιγά μη βρεις για την Αψίδα του Θριάμβου, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία (όχι δεν αναφέρομαι στον Αντώνη Ξαγά-Μπουρντέν).
KMFDM live @ The Regency Ballroom, 5/8/2011
Την επόμενη μέρα στον ίδιο χώρο υπήρχε κάτι σαν mini one-day festival με πρώτο όνομα τους Crystal Castles και για να πω την αλήθεια δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να πάμε στους KMFDM, με τους οποίους έχω να ασχοληθώ από τα τέλη της δεκαετίας του '90 (ίσως γιατί ποτέ δεν έχω ασχοληθεί με τους Crystal Castles...). Τέλος πάντων, είναι ένα συγκρότημα που κάποτε μας πώρωνε σε βαθμό συγκίνησης (εμένα και το φίλο μου το Θοδωρή) και από όλες τις ιστορίες γύρω από το όνομα τους προτιμώ εκείνη που θέλουν τα αρχικά να πάνε να πουν Kill Motherfucking Depeche Mode (παρότι είναι αστικός μύθος τελικά), διότι τους Depeche Mode πέντε χρόνια τους λατρεύω και πέντε τους απεχθάνομαι, τώρα είμαι στην δεύτερη δεύτερη πενταετία.
Το Regency Ballroom βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης (έτσι τυχαία το λέω αυτό, μην το παίρνετε τοις μετρητοίς) και αν έχεις φάει τη ζωή σου στο Club του Μύλου, είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός χώρος για τέτοιου είδους live, με ξύλινα χλιδάτα δάπεδα, μάρμαρα, άπλετο χώρο, τεράστια μπαρ, Grey Goose με 6,5 ευρώ (ισοτιμία αγάπη μου) και ήχο να ακούει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Κανονικά δεν έπρεπε βέβαια να μας αφήσουν να μπούμε μέσα, διότι εμφανισιακά ήμασταν -σε σχέση με το υπόλοιπο κοινό- σαν μορμόνοι που πάνε σε rave party. Τις εντυπώσεις (μας) κέρδισε ένας punk goth τύπος πολλών κυβικών με φακούς επαφής που εξαφάνιζαν τις κόρες των ματιών του, αλλά τις εντυπώσεις του κόσμου κέρδισε και μία στέκα μαλλιών που είχα αγοράσει πέρσι στη Ροζίτα αντί μίας περιουσίας, η οποία όμως από ότι καταλαβαίνω σιγά-σιγά την κάνει την απόσβεση της, ειδικά ως εν δυνάμει goth item.
Από τα support σχήματα προλάβαμε τους ελαφρώς θρυλικούς 16 Volt και τους Ιταλούς Army Of The Universe. Οι δεύτεροι δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά οι KMFDM του φτωχού, και καθώς και αυτοί χαρακτηρίζονται αρκετές φορές ως οι Ministry του φτωχού (διαφωνώ) καταλαβαίνει εύκολα κανείς για τι μιλάμε. Οι πρώτοι ήταν αρκετά βίαιοι και επιθετικοί πάνω στη σκηνή, ο frontman τους όμως λίγο αργότερα έπινε μπύρες κάπου δίπλα μας σαν αρνάκι του θεού. Θυμάμαι κάτι σκόρπια τραγούδια τους σε συλλογές της προηγούμενης δεκαετίας, έχω την εντύπωση όμως ότι τον έχουν παρα-αγριέψει τον ήχο τους. Η ιστορία τους είναι κάτι σαν το all star side project των δεύτερων ονομάτων από τα πρώτα ονόματα του industrial rock των τελευταίων 25 χρόνων, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά για τη σημερινή εικόνα της μπάντας. Μόνον για φανατικούς του είδους που λένε...
Για τους φανατικούς είναι και οι KMFDM ασφαλώς, η μηχανική υπεροχή τους όμως καταφέρνει και εντυπωσιάζει ακόμη και τους λιγότερο υποψιασμένους. Το αυτό συνέβη και με εμάς. Σε όλη τη διάρκεια του set τους σκεφτόμουν τι παραπάνω είχε η εμφάνιση των Nine Inch Nails πριν από δύο χρόνια και παραμίλαγαν όλοι σε εκνευριστικό βαθμό και κατέληξα στο ότι τελικά είχαν ένα δυο πράγματα... παρακάτω οι Nine Inch Nails, για να είναι σίγουροι ότι θα είναι προσβάσιμοι στους πάντες. Τον Sacha Konietzko φαίνεται ότι οριστικά πλέον δεν τον απασχολούν τέτοια πράγματα και είναι μάλλον αργά να οδηγήσει το συγκρότημα του λίγο πέρα από τα άκρα, για μια εμπορικότητα, η οποία σήμερα είναι συζητήσιμο μέγεθος για όλους, ούτως ή άλλως.
Δίπλα του η σύζυγος Lucia Ciffarelli (ωραίο όνομα για πορνοστάρ, ε;) είναι κάτι παραπάνω από μία καυτή γκοθού σαραντάρα (41, για την ακρίβεια...) και κλέβει την παράσταση όχι μόνο στα μάτια του αντρικού πληθυσμού. Ο ήχος ακριβοδίκαια μοτορικός, όσο πρέπει μεταλλικός και ίσως λίγο παραπάνω από όσο θα έπρεπε ρετροebmικός (το EBM έχει γεράσει άσχημα ρε γμτ...), σε κάθε περίπτωση όμως αψεγάδιαστος, με τα credits να πηγαίνουν και πάλι στον αρχηγό, που ως γνωστόν είναι από τους καλύτερους ηλεκτρολόγους-μηχανικούς βιομηχανικών ήχων στην πιάτσα (φτιάχνει και τα υδραυλικά, μαθαίνω).
Κάτι για το οποίο θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί κανείς ήταν το setlist, το οποίο επικεντρώθηκε στην τελευταία φάση του συγκροτήματος, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις. Λογικό βέβαια αν σκεφτείς ότι η Lucia βρίσκεται στο συγκρότημα για λιγότερο από δέκα χρόνια (και με διάλλειμα ενδιάμεσα) και σήμερα ο ρόλος της στη σκηνική παρουσία των KMFDM είναι περισσότερο από καταλυτικός. Το Godlike πάντως όλοι το περίμεναν και όλοι ήξεραν ότι θα έρθει στο τέλος της βραδιάς (από τότε που βγήκε το setlist.fm, χάθηκε και το φιλότιμο και η συγνώμη και η έκπληξη), συνεπώς κοινό και συγκρότημα γνώριζαν από πριν ότι θα αποχαιρετιστούν θριαμβευτικά. Στο τέλος πάντως σου έμεινε η αίσθηση πως το γεγονός ότι κάτι περισσότερο από ολάκερο το πρώτο μισό του live αφιερώθηκε στον τελευταίο δίσκο της μπάντας, δεν άφησε τα πράγματα να απογειωθούν όσο θα έπρεπε. Παρά ταύτα άπαντες αποχώρησαν τουλάχιστον ευχαριστημένοι και με τουλάχιστον ένα αντικείμενο από το merchandising της μπάντας στην κατοχή τους (μιλάμε για φοβερό ξεπούλημα).
Οι KMFDM συνεχίζουν μια τεράστια περιοδεία σε ολόκληρη την Βόρεια Αμερική και σε τρία χρόνια που το ημερολόγιο θα δείξει τριάντα-νταν από την ίδρυση τους, ίσως θα είναι η απόλυτη ευκαιρία για μία greatest hits tour που θα βάλει τα πράγματα ακριβοδίκαια στη θέση τους.
Robert Cray Band live @ Yoshi's Jazz Club San Francisco
Εντελώς διαφορετικό σκηνικό, αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακός ήχος. Μάλλον ο καλύτερος ήχος που έχω συναντήσει ποτέ, είτε σε κλειστό, είτε σε ανοιχτό χώρο (συμπεριλαμβάνω και τα live του Wayne Shorter και του Herbie Hancock στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Από κάποια φάση και μετά έχεις την αίσθηση ότι θα μπορούσες να υπομείνεις για ώρες ακόμη και την πιο αδιάφορη ή απεχθή σε σένα μουσική, μόνο και μόνο για να την ακούς εδώ μέσα (να για παράδειγμα μετά από δυο μέρες έπαιζε εκεί ο Maxi Priest...).
Πόσο μάλλον όταν ο Robert Cray είναι από τους καλύτερους εκπροσώπους του ηλεκτρικού blues σήμερα, που χωρίς να καινοτομεί και να τολμά υπέρ το δέον, εν τούτοις δεν αφήνει το είδος να μουχλιάσει. Οι συνθέσεις του είναι ολοκληρωμένες και διηγούνται με συναρπαστικό τρόπο παραδοσιακές blues ιστορίες (μπήκα στο σπίτι ξαφνικά και η γυναίκα μου μαγείρευε για κάποιον άλλον, μπήκα στο σπίτι απροειδοποίητα και η γυναίκα μου έπλενε τα ρούχα κάποιου άλλου κλπ ιστορίες ξαφνιάσματος και νοικοκυριού), η μπάντα είναι εξαιρετική και η κιθάρα του Robert Cray σε κάνει να αναρωτιέσαι τι στο καλό βρίσκεις τόσα χρόνια στα κόλπα που κάνει ο Kevin Shields για να καλύψει το γεγονός ότι δεν ξέρει να παίζει κιθάρα (ε, ντροπή!).
Το Yoshi's είναι αξιοπρεπέστερα μουσικοφιλικό και ελάχιστα τουριστικό σε σχέση με τα αντίστοιχα jazz club της Νέας Υόρκης (σε ένα πήγαμε, αλλά έχουμε άποψη για όλα). Προτρέπει τον κόσμο να δειπνήσει πριν την παράσταση και οι περισσότεροι εμφανίζονται για μία ημέρα και για μία παράσταση μόνον. Για τον ήχο τα είπαμε ήδη, καλύτερα (μάλλον) δεν γίνεται. Το καλό το μαγαζί θεωρείται αυτό που βρίσκεται στο Oakland από ότι διαβάζω, αλλά και το "υποκατάστημα" του Frisco μια χαρά είναι μες στην τελειότητα του. Αντίθετα στο Los Angeles είχαμε δίπλα μας το House Of The Blues, το οποίο όμως ήταν μια διασταύρωση Cafe Americain με Club Very-Koko και αντί για blues είχε μόνο glam συγκροτήματα της συμφοράς, πιάνοντας τον παλμό της Sunset Boulevard (των 80s).
Για μία ώρα και τριάντα λεπτά ακριβώς ο Robert Cray απέδειξε ότι τα πράγματα στη μουσική είναι εντελώς απλά, μας γύρισε πίσω στα βασικά, μας έκανε να θέλουμε να ακούμε συνέχεια τον επιμελημένα λουστραρισμένο ήχο της κιθάρας του και μας οδήγησε (σαν υπνωτισμένους) να αγοράσουμε CD και μπλουζάκια στην έξοδο. Η μπάντα του έδειχνε ευτυχισμένη που παίζει μαζί του και ο εξηντάχρονος άφησε αρκετές φορές την Fender του να ανασάνει για να δώσει σε όλους χώρο να δείξουν τις ικανότητες τους. Για μια νεότερη γενιά ακροατών, σαν και μένα, που έμαθε τον Robert Cray από εκείνο το άλμπουμ του John Lee Hooker του 1989 (The Healer), ο σημερινός ήχος της μπάντας του είναι και πάλι ικανός να μας κάνει να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο έχουμε (άδικα) ξεχάσει τα blues. Μια επίσκεψη και από τα μέρη μας θα μπορούσε να πείσει και τους πιο δύσπιστους.
Los Angeles...
The Decemberists @ Greek Theater, Los Angeles, 12/8/2011
(είχα να διαλέξω ανάμεσα σε αυτούς και τους Eels, διάλεξα αυτούς κυρίως γιατί έχω μια περίεργη αίσθηση ότι φέτος οι Eels θα έρθουν στην Ελλάδα. Την ίδια αίσθηση είχα και πέρσι όταν στο Λονδίνο διάλεξα τους Band Of Horses αντί των Eels και πάλι...)
Αυτή ήταν και η μοναδική "προγραμματισμένη" συναυλία του δεκαπενθημέρου. Είχα κλείσει τα εισιτήρια αρκετούς μήνες πριν, αλλά αυτό δεν αποδείχθηκε ικανό να μας κατεβάσει πέρα από την πέμπτη σειρά από το τέλος του Greek Theater (που από ότι καταλάβαμε ονομάστηκε έτσι κατ' αρχήν επειδή είναι αμφιθεατρικό καθ' ύψος σε στυλ αρχαιοελληνικού θεάτρου και μετά του βάλανε και κάτι γυψοκολώνες για να γίνει ακόμη πιο greek to them). Χωμένο στο καλύτερο σημείο του Griffith Park, highlight του L.A. ακόμη και αν δεν αξίζει τόσο πολύ το live που παίζει τις μέρες που τυχαίνει να βρίσκεσαι στην πόλη ή ακόμη και αν πρόκειται για τόπο βασανιστηρίων (την επόμενη μέρα έπαιζε η Adele για παράδειγμα).
Οι Decemberists κατάφεραν να το γεμίσουν και αυτό μεταφράζεται γύρω στις 6.000 κόσμου, με την τιμή του parking στους υπαίθριους χώρους του θεάτρου να συναγωνίζεται αυτή του εισιτηρίου της συναυλίας. Ο Θάνος Σταυριανάκης μου είπε πρόσφατα ότι είχε πάει κάποτε στην Αμερική με αφορμή ένα live τους και παρότι το θεώρησα υπερβολικό, μετά από την εμφάνιση των εν έτη 2011 ολίγον τι clean & cut Decemberists φαντάζομαι ότι σίγουρα δεν έφυγε απογοητευμένος.
Παρότι και αυτοί δεν ξέχασαν ότι έχουν νέο δίσκο στις προθήκες του i tunes store, το set list ικανοποίησε άνετα όσους χάσαμε τα τελευταία 11 χρόνια συναυλιακής δραστηριότητας του συγκροτήματος, με αποκορύφωμα αυτό που όλοι (εγώ δηλαδή και η Ροζίτα) περιμέναμε: μία όσο πρέπει εκτενής, θεατρική και αυθάδη απόδοση του καλύτερου τους τραγουδιού (The Mariner's Revenge Song), που μας ανάγκασε να αφήσουμε τις απομακρυσμένες θέσεις μας και να πλησιάσουμε όσο μπορούσαμε τη σκηνή, για να βαρέσουμε παλαμάκια και πόδια στο πάτωμα.
Ο Colin Maley με φανερή διάθεση να "πειράξει" τους κατ' ευφημισμό προνομιούχους κατοίκους της πόλης, αναφέρονταν συνεχώς σε αυτούς ως "ανθρώπους του παρακείμενου πάρκου", διηγούνταν διάφορες ιστορίες ανάμεσα στα τραγούδια, απόρησε με την εξωφρενική τιμή της τεράστιας κατά τα άλλα σακούλας pop corn που κρατούσαν οι μισοί των θεατών και την μοιράζονταν με τους άλλους μισούς (20$ !!) και δεν δυσκολεύτηκε να αποδείξει ότι είναι ο καλύτερος "βλάχος" Morrissey στην πιάτσα αυτή τη στιγμή. Ή ο καλύτερος φλεγματικός Bruce Springsteen, αν προτιμάτε αυτήν την όψη του νομίσματος.
Από τη σκηνή απουσίαζε η Jenny Conlee, η οποία στις αρχές της χρονιάς είχε διαγνωστεί με καρκίνο του στήθους και εκτός από την αντικατάστρια της στο line-up υπήρχαν και κονκάρδες στον πάγκο με το merchandise για να συγκεντρωθεί ένα ποσό για αυτήν και άλλους πάσχοντες από την αρρώστια. Ο ήχος των κάθε μορφής πλήκτρων της έλειπε πράγματι από την μπάντα και υπήρχε κάτι λιγότερο "πλούσιο" σε όσα έχουμε συνηθίσει να ακούμε από αυτούς.
Διαβάζουμε συνέχεια ότι τα 00s δεν άφησαν κάποιο στίγμα στη μουσική, ότι δεν υπάρχουν μεγάλα συγκροτήματα και ότι σώνει και καλά πρέπει να ανάβουμε κανά κερί κάθε τόσο στο εικονοστάσι των κάθε U2. Έχω την αίσθηση όμως ότι συγκροτήματα όπως οι Decemberists δύσκολα μπορείς να συναντήσεις σε όλες τις προηγούμενες του ροκ δεκαετίες. Απαιτητικοί και προσιτοί ταυτόχρονα, ξέρουν να παίζουν, να δημιουργούν εντάσεις και σιωπές, έχουν διαβασμένες συνθέσεις και χωρίς να πέφτουν σε επίπεδο φθηνού crossover, φέρνουν κοντά φαινομενικά διαφορετικές μουσικές και αισθητικές αντιλήψεις. Για ένα γεμάτο δίωρο πάνω στη σκηνή έδειξαν ότι το κυνηγάνε σκληρά και με σοβαρότητα το πράγμα, χωρίς όμως να έχουν χάσει το πάθος και την αγωνία των πρώτων ημερών. Έδιναν την αίσθηση ότι και στη σκηνή του Gagarin μπροστά σε 300 άτομα θα είναι το ίδιο άψογοι, όσο μπροστά σε 6.000 σε έναν ακριβό λόφο του Los Angeles. Και αυτό ήταν πάντοτε ίδιον των σπουδαίων συγκροτημάτων.
Pacific Festival
Στο δρόμο μας βρέθηκε και ένα φεστιβάλ. Δύο για την ακρίβεια. Και τα δύο την ίδια μέρα, συνεπώς υποχρεωθήκαμε να επιλέξουμε το ένα. Και επειδή την California σπάνια τη συνδέει κανείς με grindcore, black metal και λοιπές σκοτεινές δυνάμεις, αφήσαμε την Μάχη των Reef που ελάμβανε χώρα λίγα χιλιόμετρα από το ξενοδοχείο, για ένα ηλιόλουστο φεστιβάλ, σε μια ηλιόλουστη λίμνη, με ηλιόλουστους ανθρώπους καμιά 70αριά χλμ μακριά, που όμως για τις αποστάσεις της περιοχής δεν είναι τίποτε.
Η επιλογή αποδείχτηκε σωστή, διότι τα πάντα ήταν όντως ηλιόλουστα και καταπράσινα και οι Αμερικάνοι φεστιβαλιστές γεμάτοι κέφι και όρεξη για χορό. Τα ονόματα του δεύτερου pacific festival που επικεντρώνεται σε electro- rock και γενικότερα dance friendly καταστάσεις, ήταν ιδανικά για να συμβεί αυτό και στην πράξη. Από τον (αναπάντεχα διασκεδαστικό) Afroman μέχρι τους έγκριτους πλέον Cut Copy, τον έξαφνα super star Calvin Harris, που παίζει πρώτο όνομα φέτος σε όποιο φεστιβάλ θέλει να υποχρεώσει τους πελάτες του να χορέψουν, μέχρι την εμφάνιση ποτ-πουρί του Snoop (Doggy) Dogg και τους αθεράπευτα νοσταλγικούς Zoot Woman (με τους οποίους ασχολήθηκαν ελάχιστοι), το εν λόγω φεστιβάλ φρόντισε να απέχει επιμελώς από την indie rock απραξία, που θέλει το κοινό απαθές και σκεπτόμενο.
Παρότι μας πήραν τα (ανοιχτά ατυχώς για εμάς) πακέτα τσιγάρων στην είσοδο προς αποφυγή εισόδου παράνομων ουσιών, μέσα στο χώρο η φούντα ήταν περισσότερη και από το γρασίδι και από μία φάση και μετά αυτό ήταν φανερό στις αντιδράσεις του κοινού. Ή μάλλον παράδοξα φανερό, διότι τόση φούντα και τόση ζωντάνια, σπάνια συναντάει κανείς. Δύο ουσιαστικά μεγάλες σκηνές και άλλες τρεις - τέσσερις μικρότερες, με το κοινό να δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το πώς θα περάσει καλά, ανεξάρτητα από το credibility κάθε ονόματος. Στο τέλος επήλθε το αναπόφευκτο και η ουρά για μια μπύρα (liquor πουθενά!) σε έκανε να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι στην ιδιαίτερη πατρίδα σου, αν αυτή είναι η Μαλακάσα, παρέα με την αγαπημένη σου εταιρεία διοργάνωσης συναυλιών.
Εκ του αντιστρόφου highlight της βραδιάς οι Zoot Woman του "περασμένα μεγαλεία" Stuart Price, όχι επειδή δεν ήταν καλοί πάνω στη σκηνή, αλλά επειδή ήταν μάλλον το μόνο όνομα για το οποίο οι Καλιφορνέζοι επέδειξαν επίμονη αδιαφορία. Κατέληξαν να παίζουν μπροστά σε 100 άτομα και αυτά ούτε καν τυπικά ενθουσιώδη. Νωρίτερα είχαμε δει τους !!! να επαναλαμβάνουν κάτι από το προ τριετίας show στο Synch, αλλά ο ήχος τους αισθάνεται πλέον κουρασμένος και μάλλον το ίδιο αισθάνονται και οι ίδιοι. Ο τραγουδιστής τους παραμένει πριμαντόνα με καυτά σορτσάκια πάντως, αν τυχόν ανησυχείτε. Ονόματα όπως οι Bug Raiders, οι C90s και οι Twelves προσπάθησαν να αποδείξουν ότι αξίζουν κάτι παραπάνω από τριτο-δεύτερη εθνική, αλλά ελάχιστα πράγματα κατάφεραν. Χωρίς αυτό να πάει να πει ότι έριξαν δήθεν τον τόνο και τη διάθεση του φεστιβάλ. Άπαντες είχαν συνείδηση του ότι ο κόσμος θέλει να χορέψει.
Ο Snoop Dogg προφανώς ήταν πληρωμένος για κάτι λιγότερο από τα μισά σε σχέση με αυτά που θα έπαιρνε την επόμενη ημέρα στο Nokia Theater του Los Angeles, για μία φουλ εμφάνιση, μαζί με όλο το team των προστατευόμενων του. Ήταν ο μόνος που ξεκίνησε με καθυστέρηση (ήταν και ο μόνος star θα μου πεις, είναι και η τηλεπερσόνα του στη μέση), αλλά μέχρι να βγει στη σκηνή μπορούσες με 5$ να βγεις φωτογραφίες αγκαλιά με ένα χάρτινο ομοίωμα του. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του στο γρήγορο (ένα κουπλέ- ένα ρεφρέν- επόμενο τραγούδι κ.ο.κ.), παρά ταύτα όμως και καλό ήχο είχε και σταράτα συνεχίζει να τα λέει, οπότε λεπτό δεν ξεχνάς ότι όπως και να το δεις έχεις μπροστά σου έναν θρύλο. Έστω και εκφυλισμένο. Λίγο αργότερα οι Cut Copy θα στήσουν όντως το καλύτερο πάρτι της ημέρας. Σε ένα ελληνικό φεστιβάλ τους φαντάζομαι είτε αγγαρεία στον απογευματινό ήλιο, είτε ξεχασμένους σε μια κλειστή σκηνή σε ανοιχτό φεστιβάλ κάπου μετά τα μεσάνυχτα. Εδώ είχαν ακριβώς τον χρόνο και τον χώρο που ήθελαν για να απογειώσουν το φαινομενικά περιορισμένο εκτόπισμα της μουσικής τους.
Είχαμε συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα ώρες πέριξ της λίμνης και τα μεταμεσονύχτια ονόματα (Zed's Dead, Black Lips κ.λ.π.) δεν ήταν ικανά να μας κρατήσουν και άλλο στο χώρο. Αποχωρήσαμε με το χαμόγελο στα χείλη, όχι γιατί είδαμε τίποτε πράγματα που θα τα θυμόμαστε για χρόνια, αλλά γιατί πήραμε μια γεύση από φεστιβάλ στα οποία ο κόσμος πάει και περνάει καλά, χωρίς πολλές δεύτερες σκέψεις.
David Kilgour/ Richard Buckner live @ Bootleg Theater
Στο L.A. Weekly εκείνης της εβδομάδας υπήρχε για τον David Kilgour ο χαρακτηρισμός "a guitar god for guitar atheists", που είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ. Δεν κατάφερε όμως ο συντάκτης να πείσει και πολλούς κατά πως φαίνεται και έτσι βρεθήκαμε- καθόλου περιέργως- σε μία ακόμη συναυλία των 40-50 ανθρώπων. Από τους οποίους ζήτημα οι πέντε-έξι να είχαμε πάει για τον ξακουστό (?) ηγέτη (?) των Νεοζηλανδών Clean. Υποθέτω άλλωστε ότι μετά το Flight Of The Conchords οι μουσικοί από την Νέα Ζηλανδία νιώθουν μάλλον άβολα όταν επισκέπτονται την Αμερική.
Το Bootleg Theater βρίσκεται σε μια γειτονιά της πόλης, που καμιά σχέση δεν έχει με την εικόνα που η πόλη θέλει να πλασάρει προς τα έξω. Σε κάποια site διαβάσαμε ότι πρόκειται για γκέτο, μην πάτε θα σας κλέψουν τα i phone 4, ίσως και το 3 αν είστε εξαιρετικά άτυχοι κλπ, τελικά επρόκειτο απλά για μερικά blocks γεμάτα με άχαρες πολυκατοικίες και τίποτε περισσότερο. Φιλοξενούνται πειραματικές παραστάσεις, αλλά και αρκετά live. Έχεις τη δυνατότητα να πίνεις τη μπύρα σου καθώς βλέπεις θέατρο, αλλά δεν πουλάνε αλκοόλ. Υποθέτω είναι ένα από αυτά τα μέρη που πηγαίνει κάποιος Έλληνας και όταν γυρνάει στην Αθήνα στήνει κάτι σαν το Bios και ο κόσμος λέει "Ευρώπη γίναμε", ενώ η κεντρική ιδέα ήταν να γίνουμε Αμερική, αλλά δεν πειράζει... Τα πάντα είναι Βερολίνο, άλλωστε!
O Kilgour, μαζί με ακόμη έναν κιθαρίστα, έπαιξε για τρία τέταρτα περίπου, κυρίως την τελευταία του δουλειά στην Merge Records, και ένα δυο πράγματα από το παρελθόν, αλλά όχι αυτό με τους Clean φυσικά. Αν πρόκειται για θεό της κιθάρας; Ασφαλώς! Αλλά με εντελώς διαφορετική θρησκευτική αντίληψη από τις συνήθεις θεότητες του είδους. Χτίζει με την κιθάρα του μια συνήθως παράξενη μελωδία και για ένα τρίλεπτο την γυροφέρνει στο μυαλό του ακροατή, ο οποίος στο τέλος έχει την αίσθηση ότι άκουσε περισσότερες μελωδίες από όσες μπορεί να αντέξει. Δεν ξέρω πώς λέγεται αυτή η τεχνική, αλλά καθώς την έβλεπα στα τρία μέτρα και ακουστικά (όχι με ακουστικά, χωρίς ηλεκτρισμό ήθελα να πω), αντιλήφθηκα οριστικά ποιο ήταν το στοιχείο που πάντοτε ξεχώριζε τον ήχο των Clean και τον τοποθετούσε κάπως μακρύτερα από κάθε τι άλλο, έστω και παρόμοιας αισθητικής. Ένα ζευγάρι χόρεψε κάποιο τραγούδι που λογικά κάποτε του άλλαξε τη ζωή, ο Kilgour αποχαιρέτησε ευγενικά και στην πορεία έφτασαν στο χώρο 10-15 ακόμη άνθρωποι για τον... σταρ της βραδιάς.
Στο ενδιάμεσο μέχρι την εμφάνιση του Richard Buckner γνώρισα τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που παρότι γύρω στα 40 και κάτι, δεν είχε ακούσει ποτέ του Gang Of Four, αλλά παρόλα αυτά κυκλοφορεί με t-shirt του συγκροτήματος, επειδή του έκαναν εντύπωση όσα έγραφε για αυτούς ο Simon Reynolds στο Rip It Up And Start Again. Μετά από αυτό το ότι είχε δει τον Buckner πριν δέκα χρόνια με την πρώην γυναίκα του και την μητέρα της και η πεθερά έκλαιγε στο τέλος δεν μου έκανε και τόση εντύπωση.
To Our Blood του Richard Buckner κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς επίσης από την Merge και πέρασε μάλλον άδικα απαρατήρητο, καθότι έξοχο δείγμα ελεγχόμενα σκληρής και μονοτονικής Americana, χωρίς φτιασίδια και φτιασιδώματα και κυρίως χωρίς περιττούς μύθους να την συνοδεύουν. Καλιφορνέζος με πάνω από 15 χρόνια πορείας, κάποτε πήγε να κάνει το κάτι παραπάνω, αλλά επέστρεψε στις μικρές εταιρείας και τις μοναχικές -σαν και αυτή που τον πετύχαμε- περιοδείες, μαζί με εξίσου μοναχικούς τύπους.
Τελικά αποδείχτηκε ότι το τελευταίο άλμπουμ είναι λιγότερο "έντονο" από αυτό που καταφέρνει και μεταδίδει ζωντανά ο Buckner. Κάπως σαν να τον "λουστράρανε" παραπάνω στο στούντιο μου ακούγεται πλέον. Ο τύπος είναι ένας δίμετρος Ινδιάνος με μπόλικες σκληρές ρομαντικές ιστορίες, που δεν χρειάζονται ούτε γράσσο, ούτε γλάσο, για να σε πείσουν.
Το θέμα είναι ότι επί σκηνής είναι καθηλωτικός. Μαζί με έναν πιστό σύντροφο σε αφαιρετικά και παιδικά πλήκτρα, με δυο μέτρα ύψος να υπαγορεύουν την επιβολή της παρουσίας του και με συνετή χρήση της λούπας στις γυμνές νότες της κιθάρας του, ο Buckner δεν σου επιτρέπει να περάσει δευτερόλεπτο χωρίς να έχεις στραμμένη την προσοχή σου πάνω του. Ο Will Oldham πριν από χρόνια περίμενα να είναι ακριβώς έτσι, αλλά κάπου δεν μπορούσε να επιβάλλει την παρουσία του και να στηρίξει τη μουσική του. Στην περίπτωση του Buckner η παρουσία του ίσως και να είναι πιο έντονη από την ίδια τη μουσική του, καθώς η αλήθεια είναι ότι αρκετά τραγούδια χάνουν την μάχη με την επανάληψη.
Μετά το πέρας και αυτής της εμφάνισης οι πάντες έτρεξαν να συγχαρούν τον Buckner, να φωτογραφηθούν μαζί του και να υπογράψει τους δίσκους του(ς). Ήταν φανερό πως αυτός ήταν ο άνθρωπος τους, ενώ ο Kilgour είχε παρατήσει τα CD του μόνα τους και απλά τριγύρναγε στο χώρο. Τελικά αποδείχτηκε ένας πολύ ευγενικός τύπος, με αγωνία για την οικογένεια του στη Νέα Ζηλανδία, και τύψεις που την παρατάει κάθε τόσο και πάλι για την περιπέτεια των Clean. Θυμόταν την εμφάνιση προ διετίας στο Primavera και ελπίζει ότι θα μπορέσει να επιστρέψει και πάλι στην Ευρώπη. Δίπλα του ακριβώς ο Buckner έδινε την εικόνα ενός μεγάλου σταρ μιας μικρής κοινότητας και εξηγούσε σε έναν τύπο για μια κιθάρα που του είχαν κλέψει από ένα πορτ-μπαγκάζ που συνήθως δεν άνοιγε και για αυτό είχε αναγκαστεί να την αφήσει εκεί.
Αφήσαμε το L.A. με τις πιο anti-L.A. εικόνες που θα μπορούσαμε, την επόμενη μέρα όμως και οδηγώντας για τελευταία φορά σε τεράστιους εντυπωσιακούς δρόμους, δεν έχεις παρά να παραδεχτείς πως όσο και αν ξεκινάς με την ελπίδα να συνταχθείς με την αντισυμβατική EMA, στο τέλος αποχωρείς από την California δίνοντας συμβατικά τα credits της Πολιτείας στους The Mamas And The Papas και σε κανέναν άλλον. Έτσι κάνουν όλοι άλλωστε, έτσι κάναμε και εμείς. Επίσης να πω ότι το Monterey είναι λίγο πιο ενδιαφέρον από τα Καμένα Βούρλα και να κλείσω αυτό το συναρπαστικό κείμενο με την σημείωση ότι κάποιο βράδυ στο San Francisco φάγαμε σε μία μάλλον τελειωμένη take out πιτσαρία, που είχε για διακόσμηση μερικές από τις καλύτερες rock 'n' roll αφίσες, που έχω δει ποτέ. Λίγο είναι αυτό;