Iron Maiden – Legacy Of The Beast World Tour 2022
Αχός βαρύς κιθαριστικός ακούγεται, πολλά καπνογόνα πέφτουν. Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι. Οι Iron Maiden συναυλία κάνουν με κόσμο χιλιάδες. Μεταξύ αυτών ήταν και η Ελένη Φουντή
Η ομάδα ιδρύθηκε Δεκέμβρη του 1975 ανήμερα των Χριστουγέννων, γιατί φαίνεται ο Harris μετρούσε και τις μέρες στο δρόμο για τη “φανέλα”. Και όντως, αντί της διαβόητης στερεοτυπικής heavy metal φαντασίωσης με τον χαβαλέ, τα μπουνίδια, τις αποκεφαλισμένες νυχτερίδες και τη λατρεία του εξαποδώ, οι Iron Maiden υιοθέτησαν μια κουλτούρα επαγγελματισμού, με έναν μόνο στόχο. Να φτιάξουν βαριά φανέλα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια συνέντευξη του Harris, αρκετά παλιά ώστε να του κάνουν ακόμα “what if” ερωτήσεις για τον Di’Anno, στην οποία ο μπασίστας έκοψε καράτε το θέμα: “Δεν υπάρχουν what if για τον Di’Anno. Θα έφευγε ούτως ή άλλως γιατί δεν ήθελε να κάνουμε συναυλίες. Οι Iron Maiden όμως έπρεπε να συνεχίσουν”.
47 χρόνια από τότε έχουν δοθεί πάρα πολλά ματς σε όλο τον κόσμο, σε παμπ, θέατρα, γήπεδα, χωράφια, με όλες τις φυλές φίλων, περαστικών που είδαν φως και μπήκαν, φασαίων που ήρθαν να κοροϊδέψουν, γονιών που έφεραν τα παιδιά τους για την εμπειρία, σκληροπυρηνικών fanboys / fangirls που ξέρουν από πού ψωνίζει περικάρπια ο Nicko McBrain κλπ, όμως ανεξάρτητα από το ποιον έχουν απέναντι, οι Iron Maiden παίζουν πάντα γι’ αυτή τη φανέλα. Σαν τη Squadra Azzurra. Και με αυτή την προσμονή πάμε να τους δούμε κάθε φορά. Win or lose, η φανέλα πρέπει να ματώσει και στις 16 Ιουλίου στο Ολυμπιακό Στάδιο δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι δώσαμε το παρών για να το διαπιστώσουμε.
Δεν πρόλαβα τους Lord Of The Lost και όταν έφτασα έπαιζαν ήδη οι Airbourne, φουλ χαβαλέδες κλώνοι των AC/DC που ζέσταναν ωραία τον χώρο, αλλά ομολογώ ότι δεν με κράτησαν. Στο μεταξύ όσο περνούσε η ώρα, στην αριστερή πλευρά του Standing A καταλαβαίναμε ότι θα βλέπαμε τον αριθμό του θηρίου άνετα και από κοντά. Όχι όμως χωρίς κόστος για τον κόσμο στο ασφυκτικά γεμάτο Standing B, όπως πληροφορήθηκα την επόμενη μέρα. Γράφτηκαν πολλά για το ζήτημα και εγείρει προβληματισμό ο διαχωρισμός σε ζώνες με κριτήριο τις οικονομικές δυνατότητες των θεατών, πάντως η διαχείριση της αρένας αποδείχθηκε τόσο άγαρμπα αποτυχημένη, που το αποκλείω να υπήρχε σκοπιμότητα, όχι βέβαια ότι αυτό απαλλάσσει τους διοργανωτές από τις ευθύνες τους.
Δύο λεπτά πριν τις 9μμ ακούστηκε το “Doctor Doctor” των U.F.O., αδιαμφισβήτητο σήμα έναρξης. Ακριβώς στην ώρα τους, οι Iron Maiden ανέβηκαν στη γιαπωνέζικη – ένεκα “Senjutsu” - σκηνή και τότε, από τις οπαδικές ξέφρενες τσιρίδες, κατάλαβα ότι ήμασταν πραγματικά πολλοί. Στη φετινή εκδοχή του Legacy Of The Beast World Tour, το εναρκτήριο “Aces High” μετακινήθηκε στο τέλος, δίνοντας τη θέση του στα τρία πρώτα κομμάτια του δίσκου, δηλαδή “Senjutsu”, “Stratego” και “The Writing On The Wall”, τα οποία εκτελέστηκαν άρτια, αν και μου έλειψε η ωμή tribal αίσθηση των ντραμς χωρίς αύριο που βγάζει ο McBrain στον δίσκο. Όλη η ουσία του ομώνυμου opener κομματιού είναι τα πένθιμα τύμπανα πολέμου. Δεν τα άκουσα στο ΟΑΚΑ. Ο Dickinson φαινόταν σε μεγάλα κέφια και φόρμα, φωνητικά φρέσκος, φορτσάτος και έριξε και την τρολιά του “So! Alexander the Great... didn’t see The Writing On The Wall” στο κατάλληλο σημείο. Πολύ θα ‘θελα να λέω εδώ ότι μας κούρασες χρυσέ μου, ή παίξτε το ή αφήστε μας, σιγά το τραγούδι κιόλας (σόρι, αλλά βρίσκω ότι είναι το μόνο κομμάτι που βούλιαξε στη “θάλασσα της τρέλας” υπό το βάρος των πλήκτρων του “Somewhere In Time”). Στην πραγματικότητα όμως το ελληνικό κοινό πάει γυρεύοντας. Αρκεί να δει κανείς τα σχόλια για τον Αλέξανδρο στα φετινά ποστ των Maiden που αφορούν το ΟΑΚΑ (cringe intensifies).
Τη σκυτάλη πήρε η παλιά φρουρά του ρεπερτορίου, με το κλασικό fan favourite “Revelations” και το “Blood Brothers” (έγινε παλιό κι αυτό!) από το “Brave New World”, τον πρώτο δίσκο μετά την επανένωση του 1999. Στο δεύτερο τραγούδι, αν και από τα λιγότερο αγαπημένα μου, θέλω να σταθώ λίγο. Πολλά μεγάλα συγκροτήματα έχουν κατά καιρούς επιστρέψει ή αναβαπτιστεί, αλλά η νέα εποχή των Iron Maiden είναι ειδική περίπτωση, γιατί βέβαια δεν αποτελεί καν επιστροφή (το συγκρότημα είναι δισκογραφικά ενεργό αδιάκοπα από το ντεμπούτο του 1980), αλλά και επειδή μετά το “Brave New World” οι Maiden πέρασαν σε άλλη κατηγορία από άποψη απήχησης. Εδώ έχουμε μια μπάντα που αντί να προσπαθεί να κρατήσει το κοινό της με νέους δίσκους, έχει δώσει διαπιστευτήρια ευρύτερου μουσικού θεσμού σε έναν κόσμο πέρα από το μέταλ και αγκαλιάστηκε ως τέτοια. Το είπα και νωρίτερα για το ετερόκλητο κοινό. Το 1995 που τους είδα πρώτη φορά στο πλαίσιο του “The X Factour” (εξαιρετικό pun, παρεμπιπτόντως), πρέπει να ήμουν από τους λίγους μη metalheads στο Ιβανώφειο, αλλά το περασμένο Σάββατο στο ΟΑΚΑ βρεθήκαμε σε μια σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα συγκυρία αποτύπωσης του heavy metal ως μεγάλης λαϊκής έκφρασης. Η μόνη άλλη φορά που το ξαναζήσαμε αυτό τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν και πάλι η συναυλία των Iron Maiden, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Legacy Of The Beast Tour το 2018. Αυτή λοιπόν τη λαϊκότητα οι Maiden την τιμούν πάντα στις συναυλίες τους, με κατάλληλες προσθήκες στη setlist όπως το “Blood Brothers”.
Όλα κυλούσαν πρίμα και προϊδέαζαν για έναν business as usual συναυλιακό περίπατο του θηρίου χωρίς εκπλήξεις, κάτι που για μένα διαψεύστηκε με το “Sign Of The Cross” (πάω στοίχημα ότι άλλο περιμένατε να διαβάσετε). Το κομμάτι είναι ούτως ή άλλως εξαιρετικό, αλλά σίγουρα στον πάγκο της ομάδας, γαντζωμένο στην εποχή της βαθιάς εσωστρέφειας. Τέτοιες μονάδες χρειάζονται ειδική μέριμνα για να βγουν μπροστά και οι Maiden το τόλμησαν, έχοντας προετοιμάσει μία εκπληκτική εκτέλεση και σκηνική παρουσία του κομματιού, με ενισχυμένες ψαλμωδίες, έναν Harris να χτυπιέται τραγουδώντας κάθε στίχο (κλασικά), σκυμμένο με το πόδι μπροστά στη χαρακτηριστική του στάση και τον Dickinson επιβλητική αμφίσημη ιερή / ανίερη μορφή μέσα στη μαύρη μπέρτα. Ασφαλώς και το “Flight Of Icarus” (το πιο 70s classic rock κομμάτι που έχει γραφτεί στα 80s ever!) ήταν κορυφαίο. Και στο “Fear Of The Dark” νόμιζες ότι θα γκρεμιστεί κανένα διάζωμα από τις φωνές κι ας μας φρενάρει πλέον στο φινάλε το αψεγάδιαστο click track (o tempora o mores). Και για το “Hallowed Be Thy Name” τι να πούμε πια. Σημειώνω με την ευκαιρία ότι ο Dickinson στο ΟΑΚΑ ήταν ερμηνευτικά ανώτερος σε σχέση με τη συναυλία του 2018. Αλλά πάνω απ’ όλα, αυτή ήταν η βραδιά του “Sign Of The Cross”.
Κι εκεί που παραληρούσαμε από ενθουσιασμό γιατί η ομάδα τα έδινε όλα για τη φανέλα, έγινε φυσικά η στραβή. Αναμενόμενο, καθώς ήδη από τον Ίκαρο η ατμόσφαιρα άρχισε να βαραίνει, εξαιτίας της συνήθους εγωπαθούς, μη αλληλέγγυας μειοψηφίας, που στις συναυλίες καταπιέζει όλους τους άλλους πετώντας καπνογόνα, πυρσούς κλπ, με σήμα το ρατσιστικό - αναπηροφοβικό επιχείρημα “συναυλίες για λίγους, για νέους, εύρωστους και ρωμαλέους”. Υποθέτω πως όταν μας βάλουν φωτιά μια μέρα, όλοι αυτοί οι “λεβέντες” θα αναλάβουν ντόμπρα τις ευθύνες τους και δεν θα τρέχουν σπασμωδικά σαν λαγοί. Κατεξοχήν υπεύθυνοι είναι ασφαλώς οι διοργανωτές, καθώς πέρα από ζητήματα επαγγελματισμού, η τήρηση κανόνων ασφαλείας για το κοινό είναι για τον διοργανωτή νομική υποχρέωση. Αυτό σημαίνει ότι η διενέργεια ελέγχων κατά την είσοδο για επικίνδυνα αντικείμενα, εκρηκτικά κλπ είναι ελάχιστο καθήκον απέναντι στον θεατή μιας συναυλίας. Όμως αυτοί οι έλεγχοι δεν έγιναν το περασμένο Σάββατο στο ΟΑΚΑ και δεν υπάρχει δικαιολογία.
Ο Bruce έβρισε άσχημα τον οπαδό με το καπνογόνο - το ελληνικό κοινό γνωρίζει τουλάχιστον από το 1999 ότι οι Iron Maiden βγάζουν καπνούς (pun intended) από τα αυτιά με τους πυρσούς - και χειρίστηκε την κατάσταση εντελώς λανθασμένα, με τρόπο που δεν τον τιμά. Αν δεν είχαν γραφτεί στη συνέχεια τόσες υπερβολές στα social media και τόσα τραγελαφικά μανιφέστα υπεράσπισης του δικαιώματος στο.. καπνογόνο από μερίδα του ελληνικού τύπου, τώρα θα τα έχωνα στον Dickinson. Πλέον όμως δεν μπορώ. Ξεπερνάμε λοιπόν μια άστοχη υπερβολή που ειπώθηκε πάνω σε απόλυτα δικαιολογημένο εκνευρισμό και προχωράμε.
Ως γνωστόν, αυτά συνέβησαν στο “The Number Of The Beast”, που κατέληξε σε ερμηνευτικό φιάσκο του Bruce, καθώς προφανώς από το σημείο όπου αποσύρθηκε προσωρινά για να μπορέσει να ανασάνει, δεν άκουγε και πάτησε τελείως λάθος στο κομμάτι. Βρήκε το μέτρο μόνο προς το τέλος. Βλέποντας σχετικό βίντεο εκ των υστέρων, ξαφνιάστηκα όταν άκουσα ότι οι υπόλοιποι παρέμειναν ολόσωστοι. Την ώρα εκείνη, από το πολύ ξενέρωμα, ήμουν σίγουρη πως πήγαιναν όλα κατά διαόλου (κι εδώ pun intended, αλίμονο). Ανεξάρτητα πάντως από τα ποιος / πού / γιατί, αυτή η εκτέλεση του number σίγουρα θα μείνει στην ιστορία των Maiden ως μελανή σελίδα.
Scream for me Athens! Οι Βρετανοί έκαναν στη συνέχεια τεράστια προσπάθεια να σηκώσουν και πάλι ψηλά τη φανέλα του θηρίου με το “Iron Maiden” και τα “The Trooper”, “The Clansman” (εδώ νομίζω λείπει πάντα η σκοτεινή, βαριά φωνή του Bayley) και “Run To The Hills” με τα οποία ολοκληρώθηκε το πρώτο encore. Νομίζω πως τα κατάφεραν, αν και από άποψη ενέργειας, το “τρέξιμο στους λόφους” μου ακούστηκε λίγο σαν περίπατος στην εξοχή. Ο Dave Murray - σταθερά η πιο “θέλω παγωτό” αξιαγάπητη φατσούλα σε όλο το heavy metal - με τον Janick Gers αναδείχθηκαν σε εκρηκτικό δίδυμο στις κιθάρες. Ήταν απόλαυση να τους βλέπεις μαζί. Ο Adrian Smith από την άλλη φαινόταν αρκετά low-key και πήρε σαφώς λιγότερα σόλα.
“We shall go on to the end.. we shall fight in France.. we shall fight on the seas and oceans..” Όταν ακούς την ιστορική ομιλία του Τσώρτσιλ σε συναυλία των Iron Maiden, μονοσήμαντα μπαίνει το “Aces High”. Εκτός από τον έλεγχο για καπνογόνα στην είσοδο, οι θεατές πρέπει κανονικά να υποβάλλονται και σε μίνι κουίζ για το θέμα. Το κομμάτι παίχτηκε καταπληκτικά, ο κόσμος ξελαρυγγιάστηκε τραγουδώντας και ο Dickinson φεύγοντας ευχαρίστησε το κοινό τρεις φορές αν θυμάμαι καλά. Δεν χρειάζονται οι υπερβολές που διαβάσαμε. Περιττό, δε, να πω ότι στις περήφανες εθνικές κλάψες για το (long overdue εδώ που τα λέμε) ξέσπασμα του Bruce, δεν είδα ούτε μισή λέξη αυτοκριτικής για το επικά γελοίο γεγονός ότι τα καπνογόνα συνέχισαν να πέφτουν βροχή αμέσως μετά το συμβάν και μέχρι τέλους, σαν να μην ενοχλούμαστε όλοι, σαν να μην έχει εξηγήσει ο τραγουδιστής ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει υπό αυτές τις συνθήκες. Όχι κλάματα λοιπόν για μια ομάδα που πάει στα αποδυτήρια με το κεφάλι ψηλά, για μια φανέλα που ακόμα και την ώρα του ανάλαφρου “Always Look On The Bright Side Of Life” των Monty Python κάτω από τα χαρούμενα πυροτεχνήματα φαινόταν πανβρώμικη, ιδρωμένη, ματωμένη, όπως της πρέπει. Μεγάλο ματς η κληρονομιά του θηρίου, μέχρι το επόμενο. Τα λέμε εκεί!