Γιάννης Αγγελάκας και οι Επισκέπτες
Είναι πολύ παρήγορο να βλέπεις τόσο πολύ νεαρόκοσμο μαζωγμένο για έναν κοινό σκοπό. Τα νιάτα της πόλης μας έδωσαν ποσοτικό και ποιοτικό παρόν και μέλλον [κυρίως δια του παρελθόντος βεβαίως, βεβαίως] στο τελευταίο ραντεβού τους με τον τραγουδοποιό του μεγαλύτερου ελληνικού ροκ γκρουπ. Το παρελθόν φυγήν αδύνατον, αλλά πάντα υπάρχει χωροχρόνος για μια επιπλέον προσπάθεια.
Η ώρα έχει πάει έντεκα παρά τέταρτο. Τα πλήθη σφυρίζουν εν χορώ. Κάποιος έλλην φασουλής αποφασίζει να κάνει τον καουμπόη και μας προαναγγέλλει τον Σαδίκη αλλ' αυτός εμφανίζεται απ' την ανάποδή του πλευρά. Μετά απ' αυτήν την κρύα και ανέμπνευστη υποδοχή, ακούμε τον Ντίνο να τραγουδάει τρεις φορές μόνος του -χωρίς κανόνα- με μια κιθάρα για συντροφιά, για τον καιρό που "είχε έρωτες και παραφύλαγε στις γωνιές". Τα λόγια γνωστά σε όλους και η πλατεία πρόθυμη να τα επαναλάβει.
Στις έντεκα η πίστα γέμισε νοματαίους. Δεκατέσσερις ζωή να 'χουνε, με το πορτοκαλί να κυριαρχεί στα ρούχα τους. Δεξιά οι τρεις πορτοκαλιές ολόσωμες φόρμες με τα πνευστά τους. Τέρμα αριστερά τα δυο έγχορδα, κοκκινοπορτοκαλί και λευκό. Πίσω τους ένα μπάσο κι ένα κοντραμπάσο χωρίς ηχείο. Ο Σαδίκης πορτοκαλί μπλούζα κι αυτός με πορτοκαλί φο λελούδι στο σακάκι. Πίσω τρεις με κρουστά διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων, πορτοκαλί, πράσινο και δεν θυμάμαι. Μπροστά τους καθιστή μια κιθάρα κι ένα powerbook για τα απαραίτητα ηλεκτρόνια.
Στις έντεκα λοιπόν βγαίνει ο ένας ο μέγας ο πολλά βαρύς, ο Γιάννης ο καραμπουζουκλής, ντυμένος στα μαύρα. Το σετ αρχίζει με προβλήματα. Ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει κι αδημονεί. Ο Γιάννης τ' άξιο παιδί ζητάει κατανόηση και εξηγεί. Τα πράματα στρώνουν. Η ένταση έχει χτυπήσει κόκκινο πριν καλά-καλά ανοίξει το στόμα του. Όλοι μα όλοι τους μοιάζουν συντονισμένοι. Απογειωμένοι πριν καλά-καλά να ζεσταθούν. Φτιαγμένοι έτοιμοι σαν από καιρό. Σα να μην πέρασε μια μέρα, μια ώρα, ένα λεπτό.
Το παλικάρι ο Γιάννης συνεχίζει ακάθεκτος και φιλότιμος. Δεν κάνει χατίρια κανενός όσο να τον τσιγκλάνε. Τι κι αν μαίνονται "ω είν' ωραία στον παράδεισο", αυτός ανεβαίνει ακάθεκτος το δικό του γολγοθά "ακούγοντας την αγάπη". Οι σκέψεις του ακολουθούν κι οι δικές μου απομακρύνονται. Το κοινό λυσσάει να προβλέψει την έκβαση της παράστασης, της συναυλίας, τη σειρά των τραγουδιών, τις πρώτες νότες του επόμενου.
Οι φίλοι του, μουσικοί όλοι τους και παιχταράδες, τον πάνε στα άκρα. Τα κομμάτια ξαναχτίζονται, οι γέφυρες ξαναφτιάχνονται απ' την αρχή, τα μπετά ωριμάζουν, τα όργανα αυθαδιάζουν. Η φαντασία -ο αυτοσχεδιασμός κατά Τσιτσάνη- πάει άτα. Κι εκείνη η αφιέρωση στον Καρατζαφέρη που "μας κρύβει το θεό" θαρρείς και είμαστε διογένηδες, μου φάνηκε πιασάρικη, πολύ πιασάρικη. Η πλέον άτυχη στιγμή όμως ήταν αυτά τα έρμα "τα ματόκλαδα σου λάμπουν". Τα δικά μου πάντως βαραίνουν. Λόγω κάπνας, λόγω νέφους, λόγω της κουραστικής για με ημέρας; Μάλλον απ' τα δυνατά φώτα που με σημαδεύουν με ανακριτική εκνευριστική επιμονή.
Μισή ώρα μετά το μέσο της νυκτός, βγαίνει ο Ξυλούρης ο νεότερος μετά τινός σύντεκνού του. Σαν σε διάλειμμα η ορχήστρα αποσύρεται. Ευκαιρία να κάνουν όλοι από ένα τσιγαράκι για να πυκνώσει η ατμόσφαιρα. Εγώ κρατώ αυτό που είπε εν αρχή ο Σαδίκης με ραγισμένη την καρδιά και χωρίς μπαγλαμαδάκι: είμαστε όλοι επισκέπτες. Στην Αποθήκη, στο Μύλο, στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στη γη, στο ηλιακό σύστημα, στο γαλαξία μας, στο σύμπαν, σε κόσμους παράλληλους - ποιος να ξέρει. Στο τώρα, στο αύριο, στο χθες, στο προχθές, στο μεθαύριο, νυν και αεί. Α, ρε Δία!