@ Μ2 (στα πλαίσια του Reworks Agora)
Μουσική από χορδές πιάνου, ξυλάκια, αλουμινόχαρτο, ντέφι, γυάλινα πιατάκια, ξύλινες σφήνες και χριστουγεννιάτικες μπάλες. Της Μαριάννας Βασιλείου
Λέγεται ότι μεγάλος αριθμός μουσικών δεν μπορεί να δώσει συναυλίες παρά μόνο με το δικό του μουσικό όργανο. Ένας κιθαρίστας ή μια βιολονίστα μπορεί να λύσει εύκολα αυτό το πρόβλημα, καθώς το όργανό τους είναι δυνατό να μεταφερθεί σε όλο τον κόσμο και με όλα τα μεταφορικά μέσα. Τι κάνει όμως ένας πιανίστας, αν δεν είναι η Tori Amos, η οποία κουβαλά το πιάνο της σε κάθε της περιοδεία; Και τι γίνεται όταν το όργανο είναι τροποποιημένο από τον ίδιο το μουσικό για να μπορέσει να έχει το ηχητικό αποτέλεσμα που ο ίδιος επιθυμεί; (Κάτι ξέρουν οι Sonic Youth σχετικά, καθώς το 1999 άγνωστοι τους έκλεψαν όλον τον εξοπλισμό τους, με αποτέλεσμα πολλά τραγούδια τους να μην ξανακουστούν ίδια στις συναυλίες τους). Μπορεί να βγάλει με ένα άλλο όργανο το αποτέλεσμα που θέλει;
Τα ερωτήματα αυτά στριφογύριζαν στο κεφάλι μου σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας του Hauschka – κατά κόσμον Volker Bertelmann (Φόλκερ και ουχί Βόλκερ, όπως με ενημέρωσε ο αγαπητός σύντροφος Αντώνης Ξαγάς). Ομολογώ ότι, παρά ότι το Reworks Festival είναι από τα σημαντικότερα – αν όχι το πιο σημαντικό και σταθερό - φεστιβάλ της χώρας, ο μουσικός του προσανατολισμός δεν είναι αυτός που προτιμώ σε προσωπικό καθαρά επίπεδο. Οι εμφανίσεις όμως καλλιτεχνών που υπηρετούν τον “neo-classical” ήχο στα πλαίσιά του καταδεικνύουν το πόσο ανοιχτόμυαλο και το πόσο πλουραλιστικό φεστιβάλ είναι. Το 2014 ακούσαμε τον Max Richter να παρουσιάζει μαζί με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης το “Vivaldi Recomposed”, το 2016 εμφανίστηκαν ο Lambert και ο Federico Albanese και φέτος ήρθε η σειρά του Hauschka. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, είναι «ένας μουσικός που έφερε μια νέα διάσταση στην τεχνική του προετοιμασμένου πιάνου, μια τεχνική όπου βίδες, κομμάτια χαρτιού και άλλα στοιχεία είναι συνδεδεμένα με τις χορδές και αλλοιώνουν τον ήχο». Ακριβής περιγραφή, αλλά λίγη για το ποιόν του Hauschka.
Πριν ξεκινήσει να παίζει, δήλωσε ότι η μουσική τον κάνει να νιώθει σαν παιδί, γιατί του παρέχει έναν κόσμο όπου έχει τις άπειρες δυνατότητες να κάνει ό, τι θέλει και όπως το θέλει. Ακολούθησε μια συναυλία εστιασμένη στην τελευταία του δουλειά “What If”, με πολύ έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού που διήρκεσε μία ώρα και κάτι, με μία πολύ έντονη αντίθεση ανάμεσα στις ήρεμες, μετρημένες κινήσεις του Hauschka και στην ένταση που έβγαινε από το πιάνο. Παρά το γεγονός ότι ήμουν στο τέλος μια πολύ κουραστικής μέρας, το distortion (που δεν ήταν ηλεκτρονικό, αλλά καστανιέτες πάνω στις χορδές του πιάνου) και τα ηλεκτρονικά στοιχεία (που δύσκολα μπορούσε κανείς να καταλάβει αν ήταν κατασκευασμένα από το πιάνο ή προστιθέμενα εξωτερικά) δεν με άγχωσαν παραπάνω, αλλά τουναντίον με ταξίδεψαν και με χαλάρωσαν.
Είναι κρίμα που δεν υπήρχε κάποια οθόνη, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε όλα όσα υπήρχαν μέσα στο πιάνο και το πώς αυτά αλληλεπιδρούσαν με τις χορδές. Μόνο προς το τέλος, όπου άρχισε να τα βγάζει ένα-ένα από το πιάνο και να τα πετάει στο πάτωμα, παίζοντας παράλληλα μουσική, ένιωσα ότι η μουσική άρχισε να «καθαρίζει». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πριν ακούγαμε θόρυβο ή βόμβους – απλά ο ήχος επέστρεψε στη μορφή που τον έχουμε συνηθίσει, πριν κλείσει η συναυλία με μια απλή μελωδία από λίγες νότες. Και διαπιστώσαμε ιδίοις ωσί πώς ένας συνδυασμός από χορδές πιάνου, ξυλάκια, αλουμινόχαρτο, ντέφι, γυάλινα πιατάκια, ξύλινες σφήνες και χριστουγεννιάτικες μπάλες δημιουργεί μουσική. Τα πάντα είναι εν δυνάμει μουσικά όργανα.
Στο encore, ο Hauschka έπαιξε ένα κομμάτι που δεν υπάρχει σε κανένα δίσκο του, στο οποίο κόβει κομμάτια τυχαίου μεγέθους από μονωτική ταινία και με αυτά δένει τις χορδές του πιάνου. Όπως μας είπε, το κομμάτι λέγεται “Gaffa-Tape” και είναι πάντα διαφορετικό, ανάλογα με το είδος της μονωτικής ταινίας, το πάχος των κομματιών και τον τρόπο δεσίματος των χορδών.
Τα ερωτήματα που ανέφερα στην αρχή του παρόντος απαντήθηκαν μετά την συναυλία, όταν ο Hauschka περίμενε όλο τον κόσμο στην είσοδο του Μ2 για να υπογράψει δίσκους και να πιάσει κουβέντα μαζί του. Γλυκύτατος και ευγενέστατος, παρά το τζετ λαγκ (είχε έρθει την προηγουμένη από το Μόντρεαλ), μου είπε ότι έχει παίξει σε κάθε είδους πιάνο, χωρίς να ζητάει ποτέ καμιά απολύτως προδιαγραφή από τους διοργανωτές, και απλά τοποθετεί τα εξαρτήματα πριν κάθε του εμφάνιση. «Έχω παίξει και σε όρθιο πιάνο, δεν με πειράζει, απλά πρέπει να το ανοίξω για να βάλω τα πράγματα μέσα. Μάλιστα το βρίσκω και πολύ ενδιαφέρον, γιατί στο όρθιο πιάνο πρέπει να τα δέσω με ταινία γιατί πέφτουν, ενώ στο πιάνο με ουρά δεν είναι σταθερά και ταλαντεύονται. Ο ήχος είναι διαφορετικός σε κάθε είδους πιάνο και αυτό με ιντριγκάρει πολύ». Όχι μόνο σε κάθε είδους πιάνο, θα έλεγα εγώ. Ακόμα και στο ίδιο πιάνο, αν βάλεις κάθετα τη σφήνα και όχι οριζόντια, φερ’ ειπείν, δυο διαφορετικούς ήχους θα βγάλεις. Πόσο μάλλον σε διαφορετικά πιάνα ή σε διαφορετικά μουσικά όργανα. Ο Ηράκλειτος, ο σκοτεινός φιλόσοφος, είχε απόλυτο δίκιο: δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης και δις την αυτή μουσική ουκ αν ακούσειας. Ζωντανά τουλάχιστον.