Μια άσκηση φυσικής λυμένη
"Στις συναυλίες πάμε παρέα και θυμόμαστε μόνοι, κι όλοι χορεύουνε μαζί και μόνοι, ο καθένας τα δικά του". Της Ελένης Φουντή
Περνάω από τραγούδι σε τραγούδι, περνάω από συναυλία σε συναυλία μέσα στο κόκκινο καυτό καλοκαίρι. Άλλοθι με 39° καλοκαίρι.
Αλήθεια, αύριο μεθαύριο, σε δέκα χρόνια, τι θα έχει μείνει από όλα αυτά; Θα γίνουν και αυτές οι συναυλίες κομματάκια του μέσα εαυτού μας μαζί με άλλες συναυλίες, βιβλία, ταξίδια και δίσκους, ή θα τις παρατήσουμε σαν ξεχασμένες ξεθωριασμένες εικόνες, στο δρόμο σαν παρελθόν; Είναι όντως χρώμα ο (συναυλιακός) χρόνος που ζωγραφίζει τη μνήμη; Ή, είπαμε, ο χρόνος είναι χρήμα και χάνουμε τον καιρό μας στο συναυλιακό ντελίριο, σαν εγκλωβισμένοι στο απόλυτο κενό βίωμα, μηχανικά, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ;
Η αλήθεια είναι πως νιώθω περίεργα που αυτές οι σκέψεις συμπλέκονται με τον απόηχο μιας συναυλίας της Λένας Πλάτωνος (ειδικά της Λένας Πλάτωνος), αλλά όσο περνάνε οι μέρες - και το ξέρω ότι από τις 7 Ιουλίου μετράμε αρκετές - το τοπίο όλο και ξεθολώνει. Γι’ αυτό ίσως να αφήνω να κυλάει ο χρόνος. Τον κάνω χρώμα κι εγώ, απομακρύνω το ενδεχόμενο να ευτελιστεί σε χρήμα.
Λέω ειδικά της Λένας Πλάτωνος γιατί ίσως υπάρχουν λόγοι να θέλεις ή να μη θέλεις να τη δεις σήμερα λάιβ (και το παλαντζάρισμά τους τελικά δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα - θα επανέλθω σε αυτό). Ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, οι λόγοι είναι προφανείς, τουλάχιστον σε εμάς που τα τραγούδια της αφήνουν μια αίσθηση υπερβατικής ευαισθησίας που έρχεται από το αύριο. Μια αίσθηση μελλοντικής τρυφερής μουσικής! Όπως και να την οριοθετήσει κανείς μέσα στο underground (ίσως το παρακάνω τώρα, αλλά παρά τα Ηρώδεια και τα Παλλάς δεν γίνεται να πεις mainstream την Πλάτωνος· μήπως τα βρούμε κάπου στη μέση και πούμε ότι είναι η πιο mainstream μορφή του underground;), η Λένα Πλάτωνος είναι ένας ζωντανός μύθος του ελληνικού electro με στίχους και τα τραγούδια της έχουν τόσο βαθιές ρίζες στην έμπνευση, την πρωτοπορία και τη δημιουργική ειλικρίνεια που η στιβαρότητα, η δροσιά και η οξύνειά τους βγαίνουν αλώβητες ακόμα και μετά από δεκάδες χρόνια έκθεσης.
Ως προς το δεύτερο ενδεχόμενο, το λέω ευθέως, οι λόγοι για μένα άπτονται της πνιγηρής περιρρέουσας ατμόσφαιρας επί τη επιστροφή της στην electronica με τα ‘Ημερολόγια’. Και εντεύθεν φυσικά, έχουν περάσει και δεκαπέντε χρόνια. Δεν ήθελα να γκρινιάξω.. ψέματα, ήθελα και θα το κάνω, γιατί άλλωστε τόσα χρόνια δεν έχω βγάλει κιχ. Δεν είναι μόνο τα υπερβολικά - στο όριο της ανευθυνότητας απέναντι στη μουσική ιστορία - που γράφτηκαν για τη διαδρομή της. Που κι αυτά βλαπτικά είναι βέβαια. Περίπου ακούσαμε ότι η Πλάτωνος εφηύρε την εγχώρια ηλεκτρονική μουσική και ότι όλη η Ελλάδα στα 80s άκουγε το ‘Σαμποτάζ’ και το ‘Γκάλοπ’. Σαφώς δεν ήταν κάποια under the radar περίπτωση, αφού και στις τηλεοράσεις έβγαινε και συνεντεύξεις έδινε και τα ραδιόφωνα την έπαιζαν. Όμως παραήταν υπέροχα γιούχου για το mainstream κοινό. Είναι αυτό που λέει ο παραγωγός Πάνος Δράκος στο ντοκιμαντέρ “λπ” ότι αυτά τα πράγματα για την εποχή εκείνη ήταν τρέλα. Ή το ευγενικό ‘τόσο όσο’ πέσιμο που της έκανε η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου όταν την κάλεσε στην ‘Πρόβα’ της ΕΡΤ στα τέλη 80s, λέγοντας ότι πολλοί παραξενεύτηκαν που κλήθηκε από την εκπομπή γιατί τη θεωρούσαν δύσκολη συνθέτρια, στο οποίο η Πλάτωνος απάντησε “Το ξέρω. Ξέρω τι θεωρούμαι”.
Η δε τοτεμοποίηση που τη θέλει... εφευρέτρια της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα (και μη χειρότερα δηλαδή) δείχνει άγνοια και τσαπατσούλικη ενασχόληση με ολόκληρα μουσικά ρεύματα, λες και είναι υποδεέστερα και δεν χρειάζεται να σεβαστούμε την ιστορία τους. Λες και δεν υπήρξαν ποτέ ο Αδάμης, ο Βασιλειάδης, ο Χρήστου (αφήνω τον Ξενάκη που ήταν στο εξωτερικό και φυσικά τον Παπαθανασίου αργότερα), λες και η “ηλεκτρονική μουσική” είναι ένα άμορφο πράγμα - “μπλιμπλίκια” που λένε κάποιοι - και δεν έχει σημασία αν μιλάμε για musique concrète, ambient, ή για την τραγουδιστική electronica στην οποία η Πλάτωνος όντως έλαμψε. Οι λεπτές αρετές της Πλάτωνος είναι ο πρωτοποριακός τρόπος που συνέπλεξε τον υπερβατικό στίχο και το experimental synth electro σε μια εποχή που η ηλεκτρονική σκηνή ήταν δαιμονοποιημένη και ακριβώς το πόσο γιούχου ήταν και ευτυχώς παραμένει (όπως διαπιστώσαμε και στον Κήπο του Μεγάρου), αρετές που αντί να αναδεικνύονται με την λεπτότητα που τους αξίζει, πολτοποιούνται από τις υπερβολές και τις κοτσάνες του Τύπου που τελικά την αδικούν και υποβαθμίζουν τη σημαντικότατη προσφορά της στην ελληνική electronica και στο τραγούδι.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά, είναι και ότι η νέα περίοδος της Πλάτωνος εμένα με έχει μπερδέψει. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, δεν κατάφερα να μου αρέσουν τα ‘Ημερολόγια’ ή ο ‘Ιερός Πόνος’. Έχουν τις στιγμές τους, ναι, αλλά έχουν και ευκολίες και κάποια στομφώδη μέρη και σε έχουμε στο πάνω - πάνω ράφι Λένα, επιείκεια για δημιουργούς που θεωρούμε πραγματικά σπουδαίους να δείξουμε δεν θα μπορέσουμε, σε όποιον αρέσουμε. Η ‘Συναυλία στο Παλλάς’, ξεκινώντας από το ασχολίαστο κρουαζιεροπλοιέ εξώφυλλο που είναι ενδεικτικό και του περιεχομένου, με λυπεί που υπάρχει, η μελοποίηση στον Καβάφη είναι άνιση (αν και με τα χρόνια με κερδίζει σε σημεία που αρχικά δεν με έπειθαν) και τη συνεργασία με τη Στανίση κάνω πως δεν την άκουσα. Σόρι, δεν είμαι αρκετά μετα- μάλλον.
Ίσως είναι άδικο να περιμένω από την Πλάτωνος συνεχώς τη μαγική τουλίπα ν’ ανοίγει τελετουργικά αφαιρώντας λίγο αέρα από την επιφάνεια, γιατί είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον μέχρι και τα ‘Λεπιδόπτερα’ ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, το μουσικό της όραμα δικαιώθηκε ιστορικά και η ίδια δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Από την άλλη δεν ξέρω πώς να νιώσω που μια αγαπημένη καλλιτέχνιδα της εμπροσθοφυλακής τώρα μοιάζει να ακολουθεί τις εξελίξεις.
Στον αντίποδα, βάζω καθαρό συν στην πρώτη_φορά_αγγλικά μελοποίηση της Emily Dickinson, η δε σύμπραξή της με τη Μαρία Φαραντούρη στις λυρικές αφηγήσεις των ποιητριών του αρχαίου κόσμου (τα ποιήματα έχουν αποκατασταθεί από τον Θάνο Τσακνάκη) μου φαίνεται τρομερά ενδιαφέρουσα. Και με δισκογραφική καταγραφή για τα “Των Σιωπηλών Σπαράγματα” αμέσως καλύτερα βέβαια, αλλά αφού δεν έχουμε, σκέφτομαι για αρχή να διαβάσω τα ποιήματα.
Μπέρδεμα λοιπόν. Ίσως τελικά το αν ήθελα να δω λάιβ την Πλάτωνος να ήταν (γιατί τώρα πάει, έγινε) μια άσκηση φυσικής άλυτη (κάπου εδώ να παραδεχτώ όμως ότι έχω στοχεύσει πολλές φορές να τη δω τα τελευταία χρόνια και όλο κάτι στράβωνε - δεν με θέλει που λέμε). Ίσως και όχι βέβαια. Όσο απομακρυνόμαστε από την 7η Ιουλίου και οι εικόνες της σημαντικής αυτής βραδιάς παγιώνονται, καταλήγω ότι ο λόγος που δεν βγάζει νόημα το παλαντζάρισμα γιατί να πάω - γιατί να μην πάω είναι πως δεν μπορείς να πιθανολογείς ορθολογικά τι θα σου αφήσει ένα λάιβ μιας ελάχιστης συναισθηματικής αξίας και ειδικά μακροπρόθεσμα (γιατί εκεί είναι το ζουμί· στα κοντά όλοι θυμόμαστε). Οι συναυλίες είναι περίεργα, απρόβλεπτα και αταξινόμητα βιώματα. Έχουν και δεν έχουν σχέση με την ακρόαση, αλλά τη συμπληρώνουν ισχυρά και βιωματικά, γι’ αυτό και είναι απόλυτα προσωπικές, γι’ αυτό και οι “αναλύσεις” περί την όποια συναυλία από ανθρώπους που δεν ήταν εκεί δεν εκφεύγουν ποτέ της αμπελοφιλοσοφίας. Στις συναυλίες πάμε παρέα και θυμόμαστε μόνοι, κι όλοι χορεύουνε μαζί και μόνοι, ο καθένας τα δικά του, τα οποία δεν είναι καν απαραίτητα on - off πράγματα. Εγώ πάντως άλλα λάιβ τα θυμάμαι σαν χθες, άλλα τα θεωρώ ως μη γενόμενα και υπάρχει και η ενδιάμεση κατηγορία των λίγο πιο φλου που όμως έχουν στον πυρήνα τους μικρές λεπτομέρειες ήχων, εικόνες, ή κινήσεις για μένα ανεξίτηλες και για πάντα σημαντικές.
Στην εφ’ όλης της ύλης συναυλία της στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής η Λένα Πλάτωνος συναντήθηκε με ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Τη Μαρία Φαραντούρη, τη Σαβίνα Γιαννάτου, τον Γιάννη Παλαμίδα, τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Κωνσταντίνο Βήτα. Και φτιάξανε μαζί τέτοιες εικόνες. Τόσες μέρες μετά και τόσες παρενθέσεις και υποσημειώσεις αργότερα, αντί ενός ίσως αχρείαστου live review αφήνω εδώ αυτά τα triggers, σαν στοπ καρέ ταινίας που πιθανόν να μείνουν και να προστεθούν στα άλλα τα ανεξίτηλα ακόμα και αν η βασική πλοκή τελικά ξεχαστεί.
- Η αέρινη τσαχπινιά της Πλάτωνος όταν κάθισε στο πιάνο, λίγο αμήχανη, λίγο χαμογελαστή, λίγο πειραχτήρι, λίγο κουκουρούκου και εντελώς υπέροχη. “Ανέβηκα κι εγώ με δυσκολία” (σσ. στη σκηνή). Αμέσως πέρασε πιο αποφασιστικά και στο παρασύνθημα: “Θα έχουμε βέβαια και λάπτοπ και συνθ” (δηλαδή μη νομίζετε ότι θα σας αφήσουμε να φύγετε έτσι, χωρίς να σας αλλάξουμε τα φώτα πρώτα).
- Η εμφάνιση της Φαραντούρη με τα κόκκινα κοκάλινα γυαλιά της, το αυστηρό βλέμμα της και την αύρα του διεθνούς κύρους. Όταν την είδα και σκέφτηκα τι διαδρομή έχει διανύσει ως φωνή του ‘Μαουτχάουζεν’ και των πολιτικών αγώνων, πόσους σπουδαίους συνθέτες έχει τραγουδήσει, τη βουτιά στη τζαζ και τους δύο δίσκους στην ECM με τον Charles Lloyd και τον Cihan Türkoğlu (μεταξύ πολλών άλλων ορόσημων στη μακρά πορεία της, αλλά τι να πρωτοπείς για τη Μαρία Φαραντούρη), με έπιασε δέος. Με τη βαθιά φωνή της (περιττεύει να πω ότι ήταν ανατριχιαστική) έδωσε ελεγειακή υφή στα αρχαία ποιήματα. Ενδιάμεσα η Πλάτωνος προλόγιζε τις ποιήτριες με ένα weird απόκοσμο τόνο (weird η Πλάτωνος; σίγουρα;), βάζοντάς μας σε μια μυστηριακή αρχέγονη συνθήκη.. “Τελέσιλλα”.. “Νοσσίς”.. “Πράξιλλα”.. “Μοιρώ”.. Άκουγα την Πλάτωνος να απαγγέλλει στίχους γι’ αυτούς που μετράνε τους γαλαξίες, τον φωτεινό και απέραντο ουράνιο χώρο και βρισκόμουν στον αμφιφανή Πλόκαμο της Βερενίκης. (Ακριβώς όπως αυτή η εικόνα - trigger ξεκίνησε ως στοπ καρέ και κατέληξε ταινία μικρού μήκους).
- Ο κήπος του Μεγάρου Μουσικής, ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από μαξιλάρια, μπουφάν, μαντήλια (ό,τι είχε ο καθένας), άπερολ, βότκες, βεντάλιες, ριγέ καρέκλες παραλίας, μπύρες και μεθυσμένα κεφάλια (ακούγεται λίγο τσίρκο, αλλά ήταν όμορφα).
- Τα βλέμματα συντροφικότητας που αντάλλαζαν η Σαβίνα Γιαννάτου με τον Γιάννη Παλαμίδα. Του τύπου: Όσα ανέβα - κατέβα και αν γίνουν στη σκηνή, οι δυο μας θα τραβήξουμε το μεγαλύτερο κουπί απόψε, έτσι πρέπει κι έτσι γουστάρουμε γιατί είμαστε η διαχρονική σταθερά στο σύμπαν της Πλάτωνος, εγγυητές κανονικότητας. Και όντως το τράβηξαν το κουπί, ήταν ένα αριστούργημα να τους βλέπεις και να τους ακούς και έδειξαν να το γουστάρουν φουλ.
- Η Σαβίνα Γιαννάτου τραγουδάει σαν να θέλει να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν κι άλλες φωνές στην οικουμένη και σχεδόν το καταφέρνει. Τουλάχιστον με την a cappella ερμηνεία της στο ‘Μόνο’ από τον Καρυωτάκη κάτω από τα αστέρια το εξασφάλισε για ώρα. Την έχω δει πολλές φορές πια τα τελευταία 25 χρόνια και κάθε φορά είναι καλύτερη από πριν. Η αμέσως προηγούμενη ήταν προ πενταετίας σε μια παράσταση του Μιχάλη Σιγανίδη με τον Evan Parker, στην οποία μας άφησε σέκους με τους απίστευτους αυτοσχεδιαστικούς λαρυγγισμούς της, αλλά εμένα μου είχε λείψει η βελούδινη Σαβίνα και το είχα γράψει και στο review μου. Τώρα μας χάρισε απλόχερα την αραχνοΰφαντη ευαισθησία της. Καλύτερα δεν γινόταν.
- Το χέρι της Λένας Πλάτωνος με το κόκκινο ρουμπίνι - δαχτυλίδι και τις πέρλες γύρω από τον καρπό της επάνω στην κονσόλα δίπλα στο πιάνο. Πιο ψαρωτικό και από εκείνο του Δόκτωρα Κλο στον Αστυνόμο Σαϊνη.
- Ο Γιάννης Παλαμίδας έχει πάρει κάποιο ελιξήριο νεότητας μάλλον και περιμένει άλλα παιδιά με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ για να κάνουνε Σαμποτάααααζ σαν να είναι 1981 κι ας έγραψε η αείμνηστη Μαριανίνα Κριεζή στο ‘Κοπερτί’ (μου) να πάρει ένα ταξί και να έρθει να γεράσουμε μαζί. Δεν θα συμβαδίσουν. Ο Παλαμίδας φαίνεται πως θα γεράσει τελευταίος από όλους.
- Κάποια στιγμή σηκώθηκα από το γρασίδι και πήγα μπροστά για να βλέπω καλύτερα και αριστερά για να μην ενοχλώ τους υπόλοιπους (ο μισός κόσμος ήταν ξαπλωμένος, τέζα από την ομορφιά μάλλον). Τότε συνειδητοποίησα ότι η Φαραντούρη, που μετά την εξερεύνηση του αρχαίου κόσμου είχε κατέβει από τη σκηνή, καθόταν σε ένα είδος resting area ακριβώς μπροστά μου και παρακολουθούσε κι αυτή τη σκηνή. Με ξαναέπιασε δέος, γιατί μεταξύ άλλων τη θεωρώ και απροσπέλαστη.
- Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο χαλαρό, ίσως επειδή εκτός από προνόμιο ο μύθος των Στέρεο Νόβα είναι και φορτίο, αλλά (απαλλαγμένος από κάθε βάρος;) ο Κωνσταντίνος Βήτα ήταν συγκινητικός στις ‘Αιμάτινες Σκιές Από Απόσταση’ και στον ‘Μάρκο’.
- Παίρνω πάσα από το προηγούμενο: Αυτή ήταν η συναυλία που χορτάσαμε ‘Γκάλοπ’ και αυτά καλό είναι να συμβαίνουν.
- “Στη ροδοζαχαρένια παραλία μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία που `χε στα δυο της μάγουλα λιγάκι κρέμα φράουλα κι έβγαζε βόλτα μες στην ροζ ανατολή το γουρουνάκι της το τριανταφυλλί, και σύννεφα από ροζ πουλιά φλαμίνγκος της κελαηδούσανε Ρόζα Ροδαλία”.. Ο πατέρας μου λέει πως τα χρόνια εκείνα οργάνωνε τη δουλειά του στο γραφείο ώστε να είναι ελεύθερος την ώρα που έπαιζε η Λιλιπούπολη στο ραδιόφωνο. Ίσως να είχε ακούσει και την πρώτη εκτέλεση με τη Νένα Βενετσάνου, δεν ξέρω (μην γκουγκλάρετε, δεν έχει ηχογραφηθεί). Εμένα πάντως με γοητεύει η ορίτζιναλ ερμηνεία της Πλάτωνος από τον δίσκο του 1981, γιατί έχει την παιδικότητα και την νεφελοβάμουσα ορμή και ατσουμπαλοσύνη που φαντάζομαι ότι θα είχε και η Ρόζα Ροζαλία. Στον κήπο του Μεγάρου την ακούσαμε από τη θεά Σαβίνα Γιαννάτου και ήταν αψεγάδιαστη, χωρίς να χάνεται ούτε ημιτόνιο, χωρίς λιγάκι κρέμα φράουλα στα μάγουλα, το μόνο σημείο της συναυλίας δηλαδή που θα ήθελα λίγο αλλιώς.
- Επί τη συνεργασία της με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο των Planet of Zeus και τον Ταφ Λάθος δήλωσα ότι τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη θα την άκουγα και σε nu metal. Βέβαια σε αντίθεση με το να ακούμε ‘Γκάλοπ’ μέχρι να πέσουμε ξεροί, αυτά για παν ενδεχόμενο καλό είναι να μην συμβαίνουν, γιατί τι nu metal τώρα, εδώ δεν ξέρουμε ακόμα αν μας άρεσε η συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Βήτα. Θα το ξαναπώ όμως για έμφαση, γιατί η φωνή της είναι μοναδική, παίζει σε μια κατηγορία μόνη της και επειδή την έχω δει ζωντανά σε διαφορετικές φάσεις από τα μέσα των 90s και μετά, δεν διαπίστωσα κάποια έκπτωση σε σχέση με το παρελθόν. Πάλι έσπειρε η Γαλάνη. Ωστόσο θα τη θυμάμαι λιγότερο από τους άλλους. Γιατί δεν μου έμεινε τίποτα από τα δύο τραγούδια που ερμήνευσε. Και μιλάμε για υλικό από το επερχόμενο άλμπουμ της Πλάτωνος “Εννέα στο Φως” που θα ακούγαμε σε πρώτη εκτέλεση, οπότε σε αυτό το μεγάλο φινάλε είχαμε τα αυτιά μας τεντωμένα. Αλλά όχι. Going blank again που λένε και οι Ride, τίποτα, μηδέν. Δεν φταίει η ίδια πιθανόν, ίσως να μη φταίει ούτε καν η Πλάτωνος, δηλαδή ίσως είναι περίπτωση “High”, για το οποίο η αρχική ενστικτώδης μου αντίδραση ήταν κομ-σι-κομ-σα αλλά μέσα στο “Wish” των Cure έκατσε καλύτερα, θα δείξει τέλος πάντων. Πάντως αυτό σίγουρα δεν ήταν ένα λάιβ που σφραγίστηκε από την παρουσία της Δήμητρας Γαλάνη.
Όμως αυτό ήταν ένα λάιβ που σφράγισε το δικό μου καλοκαίρι. Όχι μόνο γιατί μια συναυλία της Λένας Πλάτωνος - και δη με τη μισή ιστορία του ελληνικού τραγουδιού να παρελαύνει δίπλα από το πιάνο της και τα συνθεσάιζερ, τα πλήκτρα, το βιολοντσέλο, τα πνευστά - είναι πάντα ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός. Αλλά και γιατί απάντησε οριστικά σε κάποια (ανούσια τελικά, όπως εξ αρχής ήξερα) ερωτήματα: Αν αμφιβάλλεις για κάτι, το κάνεις. Στις συναυλίες πάμε, μαζί και μόνοι, Ρόζα Ροζαλία. Και αν χρειαστεί (ευτυχώς εδώ δεν ήταν η περίπτωσή μας), το μετανιώνουμε μετά. Πανεύκολο, μια άσκηση φυσικής λυμένη.
(Φωτογραφίες: Χάρης Ακριβιάδης)