Η Νυχτερίδα του Johann Strauss II
Η παράσταση που δίχασε το αθηναϊκό κοινό. Του Αντώνη Ξαγά
Το σκηνικό είναι νομίζω οικείο στους λάτρεις της αρχαίας τραγωδίας. Στήνεται σχεδόν καλοκαίρι, κατά προτίμηση στο θέατρο της Επιδαύρου. Όπου όλο και κάποια τολμηρή (ή ...θρασυτάτη) πειραγμένη παράσταση θα εμφανιστεί, θα προκαλέσει και θα πυροδοτήσει τη γνωστή συζήτηση: πρέπει ο καλλιτέχνης να σέβεται ένα καθιερωμένο στη συνείδηση του κόσμου έργο; Έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει εν λευκώ; Μέχρι που μπορεί να φτάσει η ανανεωτική διάθεση; Και που αρχίζει η ασέβεια;
Θα μπορούσα στο σημείο αυτό απλά να ...χασμουρηθώ, η ανία της αέναης αυτής διαμάχης μου είναι αφόρητη. Ίσως, για να περάσω προκλητικά και στο άλλο ...άκρο, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι ένας καλλιτέχνης όχι μόνο έχει το απόλυτο δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να είναι "ασεβής". Θα παραμείνω όμως σε μια πιο ...κεντρώα άποψη, εξαμβλώματα και αριστουργήματα έχουμε δει ακόμη και σε πιστές (ανα)παραστάσεις, τελικά στην πράξη όλα κρίνονται από την αισθητική του αποτελέσματος. Ούτε από δίκες προθέσεων ούτε από κατεστημένα θέσφατα.
Και αυτό το νέο ανέβασμα της "Νυχτερίδας" του Ιωάννη Στράους του νεότερου από την Εθνική Λυρική Σκηνή έχει ήδη προκαλέσει μια κάποια ανάλογη διχογνωμία στο κοινό (αν πιστέψω και τα λαθρακούοντα αυτιά μου μετά το τέλος της παράστασης). Καφρίλες όπως έχουμε συναντήσει στο θέατρο της Επιδαύρου δεν αναμένονται όμως, ίσως και γιατί η Λυρική σαν χώρος κουβαλά λιγότερο ιστορικό βάρος, προσφέρει μικρότερες δυνατότητες για δημοσιότητα και επίσης, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε να κάνουμε με τα "ιερά και όσια της φυλής", αλλά με μια οπερέτα από την αυστροουγγρική εποχή. Κι ας πρόκειται για την κορυφαία ίσως οπερέτα όλων των εποχών, με την οποία μάλιστα η Λυρική Σκηνή (Βασιλική τότε) γιόρτασε τα εγκαίνιά της, το 1940.
Ασφαλώς όλα αυτά δεν είναι διόλου περίεργα σε μια χώρα η οποία από τα παλαιότερα χρόνια ήδη αρεσκόταν να διχάζεται με οποιαδήποτε αφορμή, μείζονα ή ελάσσονα, σε στρατόπεδα τα οποία τις περισσότερες φορές μάλλον ετεροκαθορίζονταν από την αντίπαλη άποψη. Από την άλλη βέβαια, μη νομίζετε ότι και σε τούτο τον τομέα διεκδικούμε καμία παγκόσμια μοναδικότητα, στην Αυστρία όπου η οπερέτα αυτή ανήκει "κληρονομικώ δικαιώματι" στην εθνική παράδοση, η τολμηρή αποδόμηση και μεταφύτευση της δράσης της στην εποχή της ανόδου του φασισμού από τον φοβερό και τρομερό Hans Neuenfels, η οποία παρουσιάστηκε στο συντηρητικό κοινό του Salzburg το 2001, ξεσήκωσε καβγάδες και εντάσεις που κατέληξαν μέχρι και στις δικαστικές αίθουσες. Συμβαίνουν και αλλού λοιπόν...
Ήδη με το άνοιγμα της αυλαίας καθίσταται σαφές ότι η οπτική του σκηνοθέτη απέχει πολύ από την γνωστή κλασική εκδοχή. Μια καμπάνα στον Αστέρα, 60s χρώματα, ξαπλώστρες δίπλα στην πισίνα, και δύο ...κοσμοναύτες να κινούνται σε ρυθμό διαστημικού περιπάτου δίνοντας και μια έξτρα πινελιά σουρεαλισμού στο σκηνικό. Α, και ο ύποπτος άνθρωπος στη γωνία, ο χαφιές, "τι ζητά και το σπίτι μας κοιτά κάθε βράδυ" που έλεγε και ο Λοΐζος, παρόν σε κάθε σχεδόν σκηνή. Και όλα αυτά γιατί ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης αποφάσισε να μεταφέρει τη δράση της οπερέτας στον κύκλο της αθηναϊκής μπουρζουαζίας της δεκαετίας του '60, ανεμελιά, βερμούτ, γιεγέδες και "χρυσή νεολαία". Το δε πάρτυ της δεύτερης πράξης λαμβάνει χώρα στη σοβιετική πρεσβεία παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος, η φυλακή της επόμενης ημέρας είναι τα κρατητήρια των ΕΑΤ-ΕΣΑ. Αφορμή και έμπνευση για αυτή την "επαναπλαισίωση", την αλλαγή κάδρου όπως λέει και ο ίδιος, ήταν η συγγένεια των λέξεων "πραξικόπημα" και "οπερέτα" (βέβαια πως μια οπερέτα "γελοίων" συνταγματαρχών κατσικώθηκε χωρίς ουσιαστική αντίδραση και αντίσταση -πέρα από ελάχιστους "τρομοκράτες"- για 7 ολάκερα χρόνια είναι άλλου παπά ευαγγέλιο).
Αν σας ξενίζει αυτή η προσέγγιση, όχι, δεν θα επιστρέψω μόνο στα επιχειρήματα της εισαγωγής, θα θυμίσω ότι και η ίδια η οπερέτα, στην πρωτότυπη της μορφή ήταν ήδη απόλυτα επικαιροποιημένη, καθώς δεν αντλούσε το θέμα της από μυθολογικά ή παρελθοντικά γεγονότα όπως ήταν τότε η νόρμα, αλλά από την καυτή επικαιρότητα. Και αυτό είχε μάλιστα ενοχλήσει το καλομαθημένο κοινό της Βιέννης του μακρινού 1874.
Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια για τους Βιεννέζους (μπαίνεις και στον πειρασμό να κάνεις αναλογίες με το σήμερα). Η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία όχι μόνο προερχόταν από δύο ταπεινωτικές στρατιωτικές ήττες μέσα σε μόλις μία δεκαετία (από Γαλλία και από Πρωσία) αλλά αντιμετώπιζε και τις συνέπειες μιας χρηματιστηριακής καταστροφής, μιας φούσκας η οποία έσκασε μια "Μαύρη Παρασκευή", μία από τις πολλές μαύρες ημέρες που σημάδεψαν έκτοτε την πορεία του καπιταλισμού μέχρι και σήμερα.
Επιφανειακά η "Νυχτερίδα" είναι μια ανάλαφρη ιστορία, μια φάρσα με αποκριάτικο ένδυμα, μια κωμωδία παρεξηγήσεων και εκδίκησης με μερικές πικάντικες νότες, όπου τελικά το "πνεύμα και η ηθική" νικούν, ο σύζυγος ο οποίος έχει κάθε ...κακή πρόθεση να βοσκήσει σε ξένο λιβάδι, πέφτει τελικά πάνω- ω τι γκαντεμιά- στη σύζυγο και πάλι, την επόμενη ημέρα όλοι θα καταλήξουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη φυλακή, όπου θα λάμψει η αλήθεια, και όπως λέει και ο λαός ο δικός μας, "της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά".
Μέσα όμως από τα ιστορικά της συμφραζόμενα, η οπερέτα αναδεικνύεται επίσης ως μια ματιά στα χρόνια πριν από την "κρίση", στο life style των παλιών καλών ημερών, όχι με την οπτική "γι' αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε", αλλά με μια νοσταλγική ροζ απόχρωση. Και με μια προτροπή του τύπου "πιείτε για να ξεχάσετε", εννοείται σαμπάνια, "ο οίνος είναι ένας" που λέει και το λιμπρέτο, ο καμπανίτης, ήταν από τότε σύμβολο εκζήτησης και κοινωνικού στάτους, η καλή κοινωνία κοιτούσε και τότε προς το Παρίσι και την "Παρισινή Ζωή" (για να θυμηθούμε και μια άλλη διάσημη οπερέτα των καιρών). Έτσι είναι, αν είναι να βυθιστούμε, ας γίνει αυτό μέσα την ηδονή, με τραγούδι, χορό και κρασί. Σας ακούγεται κάπως συντηρητική πολιτικά αυτή η στάση; Είναι. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και ο Strauss δεν υπήρξε κάποιος αμφισβητίας, ήταν οργανικά ενταγμένος στο αυτοκρατορικό σύστημα της εποχής, δύσκολα θα γινόταν και διαφορετικά. Παρολ' αυτά ακόμη και αυτή η ήπια, με το γάντι το κομψό κριτική ενόχλησε. Μια γενιά αργότερα η παρακμή θα οδηγήσει την αυτοκρατορία στη διάλυση. Ο Στράους είχε την τύχη να μην ζήσει το οριστικό τέλος, είχε πεθάνει από το 1899.
Ας επιστρέφουμε όμως στην Αθήνα του σήμερα (καμία σχέση με όλα τα παραπάνω, το τονίζω!) και την προκειμένη παράσταση. Μετά το αναμενόμενο αρχικό ξάφνιασμα, το εύρημα της μεταφοράς λειτούργησε, η δράση και η μουσική σε παρασύρει, δημιουργώντας μάλιστα εικόνες οι οποίες εντυπώνονται στη μνήμη. Προσωπικά να ομολογήσω περισσότερο με ξένισαν τα ελληνικά, είναι και θέμα συνήθειας, έχω γνωρίσει και αγαπήσει την "Νυχτερίδα" στην γερμανική της εκδοχή (πρώτη φορά μέσα από την τηλεοπτική εκδοχή του Otto Schenk με τις μεγάλες Gundula Janowitz και Renate Holm υπό την στιβαρή διεύθυνση του Karl Boehm). Γρήγορα όμως το ξεπέρασα και σίγουρα βοήθησε σε αυτό η σε γενικές γραμμές επιτυχημένη (καινούργια) μετάφραση του Δημήτρη Δημόπουλου, η οποία επικαιροποίησε τα λόγια πολύ διακριτικά, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας από παρεκκλίσεις επιθεωρησιακού χιούμορ.
Η όλη ομάδα της Λυρικής αντεπεξήλθε με επιτυχία στο απαιτητικό αυτό έργο, γιατί μπορεί ο όρος οπερέτα να υποδηλώνει μια κάποια ελαφρότητα σε σχέση με τη βαριά σοβαρή μουτσούνα της όπερας, δεν συνεπάγεται όμως και ευκολία. Λίγες ήταν οι αστοχίες, κάπως ασυντόνιστο το μπαλέτο, χωρίς όμως να επηρεάζεται καθοριστικά η γενική εικόνα. Και αν είναι να σταθούμε σε ατομικές διακρίσεις, η υψίφωνη Αντέλε της Βασιλικής Καραγιάννη κλέβει μέρος της παράστασης, κομμάτια της οποίας δικαιούνται τόσο ο Άλφρεντ του Αντώνη Κορωναίου όσο και ο ρόλος του βαρεμένου από την ανία σοβιετικού πρέσβη Ορλόφσκι, ερμηνευμένος από την Ελένη Βουδουράκη. Όλα αυτά υπό την με χάρη και ευαισθησία διεύθυνση της αρχιμουσικού Ζωής Τσόκανου.
Οι τρεις (και) ώρες της διάρκειας κύλησαν σαν νεράκι, ευχάριστα, με ισορροπία ανάμεσα στην υποκριτική και το τραγούδι, με μεγαλύτερο βάρος στο δεύτερο ασφαλώς, η οπερέτα αυτή περιέχει μερικά από τα ωραιότερα θέματα στην ιστορία της ποπ μουσικής. Θέματα τα οποία μπορείς μετά να τα πάρεις μαζί σου σφυρίζοντας στην αθηναϊκή νύχτα. Η οποία, δεν θυμάμαι αν σας το ξαναείπα, καμία σχέση δεν έχει με εκείνη της Βιέννης του προ-προηγούμενου αιώνα. Ούτε εννοείται και με εκείνη της Ελλάδας του '67...
(Οι παραστάσεις θα συνεχιστούν Απρίλη και Μάη με κυλιόμενη διανομή)