Από Μάντσεστερ σε Θεσσαλονίκη/Αθήνα, από τα 90s στα 20s
Ίδια συναυλία είδαν στις δύο πόλεις ο Ηρακλής Κοκοζίδης και ο Αντώνης Ξαγάς, οι οπτικές που καταγράφονται είναι ωστόσο άλλοτε συμπληρωματικές και άλλοτε αντιθετικές
O Ηρακλής Κοκοζίδης (υπογράφοντας Cool As Fuck) γράφει από την Θεσσαλονίκη:
Το αρχικό μου πλάνο ήταν να γράψω ένα εκτενές κείμενο μέσα από τη ματιά του φανατικού οπαδού, αλλά στην πορεία συνειδητοποίησα ότι τα πολλά λόγια δεν έχουν νόημα, αφού σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι ζήσαμε πάνω κάτω την ίδια μαγική εμπειρία. Το βράδυ της Παρασκευής τα κλισέ τύπου: «τους έχω δει παλιότερα», «τι να μας πουν οι γέροι», «δεν πηγαίνω σε μνημόσυνα», αποδείχθηκαν εντελώς άτοπα.
Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή όμως. Στα μέσα του περασμένου Νοέμβρη έσκασε η χαρμόσυνη είδηση ότι οι Inspiral Carpets θα επισκεφθούν τη Θεσσαλονίκη στις 21 και την Αθήνα στις 22 του Φλεβάρη. Τελευταία φορά που τους είδα ήταν το 2007 στην Αθήνα, οπότε μιλάμε για ένα απωθημένο δεκαοκτώ ετών. Στο στενό φιλικό μου κύκλο προκλήθηκε μεγάλος ενθουσιασμός και όλοι αδημονούσαν για τη μεγάλη βραδιά. Οι περισσότεροι όμως δεν πρόσεξαν μια σημαντική λεπτομέρεια. Δε γνωρίζω το σκεπτικό, αλλά η διοργάνωση επέλεξε αρχικά έναν πολύ μικρό χώρο για τη διεξαγωγή της συναυλίας, με τον αριθμό των θεατών να περιορίζεται στα διακόσια άτομα. Πιθανόν να ήταν κάποιο επικοινωνιακό τρικ, γιατί μόλις στις αρχές Δεκέμβρη ανακοινώθηκε ότι η συναυλία θα διεξαχθεί στο σαφώς μεγαλύτερο WE. Λίγες ημέρες πριν το γεγονός, έμαθα ότι οι δικοί μας Ta Toy Boy θα εμφανιστούν νωρίτερα και ενδιάμεσα θ’ ακούγονται ανάλογες με το κλίμα μουσικές επιλογές από γνωστούς DJ’s της πόλης.
Στο WE πήγα για πρώτη φορά στη ζωή μου και μόλις μπήκα μέσα ήταν σαν να μεταφέρθηκα τριάντα και πλέον χρόνια πίσω. Οι μουσικές που άκουγα και οι φυσιογνωμίες που συνάντησα, μου δημιούργησαν αισθήματα ευφορίας και οικειότητας. Μέχρι να εντοπίσω τους φίλους μου που μπήκαν νωρίτερα, ειλικρινά δε θυμάμαι πόσες χειραψίες έκανα. Οι Ta Toy Boy ξεκίνησαν γύρω στις δέκα παρά τέταρτο και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η επιλογή ήταν επιτυχημένη. Για μία ώρα περίπου, η παρέα των Μπέγκα, Σμήλιου, Λιανόπουλου και Καζαντζή παρέδωσε εξαιρετικά δείγματα βρετανικής indie pop με συνθέσεις από τους δίσκους «This Town» και «Endless Life». Οι ίδιοι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι για την τιμή που τους έγινε και το εξέφραζαν με κάθε τρόπο. Παρά τη χαμηλή ένταση του ήχου και τη σχετική βαβούρα που επικρατούσε, στάθηκαν επάξια πάνω στη σκηνή. Η προσθήκη του Θάνου στα τύμπανα τους έδωσε νέα δυναμική και έκανε τον ήχο τους πιο αληθινό και γεμάτο, ενώ πιστεύω ότι μετά από αυτή την εμφάνιση το βιογραφικό τους εμπλουτίστηκε. Καλή συνέχεια να έχουν και εις ανώτερα.
Η ώρα για την εμφάνιση των Inspiral Carpets σιγά σιγά πλησίαζε, αλλά πρώτα θέλω να γράψω μερικά λόγια για κάθε μέλος ξεχωριστά. Ο Stephen Holt είναι η πιο παρεξηγημένη φιγούρα του συγκροτήματος, γιατί αντικατέστησε τον εμβληματικό και διαχρονικό τραγουδιστή των τεσσάρων κλασσικών δίσκων Tom Hingley. Ωστόσο όμως, λίγοι γνωρίζουν ότι ο δεύτερος ήταν αντικαταστάτης του πρώτου, ενώ ο πρώτος επανήλθε μετά την επανένωση του 2011, γιατί ο δεύτερος θύμιζε περισσότερο τον πατέρα του Young Sheldon στην ομότιτλη σειρά και η φωνή του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Παρά τους αρχικούς μου ενδοιασμούς, ο Holt αποδείχθηκε λίρα εκατό, τόσο επί σκηνής όσο και κάτω από αυτήν. Ο Clint Boon είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και μαέστρος, αφού οι ποικιλόμορφες μελωδίες που παράγει η farfisa του μοιάζουν με φωνητικές αρμονίες, ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνει τα δεύτερα φωνητικά και την επιμέλεια των προηχογραφημένων μερών. Ο Martyn Walsh επανήλθε μετά από μια μικρή απουσία και είναι ο μοναδικός που δεν έχει αλλάξει εδώ και τόσα χρόνια. Οι χαρακτηριστικές μπασογραμμές του παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των ενορχηστρώσεων, ενώ το ιδιαίτερο παίξιμό του δίνει επιπλέον όγκο και βάθος. Ο κιθαρίστας Graham Lambert μπορεί να μη διακρίνεται για τη βιρτουόζικη τεχνική του, αλλά η σοβαροφάνεια και η στιβαρότητα που εκπέμπει, τον κατατάσσουν στην ήρεμη δύναμη του συγκροτήματος. Ο νεαρός Kev Clark στα τύμπανα φέρει το βάρος του αντικαταστάτη του αυτόχειρα Craig Gill και παρά την απειρία του έχει προσαρμοστεί στο κλίμα, ενώ όσες φορές υπέπεσε σε λάθη, ο έμπειρος Walsh λειτουργούσε σαν άγρυπνος φρουρός για να τον διορθώσει.
Στις έντεκα ακριβώς όλα τα μέλη έλαβαν τις θέσεις τους στη σκηνή και η αδημονία του κοινού έφτασε στο κατακόρυφο. Η εισαγωγή με τα γέλια του Joker σήμαινε ότι το εναρκτήριο τραγούδι θα είναι το «Commercial Rain». Η εκπληκτική απόδοσή του φάνηκε στις αντιδράσεις του κόσμου και με το «καλησπέρα» το στοίχημα κερδήθηκε. Μαζί με τα επόμενα τέσσερα «Generations» (προσωπικό αγαπημένο), «She Comes In The Fall» (επίσης το ίδιο), «Spitfire», «Weakness», γίναμε μάρτυρες ενός ασταμάτητου σφυροκοπήματος που παρέσυρε τους πάντες. Οι μουσικοί δεν πίστευαν αυτό που συνέβαινε από κάτω, προπαντός στο «She Comes In The Fall», η προτροπή του Holt για ρυθμικά παλαμάκια είχε καθολική ανταπόκριση και όταν ο Boon τραγουδούσε το ρεφρέν, όλος ο χώρος σείστηκε από τις ιαχές. Θεωρώ ότι ήταν η πιο ανατριχιαστική και συγκινητική στιγμή της βραδιάς. Οι τόνοι έπρεπε κάπως να πέσουν για να παρθούν μερικές ανάσες. Οι κατάλληλες επιλογές ήταν το «This How It Feels» και το «Two Worlds Collide». Το πρώτο είναι το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι τους και όπως έχει καθιερωθεί εδώ και μερικά χρόνια δυστυχώς, σχεδόν όλα τα κινητά σηκώθηκαν στον αέρα, κάτι ανάλογο με το «Fuck You» των Archive στη Μονή Λαζαριστών το προηγούμενο καλοκαίρι. Το «Let You Down» που ακολούθησε είναι αφιερωμένο στην καλτ φυσιογνωμία της σκηνής του Madchester, John Cooper Clarke, η φωνή του οποίου ακούστηκε προηχογραφημένη ν’ απαγγέλει δικούς του στίχους. Το «Beast Inside» μπορεί να είναι χαμηλότονο, αλλά η μπασογραμμή του Walsh, το αριστοτεχνικό παίξιμο του Boon, ο βαλς ρυθμός από τον Clark και η ερμηνεία του Holt το εκτόξευσαν κυριολεκτικά. Στο «Find Out Why» ξεβιδωθήκαμε στο χορό, παρασυρόμενοι από τον garage rock ρυθμό του και στη συνέχεια πρόσφεραν ένα καινούριο τραγούδι το οποίο δεν είχε τίτλο, αλλά άφησε καλές εντυπώσεις. Η μακροσκελής εκτέλεση του «Sackville» ξαναέριξε τους ρυθμούς, δημιουργώντας μια μικρή κοιλιά στη ροή, αλλά η αταξία επανήλθε με το «You're So Good For Me», πρώτο ηχητικό δείγμα μετά την επανένωση και φόρος τιμής στον Ian Curtis. Τα κλασσικά «Move» και «Directing Traffic» ακολούθησαν τον ίδιο ξεσηκωτικό ρυθμό, ώσπου ήρθε το αποκορύφωμα με το «I Want You» και την προηχογραφημένη φωνή του Mark E. Smith να ξερνάει τους στίχους. Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν μου θύμισαν ανάλογες μ’ εκείνες της ταινίας «24 Hour Party People». Κάτι ανάλογο συνεχίστηκε και με το κλασσικό «Joe», ενώ όταν άρχισαν να χτυπούν οι βαριοπούλες του «Dragging Me Down» αυτό που είδαν τα μάτια μου δεν περιγράφεται, αρκεί να πω ότι χόρευαν οι πάντες. Με τη λήξη του, το συγκρότημα αποχώρησε και ταυτόχρονα βρήκα την ευκαιρία ν’ αδειάσω την ουροδόχο κύστη μου, γιατί από τις πολλές μπύρες θα έσκαγε. Επανήλθαν στη σκηνή σχετικά γρήγορα για την εκτέλεση της μοναδικής διασκευής της βραδιάς, το πασίγνωστο «Tainted Love» της Gloria Jones και συνέχισαν με το δυναμικό «How It Should Be». Έκπληξη μου προκάλεσε η παρουσία στη λίστα του «Skidoo», b-side του «Caravan», απολαμβάνοντας την εκτελεστική δεινότητα του Walsh στο μπάσο. Η αντίστροφη μέτρηση που ακουγόταν από τα ηχεία ήταν ο πρόλογος για το Saturn 5, το οποίο προκάλεσε φρενίτιδα και ξύπνησε αναμνήσεις άλλων εποχών. Το τέλος του σήμανε και την οριστική λήξη στις μία παρά τέταρτο, με το συγκρότημα εμφανώς συγκινημένο και εξουθενωμένο να μας καληνυχτίζει και να υπόσχεται ότι θα επανέλθει πολύ σύντομα.
Οι εύστοχες μουσικές επιλογές που ακολούθησαν και η θετική ενέργεια που συσσωρεύσαμε, δε μας επέτρεψαν ν’ αποχωρήσουμε άμεσα, καθώς παραμείναμε εντός για μια ώρα επιπλέον, πίνοντας και συζητώντας. Κάποια στιγμή είδα τον Holt να περιφέρεται στο χώρο και να συζητάει με τον κόσμο. Μόλις βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, τον πλησίασα για να μιλήσουμε και να εκφράσω το θαυμασμό μου για την ερμηνευτική του απόδοση και τη σκηνική του παρουσία. Ειλικρινά, δεν περίμενα να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματά μου, παρά την κούραση που είχε, συζητώντας μαζί μου για ένα τέταρτο σα να γνωριζόμασταν χρόνια.
Πολύ πιθανόν να μην πέτυχα τους στόχους που έθεσα στον πρόλογο του κειμένου και να βγήκε τελικά προς τα έξω ο φανατικός οπαδός. Αν είμαι υπερβολικός ή λέω ψέματα, όποιος ήταν παρών στο WE ας επικοινωνήσει μαζί μου να το συζητήσουμε, το email μου είναι διαθέσιμο.
O Αντώνης Ξαγάς (φύσει και θέσει anti-cool) γράφει από την Αθήνα:
Διάλογοι και σκηνές που διαμείβονται σε κάμποσα αθηναϊκά σπίτια τούτο το κρύο πρωινό της Κυριακής, 23ης του Φλεβάρη: Αγάπη μου, δεν βρίσκω την… κρέμα για τα πάκια (ας μην κάνουμε γκρίζα διαφήμιση), τελείωσε; Ωχ ναι; Αχ μήπως θα μπορούσες να πεταχτείς εσύ στο εφημερεύον φαρμακείο γιατί εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου; Και να σου πω, εκείνα τα έμπλαστρα με το λιοντάρι που διαφημίζανε παλιά, υπάρχουν ακόμη; Λες να κάνουν δουλειά; Αγάπη μου, μήπως να αναβάλλαμε εκείνο το γεύμα με τη μαμά σου σήμερα το μεσημέρι, νομίζω δεν αντέχω να σηκωθώ. Τι θα πει τι θα της πεις, που έκανε τόσο κόπο να φτιάξει το στιφάδο; Πες της ότι ήμουνα χτες σε συναυλία … στους Inspiral Carpets. Άσε που μπορεί και να τους ξέρει και να καταλάβει…
Απέφυγα όπως θα έχει παρατηρήσει η προσεκτική αναγνώστρια οποιονδήποτε έμφυλο χαρακτηριστικό (αποφεύγοντας έτσι και τα οφθαλμοεξορυκτικά @), μην κατηγορηθούμε και για φυλετισμό/σεξισμό, βέβαια κάπου εδώ υφέρπει ο χαρακτηρισμός του ageism (πως το μεταφράζουμε αυτό ελληνιστί; κάπου πήρε το μάτι μου το «αγισμός» και παρολίγον να μείνω χωρίς), όμως στην πραγματικότητα αυτός ο αποκλεισμός είναι έως και αποδεκτός, κανενός και καμιάς δεν ιδρώνει το αυτί, άλλωστε ως γνωστόν η διαβόητη πολύφερνη συμπεριληπτικότητα σε αγνοεί αν είσαι πτωχός (στην τσέπη και στην τάξη) και αν είσαι και μιας κάποιας εχμμ ηλικίας ή για να το πούμε λαϊκά -θυμάμαι τον Τσιφόρο και πόσο γέλαγα τότε- «μισότριβος» ή μεσόκοπος, ταιριάζει και το πρόθημα μισο- (και με την μέση που πονάει) μεσοστρατίς στη ζωή (με τους πιο υπεραισιόδοξους υπολογισμούς), εκεί βρισκόμασταν άλλωστε οι περισσότεροι/ες παρευρισκόμενοι εκείνο το βράδυ, αν το περιέγραφα με μαθηματικούς όρους η σύνθεση του κόσμου που γέμισε ασφυκτικά το Gagarin περιγράφεται από την πανταχού παρούσα στη φύση Κανονική Κατανομή, που την μάθαμε και ως Γκαουσιανή, με την μέση τιμή να βρίσκεται στα 50, και τις «ουρές» να πλησιάζουν ασυμπτωματικά τον άξονα των χ, και να τείνουν προς το μηδέν σε τιμές κάτω των 40 και άνω των 70…
Δεν διαβάζω όμως μόνο Τσιφόρο και… Στατιστική, είμαι και υπό την επήρεια του Ντιντιέ Εριμπόν, που πολύ χαίρομαι που έστω και μέσω του Εντουάρ Λουί έχει αποκτήσει αναγνωσιμότητα και στα μέρη μας, αυτές τις μέρες μόλις έχω τελειώσει το σκληρά έως και αβάσταχτα συναισθηματικό αλλά και πραγματιστικό «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» και μου τριβελίζουν το νου οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που θέτει για την έλλειψη ενσυναίσθησης και την μη-ορατότητα της κατ’ ευφημισμό «τρίτης ηλικίας». «Παλιότερα δεν ενδιαφερόμουν για τους γέροντες. τους θεωρούσα νεκρούς με πόδια που λειτουργούν ακόμη. Τώρα τους βλέπω: είναι άντρες και γυναίκες, είναι λίγο μεγαλύτεροι μου» που έγραφε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ στη δική της «Διακριτική ηλικία».
Ποιος μίλησε όμως για… γηρατειά (τοκ τοκ, χτύπα ξύλο); Όλοι νέοι και νέες είμαστε πια, ο (τρελο)πενηντάρης ήταν ο νέος της εποχής ήδη από τα χρόνια του Ζαμπέτα και των trash ταινιών του Κωνσταντάρα (με το όριο για τις γυναίκες και το δικαίωμα τους στην ‘τρέλα’ να είναι σεξιστικά δέκα χρόνια λιγότερα, αν θυμηθούμε την τρελοσαραντάρα της Βλαχοπούλου). Πόσο μάλλον σήμερα που έχουμε εχμμμ εξελιχθεί και προοδεύσει ως είδος. Μέχρι… μέχρι αποδείξεως του εναντίου βέβαια, μέχρι να σκάσει η βόμβα δίπλα σου ή πάνω σου και τότε αναλάβει τον ρόλο του «μέμνησο δέσποτα» (τον Άδη και ουχί τους Αθηναίους) η βιολογία και το DNA, που ποτέ δεν ξεχνούν κι ας κατηγορηθώ τώρα εδώ για… βιολογισμό.
Ωραία όλα αυτά… Και η συναυλία; Ας μην ξαναπιάσουμε τις υπεραναλύσεις και μιλήσουμε για retro acts, για χρονοκάψουλες, για την ποπ που τρώει τις σάρκες της, είναι πια τετριμμένα (μισότριβα!) στερεότυπα, αληθή μεν αλλά με στομωμένη εξηγητική δυναμική πλέον. Τα ίδια ρετρολάγνα γράφαμε και το… 2007, στην τελευταία τους επίσκεψη στα μέρη μας, με τον Καραμπεάζη τότε να προβλέπει επόμενη συνάντηση μας μαζί τους «κάπου για το 2021 (ή μήπως το 2020;)», δεν έπεσε και πολύ έξω. Οπότε, ας (ξανα)ζήσουμε το παρόν, εδώ και τώρα, carpe diem, μαζί με τη γενιά μας, αυτή που μεγάλωσε στο μεταίχμιο των 80s και των 90s, που ακόμη αναζητούσε στο Νησί τις ετεροαναφορές της για να δομήσει τις διακριτικές μικροδιαφορές (που θα ‘λεγε κι ο Μπουρντιέ) από τον εδώ δήθεν «καταπιεστικό» περίγυρο (εκεί που ακόμη τις αναζητά χωροχρονικά το εγχώριο σχήμα των Notowns που άνοιξε την βραδιά, με τις καλώς συγκερασμένες επιρροές του). Και που μαζεύτηκε σήμερα αυτό το παγωμένο βράδυ-έξω, αλλά τόσο ζεστό-μέσα, που ξέδωσε, χόρεψε, τραγούδησε με την ψυχή της, με τους σημερινούς Inspiral Carpets επί σκηνής να ανταποκρίνονται απόλυτα, δοτικοί και χαλαροί και επικοινωνιακοί, χωρίς καμία διάθεση αποστασιοποίησης και προσποιητού μεγαλείου και ανάγκη ψαρέματος μιας κάποιας ετεροχρονισμένης δόξας, το έζησαν κι αυτοί σε συντονισμό με τον κόσμο, αστειεύτηκαν, κατέβηκαν στο κοινό, έσφιξαν χέρια, με δεσπόζουσα φυσικά την σταθερή στιβαρή και ανάλαφρη συγχρόνως παρουσία του Clint Boon στη φαρφίσα, στο όργανο δηλαδή που έδωσε στους Carpets την νεοψυχεδελική ιδιοσυστασία τους ανάμεσα στα άλλα σχήματα της βραχύβιας κι αδιέξοδα ηδονιστικής τρελο-Μαγχεστρίας, τα παίξανε όλα τα σουξέ (ή σχεδόν όλα, δεν ακούστηκε το «Born yesterday», που ωστόσο δεν ήταν και σουξέ εδώ που τα λέμε, αν και προσωπικά θεωρώ ότι είναι μάλλον το καλύτερο τους και πιο ενδιαφέρον μουσικά κομμάτι τους, ούτε και ένα «The way the light falls»), είπανε και κα’να δυο καινούργια που ακούστηκαν αρμονικά ενταγμένα στο σύνολο και έγιναν δεκτά με συγκαταβατική συμπάθεια, αλλά ο κόσμος ήθελε τα δικά του και τις αναμνήσεις του και τα ανέμελα (ήταν όντως;) νιάτα του, ήθελε τα «She comes in the fall», και «Two worlds collide», και «Dragging me down», κάποια στιγμή πλανήθηκε στον χώρο και η φωνή και το φάντασμα του μακαρίτη συγχωριανού τους Μαρκ Ι Σμιθ στο «I want you», μέχρι τέλους, εκεί στο «Saturn 5» να καταθέσει και την τελευταία ρανίδα εναπομείνασας δύναμης. Κομμάτια που μπορεί να τα είχες ξεχάσει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν τα θυμάσαι… Γιατί, αδυσώπητα κουβαλάς τον παλιό σου εαυτό, που θα έλεγε ο Αραγκόν. Κι ας μην σ’ αρέσει (πια), don’t look back in anger. Κι ας μην ήταν ποτέ εν προκειμένω τα Χαλιά το… κύπελλο τσαγιού μου (ας μου συγχωρεθούν οι αγγλισμοί, μέρα που είναι), λίγο η ανεπιτήδευτη στάση τους, μακριά από τον εγωπαθή κωλοπαιδισμό άλλων …συναδέλφων, λίγο οι ιδιαίτερες μουσικές τους αναφορές και η αγάπη μου για την φαρφίσα (είτε την ακούω από τον Boon είτε από τον Βασιλειάδη), με έκαναν να τους προτιμώ από τον λοιπό βαρετό συρφετό της αγγλοσαξονικής ποπ των μετέπειτα cool χρόνων της.
Ήτοι… Ήταν μια συναυλία βασικά όπως πρέπει να είναι μια συναυλία. Θυμίζοντας κι ότι μια συναυλία δεν έχει (πάντα) σχέση με την αξία/δεξιοτεχνία κάποιου ή κάποιας ως μουσικού ή ερμηνευτή. Ούτε καν με την επιτόπου απόδοση του(ς). Μια συναυλία κατά έναν τρόπο την δίνει και το… κοινό, οι ανάγκες και οι προσδοκίες του. Έτσι, πόσες πείραξε ότι ο εκτελών χρέη τραγουδιστή Stephen Holt (ο πρώτος τους στην χρονολογική διαδοχή, με τον Tom Hingley έχουν χωρίσει τα τσανάκια εδώ και χρόνια) κατά βάση περισσότερο φώναζε τα κομμάτια σαν συνθήματα, κάτι που στις ματζόρε στιγμές μπορεί να λειτουργούσε, αλλά όταν έπεφταν οι τόνοι δεν…; (διαπίστωση τη ώρα που ‘σκότωνε’ το επίσης έξοχο κομμάτι τους, μουσικά και στιχουργικά, με τις κάμποσες συμπαραδηλώσεις που τις λες και πάντα επίκαιρες, το «The beast inside»).
Δεν ξέρω πόσα (και κατά πόσο) αυτά τα κομμάτια έχουν περάσει σε νεότερες γενιές (όπως εφάνη μάλλον όχι, παρά το 90s revival που δουλεύει σε φουλ μηχανές…), άβουλοι γαρ από την μία οι μηχανισμοί της διαχρονικότητας και από την άλλη ανίκητα τα πλυντήρια της λήθης, κι ας μην γίνουμε και …υπερμνησιακοί που λέει και η Agnés Gayraud, είμαι σίγουρος ωστόσο ότι κάποιοι/ες θα την θυμόμαστε αυτή την βραδιά μέχρι … μέχρι να χτυπήσουμε ξύλο πάλι, τοκ τοκ τοκ (εμπρός; ποιος είναι;;; παλιό μπούμερ ανέκδοτο).
Και κανόνισε αγάπη μου, έχω πάρει εισιτήρια για Alphaville, 45 ευρουλάκια έσκασα, φρόντισε μέχρι τότε να ‘χεις συνέλθει. Τι mooo-γκρίζεις; Και δεν μου λες με την ευκαιρία, με τον Μοζ τι θα γίνει, θα πάμε; Και… όχι, ΟΧΙ βέβαια, δεν ‘πετάγομαι’ τώρα να σου φέρω τάπερ με το στιφάδο της μαμάς, αν θέλεις ξεκουνήσου από τον ρημαδοκαναπέ και πάμε…
(Οι φωτογραφίες από την αθηναϊκή συναυλία είναι της Ελεάνας Γαρίνη)