Ivo Pogorelich
Ο Χάρης Συμβουλίδης ολοκληρώνει την συναυλιακή σειρά των 'Μεγάλων Πιανιστών' με έναν παλιό ο οποίος μπορεί μερικές φορές να είναι ...αργός, εν τούτοις είναι σίγουρα αλλιώς.
Η σειρά συναυλιών «Μεγάλοι Πιανίστες» ολοκληρώθηκε για φέτος με τον Ivo Pogorelich να καταλαμβάνει τη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, μετά τον Evgeny Kissin και την Khatia Buniatishvili. Με αρκετή περισυλλογή, παρατήρησα ότι το πάλαι ποτέ enfant terrible του κλασικού κόσμου μάζεψε τον (συγκριτικά) λιγότερο κόσμο από τους τρεις. Φεύγοντας ωστόσο από την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι, αν είδα έναν πραγματικά μεγάλο πιανίστα σε τούτες της βραδιές, αυτός ήταν ο Pogorelich.
Είναι αλήθεια, βέβαια: ο Kissin και η Buniatishvili πήραν ρίσκα, επιθυμώντας να δείξουν ότι είναι δεξιοτέχνες εν εξελίξει. Ο Pogorelich, από την άλλη, μας επισκέφθηκε με ένα πολύ ασφαλές πρόγραμμα Φρεντερίκ Σοπέν, στον οποίον θεωρείται ως γνωστόν γκραν μάστερ. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι πάνε χρόνια πια που διαδίδεται ότι βρίσκεται σε καθοδική πορεία –βρίθει πλέον και το ίντερνετ από ιστορίες για τον αντίκτυπο που είχε στην καριέρα του ο θάνατος της Alisa Kezheradze (1996) ή από διηγήσεις για συναυλίες με τέμπο τα οποία κινούνταν με ...σαλιγκαροειδείς ταχύτητες, κάνοντας το κοινό να αποχωρεί βαριεστημένο στα διαλείμματα.
Αλλά η ουσιαστικότερη αλήθεια είναι ότι, ήδη από το ξεκίνημά του, ο κάποτε Γιουγκοσλάβος/νυν Κροάτης δεξιοτέχνης αποτελούσε ένα κράμα ιδιοφυΐας και εκκεντρικότητας: ποτέ δεν ήταν για όλους και ποτέ δεν έκανε σε όλους, όσες αντικειμενικές Συμπληγάδες κι αν διάβηκε όταν πέθανε η Kezheradze. Στα 62, πλέον, το τίμημα του χρόνου ενδεχομένως να αντανακλάται στις ταχύτητες ή και στις εντάσεις των παιξιμάτων, που απέχουν από ό,τι κάποτε χαρακτηρίστηκε ως «Pogorelić Express». Ό,τι κι αν λέγεται πάντως περί της τεχνικής του κατά τα έτη της ωριμότητας, όσες φορές κι αν αναπαράγει ο αγγλόφωνος Τύπος μια περίφημη (αρνητική) κριτική του Anthony Tommasini στους New York Times, η "Σονάτα για πιάνο No. 3" (1844) αποδόθηκε στο Μέγαρο με όλες τις απαιτήσεις της –οι οποίες είναι μεγάλες.
Σε ακόμα πιο σημαντικό παράγοντα για την επιτυχία της βραδιάς, όμως, αναδείχθηκε η κατασταλαγμένη αντίληψη που έχει πια ο Pogorelich για τον Σοπέν. Η "Φαντασία σε φα ελάσσονα" (1841), για παράδειγμα, ή η "Βαρκαρόλα σε φα δίεση μείζονα" (1846), σαγήνευσαν όχι μόνο διότι παίχτηκαν εξαιρετικά και με έναν προσωπικό τόνο που συμβάδισε άριστα μαζί τους, αλλά και γιατί προικίστηκαν με ξεχωριστό βάθος. Προκαλώντας έτσι τόσο τις αισθήσεις, όσο και τη λογική, προς την κατεύθυνση εκείνη που σκιαγράφησε και ο ίδιος ο Pogorelich, μιλώντας στον Ηλία Μαγκλίνη της Καθημερινής: προς την αέναη δηλαδή αναζήτηση και εξερεύνηση κάθε δυνατότητας ήχου που προσφέρει το πιάνο.
Μας δόθηκε έτσι η ευκαιρία να θαυμάσουμε ξανά τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο που έχει ο Pogorelich πάνω στους ποικίλους χρωματισμούς του Σοπέν, αλλά και το πόσο λυρικά παίζει όταν νιώθει βαθιά συγκινημένος από τα πιο απαλά τμήματα μιας σύνθεσης. Αν τώρα τείνει να τα εκτελεί κάπως πιο αργόσυρτα από όσο είθισται, αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί όντως να αποτελέσει θέμα συζήτησης ή και να διχάσει τα γούστα. Στην περίπτωση πάντως του προγράμματος Σοπέν που απολαύσαμε στο Μέγαρο, τίποτα δεν ήχησε άσχημα ή απογοητευτικά και καμία από τις μελωδικές ισορροπίες του Σοπέν δεν διαταράχθηκε.
Ίσα-ίσα, η εμφάνιση αυτή του Pogorelich, σε συνδυασμό με τα πιο πρόσφατα νέα για το αποκλειστικό συμβόλαιο που του πρόσφερε η Sony Classical (2019), δείχνουν ότι ίσως διανύει μια καινούρια φάση καριέρας, ικανή να ανακινήσει το ενδιαφέρον και όσων τον θαύμασαν στις μεγάλες του δισκογραφικές δόξες, αλλά και όσων νεότερων τον μαθαίνουν τώρα.
Φωτογραφίες - Χάρης Ακριβιάδης