Jack (pot again?)
Καταρχήν πολλούς χαιρετισμούς στους δυο ανώνυμους τροχονόμους που μας ''πέρασαν'' απ' την γέφυρα του Village Park. Σαββατόβραδο και μποτιλιάρισμα δεν ήταν ποτέ συμβατά. Παρότι αποδείχτηκε ότι η ώρα έναρξης της συναυλίας ήταν για πολύ αργότερα, προτιμούσα ένα ποτό απ' το να χάνω την ώρα μου στην κίνηση. Πάμε τώρα στα δικά μας ...
Το, εν μέρει ανακαινισμένο, An & Olon Club (πλέον) εξακολουθεί να είναι ο ναός της εναλλακτικής έκφρασης της πρωτεύουσας. Ένα αυθεντικό Rock 'n' Roll Cabaret, όπως διάβασα με ευχαρίστηση στη νέα του ταμπέλα. Εκείνο το βράδυ όμως έμεινε μισογεμάτο, αφού προς δική μου έκπληξη η προσέλευση του αθηναϊκού κοινού για τους Jack ήταν μικρότερη από ό,τι ανέμενα. Ίσως συνδυασμένη απόρροια εκλογών, χαλαρού promotion και άλλων, εξωγενών και μη, παραγόντων.
Τη βραδιά άνοιξαν οι πατρινοί Serpentine. Πιθανότατα το πιο ταχύτατα εξελισσόμενο εγχώριο συγκρότημα της εποχής μας. Τους είχα δει να ανοίγουν για τους Raining Pleasure τον περασμένο Φλεβάρη στο Ρόδον Club και δεν τους αναγνώρισα. Η δουλειά και η μεθοδική προσπάθεια που καταβάλλουν είναι αδύνατον να κρυφτεί πια. Βοηθούμενοι, κατά τη γνώμη μου, πάρα πολύ απ' το μικρότερο του χώρου, πραγματοποίησαν μια πολύ καλή εμφάνιση, εν γένει, συγκροτημένη, σοβαρή, με αξιέπαινες δικές τους συνθέσεις και καλοστημένη σκηνική παρουσία. Αν συνεχίσουν έτσι σύντομα θα μιλάμε για τη νέα αποκάλυψη της pop σκηνής αυτής της χώρας.
Οι Jack (ή καλύτερα οι Anthony Reynolds και Matthew Scott), κατάλαβαν, έστω και εκπρόθεσμα, τα βασικά μειονεκτικά σημεία του σπουδαίου, αλλά αμφιλεγόμενου, φετινού 'The End Of The Way It's Always Been' album. Πρώτον το ολιγομελές της όλης υπόθεσης και δεύτερον τη μέτρια παραγωγή. Ασχέτως αν οι συνθέσεις καθαυτές τα υπερκάλυψαν στο cd, η ζωντανή τους απόδοση ήταν από πριν μια πρόκληση που την περίμενα με ενδιαφέρον.
Και αρχικώς και προς στιγμή, φάνηκε ότι για το πρώτο τουλάχιστον στη σκηνή του An & Olon Club, δεν θα υπήρχε θέμα. Διότι θεωρητικά μια επταμελής μπάντα, όπως αυτή που βγήκε στο πάλκο τα μεσάνυχτα, επαρκούσε για τα πάντα. Δυστυχώς στον εκτελεστικό τομέα αποδείχτηκε λειψή, με κάποια μέλη να ''λείπουν'' από τις τελικές ενορχηστρώσεις, καθορίζοντας το αποτέλεσμα. Εξαιρουμένης της παρουσίας της βιολίστριας Fiona Brice, η οποία έδωσε το απαραίτητο χρώμα σε κρίσιμα σημεία (όπως η πανέμορφη εισαγωγή στο 'Sometimes'), σε καμιά περίπτωση ό,τι ακούσαμε από τα ηχεία δεν ανταποκρίθηκε στο πολυπληθές του σχήματος. Εντούτοις οι Jack, άλλοτε με την προσωπικότητα εμβέλειας του Anthony Reynolds αυτοπροσώπως, άλλοτε με το ισορροπημένο set, που μας πήγαινε εύκολα από το τελευταίο album στο παρελθόν και πίσω ξανά, άλλοτε με την αισθητική ταυτότητά τους (ναι, έφτασαν και τα παιδιά των nineties να εκδικούνται, αποικίζοντας ολοσχερώς το υποσυνείδητό μας), στάθηκαν οριακά αξιοπρεπώς. Χωρίς να δικαιολογούν βεβαίως το γεγονός ότι έπαιξαν μόλις μια ώρα, μαζί με το ένα και μοναδικό encore, μη ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του κοινού για λίγο περισσότερο. Διατήρησαν όμως συνολικά ατόφιες όλες τις αντιφάσεις της μέχρι σήμερα πορείας τους. Ίσως γι' αυτό οι περισσότεροι φύγαμε από το club όπως είχαμε πάει: μπερδεμένοι.