Ο Ιάσων κι οι πλανητοναύτες
Την Παρασκευή που μας πέρασε, οι συντάκτες του MiC βγήκαν ζευγάρια. Οι Ξαγάς/ Πανότας πήγαν Piano Magic, οι Παπαδόπουλος/ Πατώκος πήγαν Jason Molina. Κανένα από τα δύο σχήματα ιδιαίτερα κεφάτο για Παρασκευή βράδυ, αλλά η τρίτη δυνατή επιλογή της βραδιάς ήταν οι Devastations, δηλαδή, σε όποια συναυλία και να πήγαινες, ήσουν λίγο-πολύ καταδικασμένος. Βέβαια, κρίνοντας από τους δίσκους, ο Molina είναι ο πρωταθλητής στη μιζέρια (για αυτό άλλωστε και τον επιλέξαμε, ο Θανάσης κι εγώ). Παρασκευή απόγευμα μιλάμε με τον Καραμπεάζη στο τηλέφωνο, "καλά ρε συ, θα πάς Molina;", ρωτάει, "εννοείται", τού λέω, και μπορούσα να διακρίνω στη φωνή του ευκρινή ψήγματα οίκτου για τον τρόπο που είχα επιλέξει να περάσω το βράδυ μου. Λίγο πριν, σκάει κι ένα μήνυμα στο κινητό από τον Μάκη, φίλο και συνάδερφο (και στα μουσικά και στα εξω-μουσικά), που έγραφε λιτά "Πιάνο Μάτζικ;", στο οποίο και απάντησα εξίσου λιτά "Τζέισον Μολίνα!". Ποτέ δεν υπερηφανευόμουν για την πειθώ μου, αλλά ο πρώτος που είδα μπαίνοντας στο Planet ήταν ο Μάκης, ανάμεσα σε κάμποσες δεκάδες κόσμου που τον προτίμησαν από τους Piano Magic προς μεγάλη μου (ευχάριστη) έκπληξη, μιας και περίμενα να γίνει ό,τι είχε συμβεί με τον Mark Kozelek πέρυσι (δηλαδή να είμαστε όλοι κι όλοι είκοσι άτομα, με τους 5 από αυτούς να είναι του μαγαζιού).
Επίσης, μπαίνοντας (για πρώτη φορά) στο χώρο, κατάλαβα επιτέλους γιατί τα events στο Planet χαρακτηρίζονται από τους διοργανωτές ως "cult events". O χώρος είναι σα συνδυασμός σαλονιού πλοίου/ λέσχης απόστρατων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, κι όπως είπε και ο Μάκης, περιμένεις ανά πάσα στιγμή να έρθει ο Πλοίαρχος να σού σφίξει το χέρι και να σε ρωτήσει αν περνάς ωραία. Ένα τέτοιο κοσμοπολίτικο (με την cult έννοια βέβαια, μην ξεχνιόμαστε) περιβάλλον δεν ήταν εξ' ορισμού ο κατάλληλος χώρος για να αναπνεύσουν οι πνιγηρά μοναχικές συνθέσεις του Jason Molina, έτσι όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί μέχρι σήμερα στους δύο solo δίσκους του, όμως αυτός ο σκόπελος (σε πλοίο δεν είμαστε;) ξεπεράστηκε άνετα από τον ίδιο, μιας και, συνειδητά ή μη, δεν έχει σημασία, απέφυγε τα δύσβατα μονοπάτια των προσωπικών δίσκων του και επέλεξε να παίξει σχετικά πιο φωτεινά πράγματα, και επιτρέψτε μου να τονίσω το "σχετικά".
Ευγενέστατος και γήινος, δεν εκπέμπει το δέος που σε περιβάλλει όταν ακούς τις επιβλητικές μελωδίες του από το album, αλλά αντί για αυτό, επί σκηνής αποπνέει μια αμεσότητα, αντικαθιστώντας επιμελώς τις συνήθεις βαθιές μελαγχολικές διαθέσεις με γλυκόπικρους νοσταλγικούς τόνους. Δεν ήταν τόσο Jason Molina, όσο Iron & Wine. Με μια μόνο κιθάρα, επιδόθηκε σε ακουστικές εκτελέσεις κομματιών από τους δίσκους των Songs: Ohia και των The Magnolia Electric Co, και φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλά τα δεδομένα του: μιας και ένα μεγάλο μέρος του υλικού του θα λειτουργούσε μόνο με ένα κοινό να παρακολουθεί κατανυκτικά, προσαρμόστηκε στις ανάγκες ενός πιο εξωστρεφούς live, παραθέτοντας μια σειρά από σπουδαία ούτως ή άλλως κομμάτια, από τα οποία ωστόσο έλειπε αναπόφευκτα εκείνη η καταραμένη χροιά που τα συνοδεύει στις επίσημες ηχογραφήσεις. Ο Molina αντεπεξήλθε στις απαιτήσεις των φίλων του, χαρίζοντας θαυμάσιες ερμηνείες και δημιουργώντας ένα κλίμα οικειότητας, αν και μάλλον έπαιξε με ένα ποσοστό μόνο του εαυτού του. Δώστε του έναν μικρό χώρο και ένα μικρό κοινό αποφασισμένο να αφουγκραστεί κάθε του νότα, και κάτι μου λέει ότι θα έκανε ένα πολύ διαφορετικό, και πολύ πιο βαθύ live.
Όταν το set τελειώνει, ο Molina είναι ολοφάνερα συγκινημένος από το θερμό χειροκρότημα, κατεβαίνει από τη σκηνή και μπλέκεται με τον κόσμο, συζητάει με όλους όσους τού συστήνονται, υπογράφει εξώφυλλα (τα σέβη μου στο παλικάρι που είχε φέρει ολόκληρη τη δισκογραφία, μαζί με τα σπάνια 7ιντσα), θέλει να μάς γνωρίσει. Και παρόλο που το παρουσιαστικό του δε γεμίζει με τίποτα το μάτι - θυμίζοντας περισσότερο καθηγητή Γεωγραφίας του Γυμνασίου παρά μοναχικό singer/ songwriter, διαθέτει μια αύρα που σού δηλώνει έμμεσα ότι ο Molina είναι ικανός να δέχεται πολλά περισσότερα ερεθίσματα από τον μέσο άνθρωπο, ότι πολύ απλά είναι αλλού. Και ότι όσο κι αν ευχαριστήθηκε κι ο ίδιος αυτή τη ζωντανή εμφάνιση και την αγάπη του κοινού προς αυτόν, δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο Σικάγο, να κλειστεί στο studio, μόνος με την κιθάρα του, και να δουλέψει πάνω σε νέα τραγούδια.