Τραγούδια από τα δάση των ξωτικών
Μισός αιώνας δισκογραφία και συναυλίες. Διόλου άσχημα για κάποιους που κάποτε έλεγαν "too old to rock'n'roll". Της Ελένης Φουντή
Φέτος είχα την τύχη να παρακολουθήσω δύο εκπληκτικές blues - infused συναυλίες. Για τον μοναδικό Martin Turner των Wishbone Ash στο Κύτταρο τον περασμένο Φλεβάρη δεν έγραψα λέξη. Μάλλον κατέρρευσε η επιθυμία μου υπό το δέος που ένιωσα για τη βαρύτητα του λάιβ. Το μετάνιωσα όμως και δεν θα ήθελα να επαναλάβω το ίδιο λάθος με τον Ian Anderson.
Είναι ούτως ή άλλως υπέροχο να βλέπει κανείς ζωντανά τους μουσικούς που έμαθε μικρός, αλλά το ότι θα πήγαινα σε αυτή τη συναυλία με την παιδική μου φίλη, με την οποία ακούγαμε συνέχεια στα δεκάξι μας την υπέροχη μινιατούρα “Cheap Day Return” από το “Aqualung” (1971), το έκανε και συγκινητικό.
50 (51 πλέον) χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του ντεμπούτου των Jethro Tull “This Was” (1968), ε δεν μπορούσε ο Ian Anderson να αφήσει το γεγονός να περάσει ντούκου (δεν κάθονται και φρόνιμα αυτά τα τελώνια). Μαζί με τον Florian Opahle (κιθάρα), τον David Goodier (μπάσο), τον Scott Hammond (ντραμς) και τον John O’Hara (πλήκτρα), από χρόνια μέλη του ταλλ-ικού σύμπαντος, ένωσαν δυνάμεις και γυρίζουν τον κόσμο βουτώντας τον στα hard rock μπλουζ του φλάουτου, όπως ακριβώς τους αρμόζει.
Το δε Ηρώδειο εξυπηρέτησε ωραιότατα τον Anderson, ο οποίος δηλώνει λάτρης των θεάτρων και δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τους συναυλιακούς χώρους (εδώ Ian δεν με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνη, αλλά για τη δική σου στιγμή μιλάμε, οπότε πάσο), η βραδιά ήταν φωτεινή και ο κόσμος ενθουσιώδης. Άλλοι ήρθαν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους (και παιδευτική διάθεση), άλλοι - όπως εγώ - βρίσκονταν ακόμα υπό την επήρεια των πολεμικών ιαχών των Manowar που μας ισοπέδωσαν την προηγούμενη μέρα, άλλοι φορούσαν μπλούζα Cirith Ungol (και όμως!) ή Rotting Christ και άλλοι λινό παντελόνι, πάντως όλοι ήμασταν περίεργοι για το ίδιο πράγμα: Πήτερ Παν, είσαι ακόμα εδώ;
Είναι ακόμα εδώ, ναι. Τo πρόγραμμα μοιράστηκε σε δύο ωριαία σχεδόν σετ και ξεκίνησε με την blues-rock περίοδο των Tull στα τέλη των 60s. Οι δύο πρώτοι δίσκοι, “This Was” (1968) και “Stand Up” (1969) είχαν την τιμητική τους κι από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως η ταλλοειδής παρέα είναι μάχιμη, δημιουργική και ορεξάτη επί σκηνής, με φλεγματικό χιούμορ και ενέργεια τυφώνα. Ο Anderson στα 71 του παίζει ακόμα φλάουτο στο ένα πόδι, χορεύει, το διασκεδάζει. Η φωνή του έχει εμφανώς καμφθεί, είναι σαφές ότι υπάρχει σημαντική έκπτωση σε σχέση με το παρελθόν, όμως μικρή σημασία έχει αυτό όταν βλέπεις τον Όμπερον αυτοπροσώπως, τον βασιλιά των ξωτικών του Σαίξπηρ. (Εξάλλου, ουδέποτε θεωρείτο απαύγασμα καλλιφωνίας ο Ian, υπό την έννοια ότι ναι μεν είναι ικανός ερμηνευτής, αλλά η τραγουδιστική δεινότητα ήταν πάντα το έλασσον από τα ταλέντα του).
Και ανάμεσα στα κομμάτια όμως, παρεμβαλλόταν και πάλι ο ίδιος, με συνοδευτικές αφηγήσεις από το παρελθόν και ενδιαφέροντα trivia, ενώ μέσω ηχητικών αποσπασμάτων και βίντεο, παλιά μέλη της μπάντας και άλλοι εκλεκτοί φιλοξενούμενοι προλόγιζαν αγαπημένα τους τραγούδια. Κάπως έτσι ακούσαμε τον Mick Abrahams, ενώ ο Jeffrey Hammond μας μίλησε για το “A Song For Jeffrey” (ως αναμενόταν). Το “Dharma For One” το αφιέρωσαν στον Clive Bunker, με τον Scott Hammond να ξεσπάει ασώτως και αφειδώς στα τύμπανα.
Το έναυσμα για τη μετάβαση στην πιο folk, prog rock / hard rock εποχή της μπάντας έδωσε ο αρχιδαίμονας (για να μην πω ιδρυτής) του μέταλ Tony Iommi (που άλλωστε έκανε και ο ίδιος ένα πέρασμα από τους Jethro Tull όταν οι Black Sabbath λέγονταν ακόμα Earth), εκφράζοντας τον θαυμασμό του για το αριστουργηματικό “Bourée In E Minor”, διασκευή σε Μπαχ και έμαθα ότι το αγαπημένο μου “My God” ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στις
χριστιανοταλιμπάν κοινωνικά συντηρητικές νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ. Το πρώτο σετ έκλεισε με μια edited έκδοση του μνημειώδους “Thick As A Brick” για το απαραίτητο ακαδημαϊκό τέταρτο της ανάπαυλας. Το φεγγάρι σαν να μας κοίταξε για λίγο μοχθηρά, μέσα από τα τείχη.
Έναρξις δεύτερου σετ με “Too Old To Rock 'n' Roll, Too Young To Die”, αν και το πιάσαμε το υπονοούμενο από την πρώτη νότα, Ian. Τελώνια και ηλικίες δεν πάνε μαζί. Αίφνης, το Ωδείο κατελήφθη από φαντάσματα, μορφές του 16ου αιώνα, υπό το ροκίζον – αναγεννησιακό “Pastime With Good Company”, μια σύνθεση του Ερρίκου του 8ου της Αγγλίας, επί των ημερών του οποίου δεν έμεινε κεφάλι για κεφάλι στη θέση του (την είδα εγώ στο διάλειμμα τη φαύλη, κίτρινη σελήνη). Τα πλήκτρα του John O’Hara ήταν παιγνιώδη, το φλάουτο λαμπερό. Σκεφτόμουν ότι η προβολή των βίντεο στα αρχαία τείχη του θεάτρου ήταν μάλλον εις βάρος της ευκρίνειας της εικόνας. Tον John Evan, ντυμένο κίτρινο λουλούδι, να προλογίζει το αγαπημένο του “Heavy Horses” για παράδειγμα, δεν τον βλέπαμε πολύ καθαρά. Ωστόσο, στις πιο art rock, μπαρόκ στιγμές της συναυλίας, η επιλογή του χώρου συνετέλεσε στην ύφανση μιας γοητευτικής, μυστικιστικής ατμόσφαιρας, που ταίριαξε ιδανικά με τον folk, hard rock προσανατολισμό της μουσικής.
Στο “Songs From The Wood” ο νους μου έτρεξε στις ανέμελες μέρες στο Σάιρ της Μέσης-Γης, σε λιβάδια με “poppies red and roses filled with summer rain”, πολύ πριν τις ένδοξες μέρες της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού. Άλλωστε ο Anderson μοιάζει λίγο με τον Γκάνταλφ! Επόμενη παραγγελιά από τον Joe Elliott των Def Leppard. Παίξτε ρε παιδιά το “Ring Out, Solstice Bells” και πριν συνέλθουμε από τις τελευταίες νότες του “Farm On The Freeway”, παίρνει τηλέφωνο ο Slash να ζητήσει μια από τις ωραιότερες ροκιές έβερ (συμφωνούμε Slash). Άμα τη ακροάσει του αθάνατου ριφ του “Aqualung” έπεσαν οι απαραίτητες τσιρίδες από το φιλόμουσο κοινό, αν και η κιθάρα του Florian Opahle σκέπασε τα πάντα νομίζω, δεμένη ωραία με το μπάσο του David Goodier, απαραίτητο στήριγμα μέσα στον prog hard rock κυκεώνα. Το κουιντέτο αποσύρθηκε για πολύ λίγο. Μας αποτελείωσαν με μια οργιώδη εκτέλεση του “Locomotive Breath”, το οποίο πάντως εξέθεσε τον Anderson ως ερμηνευτή. Η φωνή του έβγαινε πλέον με κόπο. Και πώς αλλιώς θα γινόταν βέβαια, όταν επί δύο ώρες (με ένα ελάχιστο διάλειμμα) τραγουδάει, παίζει φλάουτο (στο ένα πόδι), επιδίδεται σε πιρουέτες και χοροπηδάει σαν παιδί, τι λέω; σχεδόν πετάει σαν τον Πήτερ Παν; Κρατάμε το υπερηχητικό τζαμάρισμα λοιπόν, που άλλωστε ήταν ισχυρότερο.
Ο Anderson και η παρέα του μας αποχαιρέτισαν καταχειροκροτούμενοι με μια υπενθύμιση. “No, you're never too old to rock 'n' roll if you're too young to die”. Πόσα συγκροτήματα ξωτικών, στοιχειών και αερικών ξέρετε εσείς που να μπορούν να το υποστηρίξουν αυτό στα πεντηκοστά τους (παραπάνω) γενέθλια κάτω από φθονερό φεγγάρι; Εγώ μόνο τους Jethro Tull.
Some Day The Sun Won't Shine For You. But it is not this day!
Setlist
First Set
For A Thousand Mothers
Love Story
A Song For Jeffrey
Some Day The Sun Won't Shine For You
Dharma For One
Beggar's Farm
Bourée In E minor
Sweet Dream
My God
Thick As A Brick (edited)
Second Set
Too Old To Rock 'n' Roll, Too Young To Die
Pastime With Good Company
Songs From The Wood
Heavy Horses
Ring Out, Solstice Bells
Farm On The Freeway
Aqualung
Encore
Locomotive Breath