José González
Κι αν μας αντέξει ...η σκηνή, με μια ακουστική κιθάρα μόνο, θα φανεί. Στο χειροκρότημα. Και στο κείμενο του Μάνου Μπούρα
Τελευταία στιγμή αποφασίσα(με) να πάμε να ακούσουμε τον Σουηδό τροβαδούρο, εξ ου κι οριακά τα εισιτήρια που βρήκαμε ήταν κάπου στα ορεινά της αίθουσας. Αποτέλεσμα ήταν να βλέπουμε τον καλλιτέχνη σαν μία υποσημείωση επάνω στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου, χωρίς ασφαλώς να έχουμε παράλληλα μειωμένη συμμετοχή στον ήχο της συναυλίας, ο οποίος έφτανε στ’ αυτιά μας καθαρότατος και άψογος. Είναι πραγματικά απόλαυση να βλέπεις ένα θέαμα (και να ακούς ένα ακρόαμα) σε μία τέτοια αίθουσα, απερίσπαστος από οτιδήποτε θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο να ρουφήξεις στο ακέραιο τους όσους χυμούς έχει να σου προσφέρει ένας καλλιτέχνης, παρότι βέβαια δε θα πρέπει να ξεχνάμε και τα αρνητικά στοιχεία που αυτό συνεπάγεται. Ήτοι, το ότι δε μπορείς να εκφράσεις τελικά τον όποιο ενθουσιασμό σου σε κάτι που άκουσες, να τραγουδήσεις το αγαπημένο σου τραγούδι παρέα με το δημιουργό του, να χορέψεις – ή έστω να λικνίσεις το κορμί σου – σε οτιδήποτε σου δώσει αυτή τη διαταγή.
Σκεφτόμουν ότι θέλει άντερα να σταθείς μόνος εκεί επάνω σε μία τόσο μεγάλη σκηνή και να πρέπει να κερδίσεις το ακροατήριό σου οπλισμένος μονάχα με μία ακουστική κιθάρα, τη φωνή και τα τραγούδια σου – άντε και κάποια λίγα συμπληρωματικά ηχητικά εφόδια, έναν μηχανικό ρυθμό σε ορισμένα κομμάτια και κάποιες αφαιρετικές πλάτες σε άλλα τόσα. Αυτό που σου δίνεται ως ανταμοιβή όμως εφόσον το καταφέρεις, είναι ένα περιβάλλον από το οποίο απουσιάζουν οι περιττές ομιλίες του ακροατηρίου, οι δύο φίλοι με άλλα λόγια που στέκονται δίπλα σου και λένε τα νέα τους ή σχολιάζουν τα αποτελέσματα από τους αγώνες της περασμένης Κυριακής κτλ. Όλοι το έχουμε βιώσει μα και το έχουμε κάνει, εδώ που τα λέμε. Τι είναι αυτό που σε κάνει λοιπόν να πάρεις το προνόμιο του να σε φωνάζουν σε μία τέτοια αίθουσα, όπου κακά τα ψέματα, σε σέβονται εξ ορισμού και η προσοχή που απαιτείται στην παρακολούθηση δεν είναι κάτι που οφείλει ο μουσικός να κερδίσει με κόπο και ικανότητα αλλά την έχει δεδομένη με το που βαδίσει επάνω στη σκηνή; Γιατί κάποιος όπως ο Matt Elliott για παράδειγμα δε μπορεί να μπαίνει σε ανάλογες αίθουσες και παίζει ακόμη σε οικεία μεν μπαρ, προβληματικά όμως σε ότι αφορά σε όσα είπαμε παραπάνω; Να είναι θέμα μάνατζερ, σκέφτηκα αρχικά; Μπα, όλα έχουν να κάνουν με τη δημοφιλία του καθενός, είναι η πιθανότερη απάντηση, και ο José González είχε την τύχη να έχει ένα κομμάτι του σαν επένδυση σε τηλεοπτικό σποτ, κι όλοι γνωρίζουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Κι ούτε καν σε δικό του κομμάτι, πλάκα πλάκα, διασκεύασε το ‘Heartbeats’ των φίλων του The Knife και κατά τα φαινόμενα, έβγαλε περισσότερα χρήματα από εκείνους. Τον ευχαριστώ πάντως που μας έδωσε ένα τόσο υπέροχο τραγούδι με τη δική του φωνή και μπορούμε να το ακούμε αποφεύγοντας τη φωνή της Fever Ray, μιας από τις απεχθέστερες εκεί έξω σύμφωνα πάντα με τον γράφοντα (σίγουρα θα έχετε τη δική σας άποψη, αλλά είναι η δική σας). Προς μεγάλη έκπληξη όλων (μάλλον), ο González επέλεξε εκείνο το βράδυ να μην πει το συγκεκριμένο κομμάτι, και η απογοήτευση ήταν εμφανής στα πρόσωπα πολλών μόλις άναψαν τα φώτα του τέλους της βραδιάς. Έχει πάντως πολλά ωραία κομμάτια γράψει ο José, και δε δυσκολεύτηκε να γεμίσει με αυτά τη μιάμιση ώρα που διήρκησε η συναυλία. Πλάι στο προσωπικό του υλικό, τόσο από τους δίσκους του όσο κι από αυτούς της μπάντας των Junip που συμμετέχει, έπαιξε και τρεις διασκευές: τα ‘Blackbird’ των Beatles, ‘Teardrop’ των Massive Attack και ‘Cello Song’ του Nick Drake. Το τελευταίο προέκυψε από μία μίνι σφυγμομέτρηση με το κοινό και με τον González να χάνει λίγο το βηματισμό του στην κιθάρα αρχικά αλλά να τον βρίσκει γρήγορα. Πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι δακτυλισμοί του Drake στην ακουστική κιθάρα είναι παραδειγματικής δυσκολίας.
Ο χρόνος κύλησε νεράκι και η εκφραστικότητα του José González είναι εξαιρετική. Το ακροατήριο που βρισκόταν εκεί το γνώριζε καλά αυτό και απόλαυσε στο έπακρο καλοπαιγμένες εκτελέσεις τραγουδιών όπως το ‘Far Away’ (που ζητήθηκε επίμονα, δημοφιλές απ’ ότι διαπίστωσα αργότερα από τη συμμετοχή του στο σάουντρακ της ταινίας ‘The Secret Life Of Walter Mitty’), ‘Killing For Love’, ‘Cycling Trivialities’ κι ένα σωρό άλλα που δε γνώριζα καλά, παρότι μέρος της δισκογραφίας του βρίσκεται στα ράφια του σπιτιού μου. Δεν θα κρύψω ότι πάντα θεωρούσα τον José González συμπαθή αλλά δεν του είχα δώσει ξεχωριστή σημασία. Μετά από αυτή του την εμφάνιση όμως, θα τον ψάξω περισσότερο, κι αυτή είναι η πραγματική νίκη οποιουδήποτε έχει αποφασίσει να επικοινωνήσει την Τέχνη του ζωντανά.