Ο καταραμένος ιεροκήρυκας και η ευλογημένη χυλόπιτα
Εγώ έφυγα από το Bios με την αίσθηση ότι ο Josh T. Pearson έχει ξεφύγει τελικά από όλα όσα τον βασάνισαν και τον οδήγησαν στο επίμαχο άλμπουμ. Μπορεί και να μην έγινε έτσι, εγώ πάντως αυτό κατάλαβα. Όπως σε όλη τη διάρκεια του live του Σαββάτου, κατάλαβα ότι πλέον τον ενδιαφέρει και πάλι περισσότερο η κιθάρα του, από ότι οι επίμαχοι στίχοι του. Τους οποίους απήγγειλε με παθιασμένη μονοτονία, στο μεταίχμιο του να είναι δικοί του ή μη. Δεν θα μπορούσαν να είναι αλλουνού βέβαια, αλλά ο καθένας μας αλλάζει κάθε τόσο εαυτούς, κατά πως λένε και τα γυναικεία περιοδικά.
Δεν βαρέθηκα, γιατί ήμουν από τους λίγους που μιλούσαν που και που, αλλά δεν ενθουσιάστηκα κι όλα. Αν τυχόν ήταν μουντρούχος τύπος, με τα μούτρα κατεβασμένα στο πάτωμα και χωρίς διάθεση κοινωνικοποίησης, θα είχα εκνευριστεί. Αλλά μια χαρά τύπος μου φάνηκε αυτός ο ιδιόρρυθμα φωτογενής μοναστικός Pearson που εμφανίστηκε μπροστά μας. Ίσως να μην με καθήλωσε, επειδή ούτως ή άλλως από πριν δεν είχα μεταλάβει πλήρως το νόημα του Last Of The Country... Πάντως έχω την αίσθηση ότι το rock είναι ένα πολύ πιο απλό στην ουσία του πράγμα από αυτό που θέλει να παρουσιάσει ο Pearson.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι αν μουρμούραγε στα ελληνικά, θα συντασσόταν στη γραμμή Μάλαμα. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που τον διαχωρίζει, αλλά δεν είμαι αυτός που μπορώ να την καθορίσω περιγραφικά. Μάθαμε ότι γυρνάει πάντοτε με μια τσατσάρα, αλλά και ένα ξυράφι... επειδή "you'll never know" κατά πως λέει και ο ίδιος. Επί του παρόντος δείχνει και απαλλαγμένος από το σαράκι του θεού τιμωρού που τα πάντα κοιτάει κλπ και αντί για παρερμηνείες των ευαγγελίων, μας διηγήθηκε άχαρα ανέκδοτα για το πιο απόκρυφο (ή μήπως όχι;) μέρος του σώματος μιας stripper. Αν πρέπει πάντως να συνταχθώ κάπου, θα πάω με το μέρος αυτών που η συναυλία δεν τους είπε κάτι σπουδαίο επί της ουσίας. Διότι δεν μου είπε, ψέματα να πω;
Το mixtape.gr με προσωπική επιμέλεια, φροντίδα και αγωνία οργάνωσε μια άψογη βραδιά, που συντάχθηκε απόλυτα με την παράδοξη μουσική επικαιρότητα του 2011, ξεπέρασε με επιτυχία τους συνήθεις σκοπέλους του Bios και απόλαυσε μετά μανίας τις εμμονές του στην πρώτη σειρά, μαζί με πολλούς ακόμη φανατικούς, που αν τους ρωτούσες, είμαι σίγουρος ότι θα παραμέριζαν ακόμη και δια της βίας τις εντυπωσιακές ελληνοαυστραλές, που εμφανίστηκαν από το πουθενά, και θα πέρναγαν αυτοί τη συνέχεια της υπόλοιπης βραδιάς παρέα με τον πρωταγωνιστή. Μην πάει ο νους σας στο "καλό" όμως, την αλλαγή φρουράς είδε ο άνθρωπος και την επόμενη μέρα κατάφερε να είναι on time στην πτήση της επιστροφής και να αποχωρήσει θριαμβευτής από μια χώρα καπνιστών, που επέδειξαν ενώπιον του, κατά τα λοιπά, τον καλύτερο τους εαυτό!
Μήπως ήρθε η ώρα σιγά σιγά για τον σχηματισμό της The Josh T. Pearson Band όμως;
Άρης Καραμπεάζης
Last Of The Country Cenltemen διάβαζα στις οθόνες του Bios. Τα Creek μάτια μου 'κάναν πουλάκια αλλά αυτές οι καουμπόικες γραμματοσειρές κάνουν τα γράμματα να μοιάζουν άλλα από ότι είναι. Όμως τα πράγματα συνήθως είναι άλλα από ότι φαίνονται.
Κι ενώ ας πούμε περιμέναμε να μετρήσουμε κάποιο πλήθος μουσικών πίσω από το όνομα "Mickey Pantelous & Dr. Albert Flipout's Οne CAΝ Band", μας προέκυψε o ένας και μοναδικός ξανθός Τom Waits με το υπόλοιπο του ονόματος να αντιστοιχεί σε μια βουντού κονσερβόκουκλα (φανταστείτε τη κάτι σαν Screaming Jay meets Τενεκεδούπολη). Τα μπλουζ του σίγουρα ήταν ό,τι κοντινότερο μπορούσε να ανοίξει μια συναυλία αμερικανικής παράδοσης και ο ίδιος είναι πολύ καλός στο είδος του και πραγματικά one man band, αφού ο "Dr. Albert Flipout" κονσερβόκουκλος δεν έκανε και πολλά, μάλλον με μέσον μπήκε στη μπάντα.
Kάποια στιγμή ανάμεσα στο κοινό εμφανίστηκε ένας ψηλόλιγνος μούσιας και πολύ γρήγορα περιστοιχίστηκε από όμορφες, ενθουσιώδεις, θαυμάστριες. Ποτέ άλλοτε, σκέφτηκα, ένας οδυνηρός χωρισμός δεν έφερε τόση χαρά στον τεθλιμμένο χυλοπιτιασμένο. Όχι μόνο έβγαλε άλμπουμ μετά από δέκα περιπλανώμενα χρόνια, αλλά αποθεώνεται δικαίως ή αδίκως από κοινό, κριτικούς and the girls. Δυστυχώς παιδιά, αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες και στους δίσκους.
Ανέβηκε στη σκηνή και η παλιακή του φιγούρα με το χαμένο βλέμμα μας προδιάθετε για μια σπαραξικάρδια βραδιά με τον Josh T Pearson. Εν μέρει ναι, αλλά κυρίως όχι. Όπως αποδείχτηκε ο τεξανός έχει καλόγουστο χιούμορ και αφομοιωμένη την παράδοση της (προσφιλούς στην Αμερική) stand-up comedy. Καλόγουστο, για να εξηγούμαστε, εννοούμε το διφορούμενο κυνικό και αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Και για του λόγου το αληθές, ο Josh ξέρει να λέει στα ελληνικά με αξιοπρεπή προφορά "skata" και "eisai pantremeni;". Παραδέχεται ότι μας περίμενε άσχημους αλλά ωραίοι είμαστε και καταλαβαίνουμε καλύτερα αγγλικά από τους "σκατοϊταλούς". Λέει ανέκδοτα για μπατίρηδες μουσικούς και προλογίζει τα δεκάλεπτα μοιρολόγια του ως "another smash hit". Τελικά καταντά μεν κοινοτοπία, αλλά οι πιο γνήσιοι αυτοκαταστροφικοί καταθλιπτικοί έχουν απολαυστική αίσθηση του χιούμορ.
Αλλά όσο πλάκα και να είχε ο θεοσεβούμενος μαλλιάς με την μεταλλική βοϊδοκεφαλή για αγκράφα στη ζώνη, εμείς είχαμε έρθει για τη μουσική.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Josh T Pearson είναι ο καλύτερος συνθέτης, κιθαρίστας, τραγουδιστής που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Η μουσική του όμως έχει μια αφοπλιστική εκφραστικότητα και μια ειλικρίνεια που σε κάνει να σταθείς. Τα κομμάτια του σε συγκινούν και σε παρασύρουν στην αφήγηση τους. Χωρίς υπερβολή θα 'λεγα ότι δε σ' αφήνουν να κάνεις τίποτα άλλο παρά να σταθείς, ακίνητος. Φταίει ο Neil Young που μας έχει εθίσει στις αμερικάνικες κιθάρες, ο Leonhard Cohen που μας έμαθε να ακούμε ποιήματα για στίχους ή ο Townes Van Zandt μου μας βύθισε το κεφάλι στη λυρικότερη και σκοτεινότερη πλευρά της country μέχρι να μας κοπεί η ανάσα. Έτσι, εύκολα παραδοθήκαμε στον άξιο επίγονο που στεκόταν με την κιθάρα του μπροστά μας και κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα μακριά του δάκτυλα πάνω στις χορδές, το ένιωθες κάπου βαθειά μέσα σου να σε γρατζουνάει. Η φωνή του ακούγονταν ζωντανά πολύ πιο γλυκιά από ότι στο άλμπουμ και τα ξεσπάσματα στην κιθάρα τουλάχιστον ανατριχιαστικά. Την ατμόσφαιρα εύκολα θα την περιέγραφες ως "εκκλησία", το σύνηθες βουητό ομιλιών είχε βγάλει το σκασμό και άκουγε. Μας ευχαρίστησε γι αυτό και βλέποντας θολή τη ματιά του στυλωμένη στο υπερπέραν όταν έπαιζε, φαντάζομαι δεν θα μπορούσε να το κάνει χωρίς την απαραίτητη κατάνυξη. Διάολε μόνο εγώ συγκινούμαι με όλα αυτά τα παλιομοδίτικα;
Κλείνοντας με το αγαπημένο μου "Country Dump" μας καληνύχτισε και μας ευχήθηκε δύναμη για την οικονομική μας κρίση και θα μας άναβε καθώς φαίνεται και κεράκι αλλά προτίμησε να κάνει ανκόρ. Και τι ανκόρ... Το Rivers of Babylon που θα το θυμάστε από τους Bonney M. αυτός όμως το έκανε να μοιάζει με το χαμένο όγδοο κομμάτι του άλμπουμ του.
Κατέβηκε από τη σκηνή, μίλαγε με όποιον τον πλησίαζε, υπέγραφε γενναιόδωρα τα άλμπουμ του (ε ρε θα στενάξει το e-bay κάποια στιγμή) και δε σταμάτησε να αποδεικνύει ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ένας καλός μουσικός είναι και εξαιρετικά συμπαθής και προσιτός τύπος.
Νομίζω το μόνο που έλειπε σε αυτή τη συναυλία ήταν τα καθίσματα που θα ταίριαζαν ιδανικά ...α, και εκείνη η απαίσια που το παράτησε το παιδί!
_____
Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιαλός