Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει
Φέρτε μου ένα λαούτο, για να δείτε πως πονώ. Της Μαριάννας Βασιλείου
Είναι παράξενη αυτή η πόλη. Γιατί την πρώτη φορά που ένας τόσο ιδιαίτερος μουσικός έπαιξε σε αυτή την πόλη (το μακρινό 2015) είχε γεμίσει την πάλαι ποτέ Μαύρη Τρύπα, ενώ τη δεύτερη φορά (το 2016) με το ζόρι βρέθηκαν 30 άτομα να τον ακούσουν; Και γιατί την τρίτη φορά που έρχεται στη χώρα να κάνει ένα sold out στην Αθήνα και να προστίθεται και μία δεύτερη εμφάνισή του εκεί, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν μαζεύτηκαν ούτε εκατό άτομα για να τον ακούσουν; Να είναι επειδή το «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» είχε βγει πρόσφατα; Επειδή ο χώρος ήταν κάπως παγερός και απόμακρος; Επειδή ένα λαούτο με 27 χορδές, ένα slide και δυο-τρία μικρόφωνα φαίνονται λίγα;
Ίσως επειδή η μουσική του είναι πολύ τρομακτική και δεν αντέχεται. Τρομακτική με την έννοια του υπαρξιακού δέους - κανένας και καμιά δεν τόλμησε ή δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα στα 50 λεπτά που κράτησε η συναυλία, ακόμα και οι παραγγελίες στο μπαρ δίνονταν ψιθυριστά. Αυτές οι 27 χορδές και η βαθιά φωνή έρχονται από έναν άλλο αιώνα – από στιγμές που ερχόταν ο τροβαδούρος του Μεσαίωνα στα κάστρα, καθόταν στη μέση της σάλας και απομάγευε βασιλιάδες και χωρικούς με τη μαγεία της μουσικής. Που ο αοιδός στα παλάτια των αρχαίων βασιλιάδων άκουγε τη Μούσα να απαγγέλλει μόνο σε εκείνος και τραγουδούσε λιγώνοντας καρδιές, όπως λέει ο βασιλιάς Αλκίνοος για το Δημόδοκο στη θ’ ραψωδία της Οδύσσειας. Πολύ θα ήθελα να δω μια συναυλία του σε έναν ναό σαν αυτόν της Παναγούδας – μικρό, ζεστό και κατανυκτικό. Άνετα θα περνούσε για μοναχός με τα μαύρα ρούχα και το μεγάλο σταυρό στο λαιμό. Ή έστω για ερημίτης. Από αυτούς που λατρεύουν το Θεό όχι με προσευχές, αλλά με τη μουσική τους.
Παρατηρώντας τον στη σκηνή την Κυριακή να εκτελεί τον τελευταίο του δίσκο, το “The Night Dwells In The Day”, συνειδητοποίησα ότι τελευταία φορά τον είχα δει ζωντανά σχεδόν δέκα χρόνια πριν. Άλλαξε πολύ – άσπρισαν τα μαλλιά του, σκάφτηκε κι άλλο το πρόσωπό του, κύρτωσαν λίγο οι ώμοι του. Κι εγώ άλλαξα – και τα δικά μου μαλλιά μάκρυναν και πια έχουν το φυσικό τους χρώμα (με καμιά άσπρη τρίχα πού και πού), έχω πια λεπτές γραμμές στο πρόσωπό μου, με βασανίζουν τενοντίτιδες. Κι η μουσική του άλλαξε – δεν μιλάει πια για τον χρόνο που κυλά, αλλά για τις στιγμές που μετράνε αντίστροφα. Δεν τραγουδάει τη μάχη του Φωτός με το Σκοτάδι, αλλά το Κακό που απειλεί να καταπιεί το Καλό. Δεν παίζει μελωδίες για αγγέλους και δαίμονες, αλλά για τους λυγμούς με τους οποίους θα καταρρεύσει ο κόσμος. Μέχρι που έρχεται η ώρα του “Love Destroys All Evil”, που με τον έναν και μοναδικό στίχο του ρίχνει λάμψη και χρώματα πάνω σε όλη τη μαυρίλα και τον ζόφο: “Love destroys all Evil and frees us”. Και κάπου εκεί η Αλίκη βγαίνει από τη λαγότρυπα, ο Μπάλαρντ σταματάει να γράφει το “Atrocity Exhibition”, ο Γκέοργκ Σάμσα σταματά να νιώθει ένα μιαρό έντομο μπροστά στον πατέρα του. Η αγάπη, όπως εκφράζεται μέσα από ένα λαούτο με 27 χορδές, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Και ουδέποτε εκπίπτει, ακόμα και αν υπάρχουν λιγότερα από εκατό άτομα για να την ακούσουν.