Hip priests and kamerads
Ανυπολόγιστης αξίας trademark στο χώρο του παραδοσιακού heavy metal οι Judas Priest. Όπως σωστά μου επισήμανε κάπου και ο Χάρης Συμβουλίδης, είναι αυτοί που διαμόρφωσαν στην ουσία του αυτό που λέγεται ότι έχουν εφεύρει οι Black Sabbath, αλλά αν δεν του έδιναν τελική μορφή οι Priest, ίσως και να έμενε μια ιδιόρρυθμη πρωτοπορία ή και ένα γραφικό παράδοξο (ίσως λέμε, διότι η ιστορία στη μουσική πάντοτε βρίσκει τρόπους να γράφεται). Δοκιμάστηκε η δυναμική τους και ερήμην του Rob Halford προ ετών (σαν να λέμε Sex Pistols χωρίς Rotten ένα πράγμα), πλέον δοκιμάζεται και χωρίς τον K.K. Downing (είναι αυτός που παίζει τις επιθετικές κιθάρες τους, ο άλλος είναι επί της μελωδίας, όπως τα καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον).
Ο σπουδαίος κιθαρίστας τα/ τους παράτησε λίγο πριν την έναρξη της περιοδείας και μη με ρωτάτε να σας πω αν αυτό που συνετέλεσε περισσότερο στη μη ακύρωση της ήταν το εμπορικό στοιχείο ή η πίστη των υπόλοιπων σε αυτό που κάνουν εδώ και 40 χρόνια. Άλλωστε αναντικατάστατοι δεν υπάρχουν πλέον πουθενά και αυτό το απέδειξε και η προ ετών πρόσκαιρη τελικά αποχώρηση του Halford, που όπως και ο ίδιος παραδέχεται επ' ουδενί δεν έπρεπε να σημάνει το τέλος του συγκροτήματος.
Ένα mini metal φεστιβάλ έλαβε κατά βάση χώρα στον, ωραίο και σχεδόν ρομαντικό (θαλασσίτσα, ηλιοβασίλεμα κλπ) χώρο των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων (βοήθεια μας) του Παλαιού Φαλήρου την Τρίτη από νωρίς το απόγευμα, εμείς όμως καταφέραμε να φτάσουμε λίγο μετά το τέλος της εμφάνισης των Opeth, οπότε αναγκαστικά θα περιοριστούμε στα όσα είδαμε και μόνο σε αυτά.
Οπότε αναγκαστικά θα περιοριστούμε στους Judas Priest διότι τα όσα είδα από τους Whitesnake για μία ώρα και κάτι απλώς επιβεβαίωσαν την ούτως ή άλλως παγιωμένη αποψή μου ότι ο Kurt Cobain έσωσε το rock και κατ' επέκταση την ανθρωπότητα όλη, στέλνοντας στο καναβάτσο τύπους σαν το Coverdale, που με πρόσχημα μια καλή φωνή ευτέλιζαν το ροκ ως εκεί που δεν πάει και τελικά στο πρόσωπο του Axl Rose το ξεφτέλισαν ολοκληρωτικά, εκεί που πήγαν να το απογειώσουν. Νομίζω πάντως ότι ακόμη και οι φανατικοί των Whitesnake αυτά τα όχι μόνο ανούσια, αλλά και κακότεχνα σόλο, καθόλου δεν τα ευχαριστήθηκαν (κάποιοι ίσως, αρκετοί γκρίνιαξαν πάντως). ΟΚ, στα δυο-τρία σουξέ στο τέλος περάσαμε ωραία, αλλά μην το κάνουμε και θέμα...
Τους Judas Priest έτυχε να τους "γνωρίσω" στις αρχές της δεκαετίας του '90 σχεδόν ταυτόχρονα με τους Husker Du. Στην αρχή ασχολήθηκα συντριπτικά με τους πρώτους και μάλλον μετάνιωσα για την επιλογή αγοράς του Zen Arcade. Στη συνέχεια πήρα τον μονόδρομο των δεύτερων, αλλά την παρέα του Rob Halford την είχα πάντοτε στο μυαλό μου ως το ιδανικό πρότυπο του heavy metal εκείνου, που δεν αποκόπηκε ποτέ από τις ορθές blues ρίζες του (ΟΚ, το 85-86 κάπου το έχασαν κι αυτοί, αλλά όχι για πολύ). Πάντοτε επίσης θεωρούσα πολύ σημαντικό το ότι όντας 20 χρόνια συγκρότημα κατάφεραν και κυκλοφόρησαν ένα δίσκο που επανοριοθέτησε το παραδοσιακό metal και πάντοτε ψηφίζεται στους 2-3 καλύτερους δίσκους του είδους στα σχετικά δημοψηφίσματα. (Painkiller). Συνεπώς τους θεωρώ μεγάλο συναυλιακό απωθημένο, που επιτέλους εκπληρώθηκε.
Σε μια περιοδεία που ενδέχεται να είναι και η αποχαιρετιστήρια για αυτούς επέλεξαν να υπάρχουν στο setlist τους και η loud & proud διασκευή στο αρχετυπικό The Green Manalishi των Fleetwood Mac, αλλά και αυτή στο Diamonds & Rust της Joan Baez, που κύρια δείχνει ότι για τους Judaspriest το metal δεν ήταν ποτέ μία βίαιη αποκοπή από την blues/folk/rock παράδοση (ο Dylan τους "βάφτισε" άλλωστε), αλλά μία φυσιολογικά ακραία συνέχεια αυτής, μέσα στις τόσες συνέχεις που έμελε να έχει.
Το υπόλοιπο setlist ήταν αυτό ακριβώς που περιμέναμε παρακολουθώντας διαδικτυακά τι έπαιξαν στις προηγούμενες στάσεις της περιοδείας τους. Τα πράγματα σε αυτό το επίπεδο είναι ακραία επαγγελματικά και τα περιθώρια εκπλήξεων μάλλον μηδαμινά, σε σημείο που είναι πραγματικά ατυχία να πετύχεις την μπάντα σε άσχημη μέρα. Εμείς ευτυχώς τέτοια ατυχία δεν την είχαμε. Επιπλέον ο ήχος ήταν καλός, δυνατός και χωρίς απώλειες, οπότε ο επαγγελματισμός μπόρεσε να λειτουργήσει στα πλαίσια που απαιτούνται.
Οι Judas Priest δεν βγήκαν στο δρόμο ούτε για να τα αρπάξουν και μόνο, ούτε για να εξαργυρώσουν τη δυναμική του trademark. Βγήκαν για να πετύχουν τα παραπάνω δίνοντας ένα ακραίο ροκ σώου, που δεν παραμελεί να είναι συναυλία, και μία παραδοσιακή heavy metal συναυλία, που οφείλει να υπακούσει στους κανόνες των μεγάλων ροκ σώου. Η πρώτη πραγματικά σπουδαία στιγμή στο live ήταν το Judas Rising, με τον Halford να έχει ζεστάνει πλέον τη φωνή του και να ξεκαθαρίζει ότι αυτός είναι ο καλύτερος των πρώτων και κανένας άλλος (ποτέ δεν μου άρεσε ο Dio, συγνώμη).
Από το Green Manalishi και μετά και μέχρι το τέλος και των δύο encore, υπήρχαν στιγμές και τραγούδια, ικανά να αφήσουν στον τόπο τον μέσο φανατικό metalhead. Στο Breaking The Law (όπως κάθε βράδυ) ο Halford δεν χρειάστηκε να πει λέξη και η μέθοδος "δικό σας" λειτούργησε χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα. Στο Hell Bent For Leather καθησυχάστηκαν άπαντες μόλις διαπίστωσαν ότι η μοτοσικλέτα δεν απουσιάζει από τη σκηνή και το Electric Eye ήταν η στιγμή εκείνη που ο Halford είχε πλέον πείσει τον κόσμο ότι έχει μπροστά του τον Θεό. Για το Painkiller δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε πιστεύω. Άγριες φάτσες γύρω μου δάκρυζαν και ταυτόχρονα έδιναν μπουνιές στον κολλητό τους, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτή η ιδιόμορφη speed μελωδικότητα του τραγουδιού το έχει καταστήσει πέραν των ορίων της λογικής του είδους, κλασσικότερο των κλασσικών, για πολλούς η κορυφαία στιγμή του metal (για άλλους όχι, το ξέρω). Γενικώς μια κατάσταση αλλοφροσύνης στη διάρκεια του Painkiller με τους περισσότερους να κοιταζόμαστε μεταξύ μας σαν να μην το πιστεύουμε. Some songs are bigger than others... ως γνωστόν!
Κορυφαία στιγμή πάντως του live υπήρξε κατά την προσωπική μου άποψη, το Nightcrawler, τραγούδι που εμπεριέχει κάθε διαφορετική έκφανση της σαρανταετούς πορείας του φαινομένου Judas Priest και θα μπορούσε να είναι τόσο ένα ακουστικό σκληρό μπλουζ, όσο και ένα ακραίο speed metal διαμάντι. Στέκει κάπου στη μέση, με όλη την υπερηφάνεια και τη γενναιότητα, που φυσιολογικά προκαλεί απέχθεια σε όσους πιστεύουν με μανία πως ό,τι αντιπροσωπεύουν οι Judas Priest δεν είναι παρά μία διογκωμένη διαστρέβλωση της πραγματικής ροκ ουσίας. Δεν τους αδικώ απόλυτα. Σε αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις κι εγώ τα ίδια (και περισσότερα θα έλεγα), αλλά με τους Judas Priest όχι μόνο σηκώνω τα χέρια ψηλά, αλλά σχεδόν ασυνείδητα σχηματίζω με τα δάχτυλα και το προαιώνιο σήμα του heavy metal.
Τελευταία σημείωση: εμείς οι από εδώ συνηθίζουμε να λέμε ότι το metal κοινό είναι παθιασμένο, εκδηλωτικό και φανατισμένο και ότι πηγαίνει στις συναυλίες για να γουστάρει, και όχι για να ξενερώσει κάνοντας ανούσιο σοσιαλάϊζινγκ, όπως το αντίστοιχο indie για παράδειγμα. Την Τρίτη το βράδυ το παραπάνω ρηθέν επιβεβαιώθηκε κατ' αρχήν, στα μάτια μου τουλάχιστον. Φεύγοντας όμως υπέκλεψα μια πολύ ωραία, συγκροτημένη και ιστορικά τεκμηριωμένη συζήτηση δύο (μεγάλων σε ηλικία τύπων) στη διπλανή (μεγάλη σε κυβισμό) μοτοσικλέτα, οι οποίοι αποχωρούσαν μάλλον μουδιασμένοι από τις συνολικές αντιδράσεις του κοινού και από το ότι δεν ήταν και λίγοι αυτοί που έκοβαν βόλτες στη διάρκεια του live (η αλήθεια είναι ότι η συναυλία δεν είχε έναν σκληρό πυρήνα οπαδών που να δημιουργήσουν πανικό και ταραχή, όπως πέρσι στους Slayer για παράδειγμα, αλλά ένα μάλλον γενικό πάθος να δονεί την ατμόσφαιρα, ένα πράγμα σαν την Τούμπα των τελευταίων ετών που της λείπει ο καλός οργανωτής κερκίδας, αλλά και πάλι Τούμπα είναι). Την αιτία την εντόπισαν στο ότι και το metal κοινό στην Ελλάδα έχει χορτάσει πλέον από live, έχει δει τα περισσότερα (αν όχι όλα) ονόματα που ήθελε να δει και ο τρόπος που απογείωνε τα συγκροτήματα στο παρελθόν ανήκει οριστικά σε αυτό.
Επίσης, λιγότερο νερό στη μπύρα μας παρακαλούμε (ή αλλιώς: περισσότερη μπύρα στο νερό μας). Το ότι έπεσε η τιμή της λίγο κάτω από το ψυχολογικό όριο των 5 € δεν δικαιολογεί τέτοια... ελαφρότητα. Στα 2 € το ξανασυζητάμε.