Τζαζ ταυτοτήτων χωρίς τζαζ/ιθαγενικό black metal με καρδιά και αίμα
H ακάματη Ελένη Φουντή καλύπτει μέσα σε ένα βράδυ δύο συναυλίες δύο σχημάτων που δύσκολα θα συναντιόνττουσαν, επί και εκτός της σκηνής.
Δεν έχω αγοράσει ποτέ ηχεία χωρίς επίσκεψη για ακρόαση πρώτα και το συνιστώ ως γενική πρακτική. Ο ήχος δεν αγοράζεται online. Ό,τι specs κι αν έχει, ένα ηχείο σου ταιριάζει ή όχι. Είναι διαβόητη η πολωτική περίπτωση των Klipsch πχ (υπέρ το δέον έντονα και κουραστικά για μένα) λόγω του χαρακτηριστικού επιθετικού ήχου τους. Οι μισοί από όσους τα παίρνουν χωρίς να τα ακούσουν κλαίγονται μετά στο reddit. Στραβά αρχίζω, το ξέρω, αλλά μήπως και ο ερχομός του Kamasi στραβά δεν άρχισε; Για Ηρώδειο τον Οκτώβριο 2024 ξεκινήσαμε και να ‘μαστε τώρα στις 29 Απριλίου 2025, of all dates, στο Christmas Theater. Ευτυχής η γρήγορη αποκατάσταση της υγείας του Καλιφορνέζου, αλλά ήταν απαραίτητη η χρονική σύμπτωση με τους αυτόχθονες Αμερικανούς Blackbraid στο Κύτταρο; Δεν μου έκανε καρδιά να αφήσω μια τζαζ συναυλία για ένα black metal λαϊβάκι, αλλά ήμουν σίγουρη πως στο λαϊβάκι θα ήταν καλύτερα.
Διότι ποια τζαζ κιόλας; Τη γνώμη μου για την ιλουστρασιόν τζαζ του Kamasi Washington την έχω εκφράσει (και πλέον αναγκάζομαι να την αναθεωρήσω περαιτέρω επί τα χείρω). Ωστόσο πάντα ελπίζω πως ακόμα και στα κλιμάκια των superstars, ο δημιουργικός αυτοσχεδιασμός στη σκηνή είναι η φυσική συνθήκη κάθε μορφής τζαζ. Αν και δεν θα άκουγα κάποια μεγάλη μουσική, θα έβλεπα τουλάχιστον αυτή τη μουσική να γεννιέται μπροστά μου. Προνόμιο είναι η επί το έργον παρατήρηση ενός φαινομένου της εποχής όπως ο Kamasi Washington. Τι μπορούσε να πάει στραβά; Η τεχνική αρτιότητα και η διασκέδαση θα ήταν εγγυημένες. (Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι η αλληλουχία των τελευταίων φράσεων είναι μελετημένη ώστε να μειώνονται προοδευτικά οι προσδοκίες μου, από τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο έστω στην τεχνική επάρκεια. Το φοβόμουν ότι δεν θα πήγαινε καλά αυτό).
Εκτός του ότι διαψεύστηκα, πρέπει να προσθέσω στα αρνητικά και τον συναυλιακό χώρο. Όχι ότι με ενόχλησε ο κόσμος που έτρωγε νάτσος, ούτε επειδή ήθελα σώνει και καλά να βρίσκομαι σε τζαζ μπαρ, λες και έχει νόημα να το συζητάμε για έναν σταρ του σαξοφώνου που συνομιλεί με τη Michelle Obama στον ενικό. Μια χαρά είναι και το μεγάλο θέατρο. Μεγάλο θέατρο είναι και το Ηρώδειο, από το οποίο εξέρχεσαι με μια συρρίκνωση ύψους είκοσι εκατοστών λόγω πιασίματος, αλλά είναι ένας χώρος αρκούντως πλην όχι υπέρμετρα επιβλητικός, που αφήνει μια επίγευση ηρεμίας. Το Christmas Theater όμως μοιάζει συγκριτικά ψυχρό και αχανές, παρότι έχει περίπου τη μισή χωρητικότητα. Ένα αυτοσχέδιο θέατρο πρώην γήπεδο, κληρονομιά της φαραωνικής, τζογαδόρικης ταυτότητας των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004, της λογικής πάμε κι όπου βγει, χωρίς κριτήρια αειφορίας, σαν να μην ενδιαφέρει η επί μακρόν λειτουργικότητα και αποδοτικότητα πανάκριβων υποδομών με υψηλές απαιτήσεις συντήρησης χωρίς να ρημάζουν. Εξ ου και ρημάζουν, σε σημείο που το όλον διδάσκεται ως κακή πρακτική χωρικής παρέμβασης μεγάλης κλίμακας (εκτός Ελλάδας εννοείται). Θετικό λοιπόν το ότι λειτουργεί θέατρο στην Ολυμπιακή Εγκατάσταση Γαλατσίου, αλλά χρειάζεται κι άλλος χρόνος για να βιωθεί ο χώρος, ίσως και κάποιες παρεμβάσεις. Πάντως τα καθίσματα ήταν άνετα, να τα λέμε κι αυτά. Σε λίγες μέρες θα δούμε την ζωντανή πρωτοπορία των Sun Ra Arkestra εδώ και ελπίζω όλα αυτά να αποδειχθούν λεπτομέρειες. Σε παλιότερο λάιβ τους τουλάχιστον (αν και στην προνομιακή συνθήκη του ζεστού Cafe Oto) ξέχασα και το όνομά μου.
Παρότι ο τίτλος του δικαιολογείται κυρίως στη βάση της διάρκειας (αντί του περιεχομένου), το “The Epic” έχει όμορφες στιγμές. Το “Fearless Movement”, πιο προσγειωμένο και απαλλαγμένο από το άγχος μεγαλείου, μου άρεσε περισσότερο. Το άλμπουμ που έβγαλε ενδιάμεσα δεν το θυμάμαι. Σε κάθε περίπτωση, βλέπω θετικά τον Kamasi, αλλά σίγουρα συντάσσομαι με τους δύσπιστους απέναντι στις αυτοσχεδιαστικές ικανότητές του. Τεχνικός ναι, ταλαντούχος να το δεχτώ, αλλά όχι fearless. Η ειρωνεία είναι ότι μεταξύ άλλων καθηκόντων, ο Τύπος του έχει αναθέσει να φέρει και τη δάδα του Pharoah Sanders ο οποίος ως αυτοσχεδιαστής υπήρξε αδυσώπητος. Και αυτό το mismatch του διστακτικού improviser με τον τίτλο του “Fearless Movement tour” γκέλαρε μέσα μου ως μία ευγενής κίνηση από πλευράς Kamasi Washington. Ένα ξέρω τι λέτε για μένα αλλά θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε (όταν με δείτε λάιβ).
Ας μην παραγνωρίζουμε επίσης την προσφορά του στην προσέλκυση νέου κοινού στην τζαζ. Πέραν του ροκ κοινού, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν για να επιβεβαιώσει τα στερεότυπά του για τη μαύρη συνείδηση και ότι αυτή η τζαζ, όχι κάποια άλλη, είναι κουλ επειδή το είπε το Pitchfork, στη συναυλία ήρθαν και άνθρωποι που μια βδομάδα πριν ήταν στα μπουζούκια. Αυτό που έχει πετύχει ο KW (που μακάρι να είχε ηλεκτρική ισχύ τις προάλλες ώστε να κάνω κάποιο κρύο αστειάκι με Κιλοβάτ) είναι σημαντικό και αισιόδοξο, γιατί κατέδειξε ότι η τζαζ μπορεί και σήμερα να γνωρίζει την περιοδική πλατιά αποδοχή που αφορά κάθε μουσική. Ακόμα και αν οι περισσότεροι από τους “έξω” δεν ξαναπατήσουν σε τζαζ συναυλία, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο τρόπο ανανέωσης της σκηνής από τον περιστασιακό χαϊδεμένο των media που ίσως δεν καινοτομεί, αλλά είναι καλός και αν στείλει έστω και έναν άνθρωπο επαγωγικά στη μεγάλη μουσική του Roscoe Mitchell, κέρδος θα είναι. Ωστόσο, δεν βλέπουν όλοι με καλό μάτι τους “αναθεωρητές”. Έχω ακούσει ιδιαίτερα σκληρά λόγια για τον Kamasi, τα οποία, παρότι και η ίδια δύσπιστη απέναντί του, τα θεωρούσα στο όριο της ιδεοληψίας, μια στείρα άρνηση φιλοκατήγορων θεματοφυλάκων να δεχτούν χιπχοπάδες στην άχραντη φάση τους. Μέχρι και one-trick pony έχω ακούσει να τον αποκαλούν.
Ε λοιπόν φοβάμαι ότι αυτά που είδα και άκουσα στη συναυλία τους δικαιώνουν. Ο Kamasi Washington δεν μου μετέδωσε αίσθηση ελευθερίας και τόλμης. Όλα έμοιαζαν ασφυκτικά προβαρισμένα, κομμένα και ραμμένα για έναν σαξοφωνίστα με γερά πνευμόνια και δυνατό παίξιμο, από το οποίο έλειπε το βάθος, η ευαισθησία, το χιούμορ και η ευρηματικότητα. Ποιότητα χωρίς λεπτότητα, ήχος Klipsch. Η βασική μου ένσταση είναι ότι δεν φαινόταν να αυτοσχεδιάζει, δεν με έπεισε ότι εκείνη την ώρα έφτιαχνε νέα μουσική και ότι φτιαχνόταν και ο ίδιος βρε αδερφέ. Και μολονότι η σύγχυση του improv με μουσικά ιδιώματα είναι γνωστή ιστορία, ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι είδος μουσικής, αλλά πρωτίστως ο τρόπος σύλληψης και εκτέλεσης όλης της τζαζ. Πώς να το κάνουμε, τζαζ χωρίς αυτοσχεδιασμό σημαίνει τζαζ χωρίς τζαζ.
Ο Kamasi όμως δεν ήταν μόνος. Συνοδευόταν από άλλα επτά άτομα στα οποία από νωρίς εναπόθεσα τις ελπίδες μου, ενώ επεξεργαζόμουν και σενάρια έγκαιρης δραπέτευσης ώστε να πάρω μια γεύση από τους Blackbraid. Πλην της μετριότατης Patrice Quinn, που δεν ήταν η φωνή που έπρεπε, οι υπόλοιποι ήταν καλοί. Αλλά και λίγο επίπεδοι. Δεν νομίζω πως θα μνημονεύω για πολύ τον Tony Austin που έκανε τρεις φορές το ίδιο drum solo όταν πριν λίγους μήνες έβλεπα στο Ωδείο Αθηνών τον Eric Harland να κεντάει μαζί με τον Dave Holland. Αντίστοιχες αναλογίες μπορώ να κάνω για κάθε μουσικό χωριστά. Μόνο για τον DJ Battlecat δεν έχω ανάλογο, η παρουσία του οποίου δεν προσέθεσε πάντως τίποτα, εκτός από την υπόνοια ότι ο Kamasi μας το λέει πλέον κατάμουτρα ότι εφορμά καλλιτεχνικά από μια θέση εμπαιγμού της τζαζ, την οποία καταρχήν πρέπει να ξορκίσουμε για να περάσουμε καλά. Όχι επειδή είχε έναν DJ. Από τη σκοπιά του καλώς τον είχε, του πιστώνεται μάλιστα το ότι θέλει να αποκαταστήσει τον παραγνωρισμένο ήχο της cool / hip hop σκηνής του Los Angeles. Αλλά επειδή δεν ήξερε τι να τον κάνει και πώς να τον ενσωματώσει οργανικά στο σύνολό του. Μια αμήχανη παρουσία στο όριο του εκθέματος, για να ραπάρει πού και πού, μην τυχόν μας κάτσει βαρύ το πολύ... avantgarde.
Πιο κοντά στο avantgarden party ήμασταν μάλλον, χωρίς πάρτυ, καθώς ουδείς από τους μουσικούς της Δυτικής Ακτής, της βουτηγμένης πολιτισμικά στον ρυθμό, έπεισε ποτέ ότι είχε μπει σε trance ή ότι είχε την παρόρμηση να χορέψει. Με εξαίρεση και πάλι την τραγουδίστρια που, στο άλλο άκρο, χόρευε ακατάπαυστα, πλήρως αποσυντονισμένη από τα επί σκηνής δρώμενα. Πριν δύο μήνες είδα στα Εξάρχεια τη Σαβίνα Γιαννάτου με τον Φλώρο Φλωρίδη να αυτοσχεδιάζουν πάνω στο “Blink”, ένα εύθραυστο, ενστικτώδες free improv και παρότι η avantgarde (εδώ μπορούμε άνετα να χρησιμοποιήσουμε τον όρο) ουσία του δίσκου φαινομενικά δεν ευνοεί πανηγύρια και χορούς, νόμιζες ότι θα ορμήσουν επάνω μας να μας φάνε. Μια φωνή (αλλά τι φωνή) και ένα κλαρινέτο (αλλά τι κλαρινέτο), τίποτα άλλο. Πάρτυ δεν υπήρξε ούτε όταν ο DJ Battlecat πήρε τα ηνία στο ασθενικό “Get Lit”, μολονότι ο Kamasi ζήτησε να σηκωθούμε όρθιοι. Παραδόξως για σχήμα που έχει χαρακτηριστεί ως οι Wu-Tang Clan της τζαζ, οι West Coast Get Down ήταν υποτονικοί στα αλέγκρα μέρη της συναυλίας και πιο πειστικοί στις εσωστρεφείς στιγμές τους. Απόλαυσα πραγματικά το εναρκτήριο βραδυφλεγές “Lesanu” και αμέσως μετά την τρυφερή εξιστόρηση από τον - εδώ γνήσια ηλεκτρισμένο - KW των πειραματισμών της τετράχρονης κόρης του στο πιάνο από τους οποίους προέκυψε η βασική γραμμή του “Asha The First”. Στα λίγα λεπτά που ο Kamasi μιλούσε και έπαιζε στα πλήκτρα δεν μπορούσες να μην χαρείς με τη συγκίνησή του, γλυκύτατος και προσηνής τύπος το δίχως άλλο, μόλις όμως μπήκε η φουλ μπάντα και άρχισε ο καθένας να λέει το ποίημα το συναίσθημα χάθηκε.
Ό,τι είδαμε στη συνέχεια ήταν ανελεύθερο και ελαφρώς άγαρμπο για μένα. Είδα μουσικούς να μην αφήνονται να συντονιστούν μεταξύ τους (αμφιβάλλω αν ήταν θέμα ικανότητας δεδομένου ότι μετράνε πολλά χρόνια συνεργασίας), να συνοδεύουν τον Kamasi και όχι να παίζουν μαζί με τον Kamasi, με μια αισθητική δυνατού θαμπού ήχου, όπου κάθε όργανο ακουγόταν υπερβολικά μπροστά με επίκεντρο τον σταρ της βραδιάς, το σαξόφωνο του οποίου ακουγόταν συνεπώς οξύ και σκληρό. Δεν άκουγες τα φυσήματα, ούτε να γλιστράει το χέρι του, δεν ήταν αέρινο το παίξιμό του ούτε άνετο, σε αντίθεση με τον ίδιο όταν μιλούσε, πράγματι χάρμα ώτων και οφθαλμών. Και πάλι, όσες και όσοι έχετε ηχεία Klipsch ας με συγχωρήσετε. Έλειπε η φυσική ροή και τα ακριβοδίκαια μοιρασμένα σολαρίσματα των get down σίγουρα δεν βοήθησαν στη δημιουργία της. Όταν προσεγγίζεις με μεζούρες και ζυγαριές μια μουσική για την οποία η ελεύθερη έκφραση είναι υπαρξιακό ζήτημα ενδέχεται να εκτεθείς.
Δεν ξέρω πώς έκλεισε η συναυλία. Ξέρω ότι η ζωή είναι μικρή για να μην άφηνα τελικά μία αμήχανη τζαζ συναυλία για το ταπεινό λαϊβάκι που με απασχολούσε. Κι ας το είχα πάρει απόφαση πως το project Blackbraid δεν έβγαινε, από την τρίτη φορά που ο Κωστάλας μας ενημέρωνε ότι το σόου θα ξεκινούσε “σε πέντε λεπτά”. Οι ώρες εμφάνισης με είχαν ευνοήσει αλλά με 45 λεπτά καθυστέρηση στράβωσε η φάση, δεν βαριέσαι, καλή καρδιά. Έτσι έλεγα αρχικά, αλλά ποια καρδιά; Τι βρήκα στο Γαλάτσι; Βρήκα την επιβλητική αφάνα και χρυσοποίκιλτη φορεσιά ενός πράγματι ωραίου τύπου, που σηκώνει το φορτίο των σημαινομένων του “οραματιστή” της μαύρης υπερηφάνειας, του “προφήτη” και του “σαμάνου”, του “πολεμιστή από το διάστημα” (λείπει ο... “αφροφουτουρισμός” από τη Σαρακοστή;), του νεωτερικού παρότι δεν μας έχει παρουσιάσει ακόμα κάτι πρωτοποριακό, του γκουρού της “ασυγκράτητης” όπως γράφτηκε τζαζ, σε ένα σόου που χαρακτηρίστηκε υπερβατικό ενώ στη μεγαλύτερη διάρκειά του ήταν ξεπερασμένο. Βρήκα δηλαδή μία τζαζ ταυτοτήτων, αλλά δεν βρήκα ενδιαφέρον και σπουδή να επιβεβαιωθεί η φερεγγυότητα αυτής της τζαζ με περιεχόμενο ανάλογου βάρους. Δεν λέω να μην ξανακούσουμε Kamasi Washington, αλλά λίγο μπάστα με την τυφλή τοτεμοποίηση γιατί οι λέξεις έχουν περιεχόμενο. Αν μη τι άλλο, θα είχε ενδιαφέρον να μας έλεγαν όσοι τον θεωρούν “μεγαλύτερο εν ζωή τζαζ μουσικό” ποιους άλλους εν ζωή τζαζ μουσικούς έλαβαν υπόψη και τους έβαλαν πιο κάτω σε σπουδαιότητα. (Προσοχή, μην ξεχάσουμε σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε πόσο γραφικούρα είναι το “επικό έπος των θεών” που λένε οι φίλοι των Manowar για συγκρότημα που απολαμβάνει αποδοχής από το 1980). Εν τέλει, στον Kamasi δεν βρήκα τζαζ με καρδιά και αίμα και τεντωμένες φλέβες, γι’ αυτό και έφυγα.
Στο Κύτταρο πάλι βρήκα τον διπλάσιο λαό απ’ ό,τι περίμενα. Είχα ξεχάσει προς στιγμήν τον θόρυβο που έκανε το ντεμπούτο των Blackbraid στους underground μεταλλικούς κύκλους πριν τρία χρόνια. Κι εδώ λατρεία ή αμφισβήτηση, “έπος επών” από τη μία, “hype χωρίς λόγο” από την άλλη. Ήμουν κάπου στη μέση για το ντεμπούτο, όμως το “II” στη συνέχεια διέλυσε κάθε επιφύλαξή μου. Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά. Έχουμε black metal με οργή και πόνο γραμμένο στα βουνά Adirondack, χωρίς τουριστικοποιημένα μελοδράματα, αλλά με σεβασμό για ιστορίες προγονικής οδύνης που λένε ακόμα τα ποτάμια και τα αρχαία πετρώματα. Αυτά έχω ακούσει στους δίσκους, αυτά είδα και στο Κύτταρο.
Βλέποντας τον Sgah’gahsowáh (κατά κόσμον Jon Krieger) ελεύθερο στη σκηνή να καταπίνει μικρόφωνα, συγκρότημα, εμάς και όσους τυχόν περνούσαν εκείνη την ώρα από την οδό Ηπείρου, όμοια με ό,τι έκαναν η Σαβίνα Γιαννάτου και ο Φλώρος Φλωρίδης προ διμήνου, σκεφτόμουν ότι ο χρόνος που ήμουν εδώ ήταν λίγος αλλά και αρκετός. Όπου υπάρχει ουσία φαίνεται νωρίς. Δεν μου πήρε πάνω από δύο λεπτά για να επιβεβαιώσω ότι ο Sgah’gahsowáh (οι Blackbraid είναι ουσιαστικά solo project) δεν ήρθε για να εναποθέσει στο black metal στοιχεία αυτόχθονων πολιτισμών εν είδει διακόσμησης. Το ότι ο ίδιος είναι αυτόχθων Αμερικανός δεν σημαίνει ότι πάει να μας ψαρώσει με πολεμικές μπογιές και αυλούς. Υπάρχουν κι αυτά αλλά όπως πρέπει. Ούτε βγήκε στο Κύτταρο να κάνει τελετουργικά κόλπα επίδειξης ιστορικής μνήμης, τον σαμάνο ή τον “ινδιάνο” των Σιου από το Λούκυ Λουκ.
Είχα προβλέψει ότι οι Blackbraid θα έπαιρναν σκαλπ αλλά οποιαδήποτε σύνδεση με τα γενόμενα στο Γαλάτσι μου φαινόταν πριν αδιανόητη. Κι όμως, το black metal λαϊβάκι αποδείχθηκε η αντιδιαμετρική συνθήκη της λουσάτης τζαζ συναυλίας και υπό αυτή την έννοια η φυσική συνέχειά της ως ο άλλος πόλος μιας περίεργης μεσοβδόμαδης δυναμικής. Σε αντίθεση με την τζαζ ταυτοτήτων του Αφροαμερικανού Kamasi, οι Blackbraid του αυτόχθονα Αμερικανού Sgah’gahsowáh είναι εμφατικά non-identity black metal. Είναι black metal με καρδιά και αίμα. Έφυγα ενθουσιασμένη καθώς η βραδιά τελείωσε όπως δεν άρχισε και ο κύκλος έκλεισε. Σε λίγες μέρες στους Sun Ra Arkestra θα είναι πλήρης εξ αρχής, εδώ θα είμαστε.
(Οι φωτογραφίες από τη συναυλία του Kamasi Washington είναι του Αργύρη Λιόση)