Η μεγάλη του ΄78 σχολή
Οι Electric Litany είναι αν μη τι άλλο -μέχρι στιγμής- ένα σοβαρό συγκρότημα που δεν σηκώνει πλάκες, αστεία και χαβαλέ. Το άλμπουμ τους συνοδεύτηκε από μία βεβιασμένη πολιτική διάσταση, όχι πολύ μακριά από την άποψη "πως μπορούμε να παίζουμε μουσική, ενώ τα παιδιά στην Αφρική πεινάνε" (που λέει και ο Δ. Κάζης), από την άλλη όμως εύστοχα ταγμένη στην προσταγή του Hang The DJ. Η μουσική τους συμπαγής, όσο και θεμιτά μονοδιάστατη, απέδωσε τα μέγιστα στο στούντιο, υποβοηθούμενη και από μία στερεοφωνική ευστοχία, αδίκως ξεχασμένη από το indie μετερίζι της τελευταίας δεκαετίας, στο βωμό lo fi συνηθειών και βρωμοροκενρολάδικων παραδόσεων. Οι Electric Litany έχουν την καλύτερη άποψη για τον ήχο που αγαπήσαμε μία και για πάντα.
Η επί σκηνής στατικότητα μετέδωσε στο ακέραιο την μυσταγωγική βούληση που εκτενώς περιέγραψε και ο Αντώνης Ξαγάς και το μπόλικο reverb μας θύμισε για ποιο λόγο δεν συγκινηθήκαμε όσο θα έπρεπε με τον θάνατο του Ronnie James Dio. Διότι η ιστορία της μουσικής γράφτηκε σχεδόν από την αρχή κάπου το 1978 και έκτοτε όποιος την γράφει με διαφορετικό τρόπο δεν κερδίζει τη συμπάθεια μας τόσο εύκολα. Οι Horrors ενόχλησαν διότι παρά την post punk υποστροφή, διατήρησαν επί σκηνής το γκαραζογκλαμ σταριλίκι και κωλοπαιδιάρισαν εις βάρος του ήχου. Οι Electric Litany δεν γοήτευσαν περαιτέρω, γιατί δεν πρόσφεραν κάτι ουσιαστικά ενισχυτικό στην βεβαρημένη του δίσκου τους γοητεία, παρότι δουλεμένοι, συμπαγείς και όμορφα μονολιθικοί. Ή στραβό είναι το κοινό ή στραβά αρμενίζουμε το λοιπόν.
Με αφορμή και τα όσα επακολούθησαν στη διάρκεια του live των Κόρε Ύδρο, να επισημάνω ότι η άποψη μου είναι πάντα η ίδια : το κοινό ποτέ δεν είναι στραβό. Μπορεί να καταστρέψει μια συναυλία, μπορεί να την απογειώσει, μπορεί να αποφύγει να την απογειώσει, ενώ θα έπρεπε να το κάνει. Μπορεί να απουσιάζει ή να δίνει υπερβολικό παρών. Αλλά όποιος του καταλογίζει άδικο, αφαιρεί από το rock 'n' roll το πρωταρχικό υλικό αυτού που είναι το απόλυτο δικαίωμα του κοινού να συμμετάσχει με όποιον τρόπο τελικά θέλει και κρίνει απαραίτητο. Απαίδευτο κοινό υπάρχει στη Λυρική, όχι στο Gagarin.
Στο live του Σαββάτου, το πρώτο ουσιαστικά στην κεντρική σκηνή για τους ΚΥ μετά από μία αιωνιότητα και ένα δίσκο, όλη αυτή η γοητευτική προβληματική στη σχέση κοινού και συγκροτήματος ξετυλίχθηκε σε όλες της τις διαστάσεις. Τμήμα του κοινού κάνει υπερβολικό θόρυβο, σχεδόν κρότο, και εμποδίζει την συνέχεια ή την έναρξη της όποιας μυσταγωγίας. Ο τραγουδιστής σε ανυποψίαστη στιγμή παραδίδεται προς πρόωρο crowd surfing στο κοινό, δοκιμάζοντας ίσως και τις πραγματικές αντοχές του κρότου. Το κοινό αναζητεί τα σουξέ της προηγούμενης φοράς και το συγκρότημα απαντά σαν να μη θέλει καν να τα ξέρει. Ο τραγουδιστής θα κλείσει τη συναυλία με ένα εφηβικό ατόπημα του συγκροτήματος που ο πιανίστας δεν θέλει να το ξέρει και το κοινό δεν το ξέρει καν. Όλα αυτά έγιναν όπως πρέπει να γίνονται, για να έχουμε όλη την αίσθηση ότι μόλις φύγαμε από ένα rock 'n' roll live και όχι από ένα μνημόσυνο νεκρών στιγμών τέχνης που μάταια θα αναζητήσει κάποια μέρα τη δικαίωση του στα χα(ά)λιά(α) του Μεγάρου και στα μάρμαρα του Παλλάς. Μακριά και από μας και από τους ΚΥ.
Από τότε που ο Γιάννης Αγγελάκας αποκάλεσε το κοινό του Κανίβαλους και προκάλεσε την οργή και την αποστροφή των σοβαρών μουσικοκριτικών (υπόθεση OZ - Λία Μανσόλα), το σύνθημα περί Παραδείσου θα τον ακολουθεί μέχρι τις σκάλες του Ηρωδείου, γιατί το κοινό είναι εκεί για να θυμίζει, ακόμη και αυτά που όντως πρέπει να ξεχαστούν. Οι ΚΥ ασφαλώς και δεν έχουν ξεχάσει. Είναι πολύ νωρίς άλλωστε. Ούτε τη σύγχυση, ούτε το γέλιο, ούτε τις ημέρες που πραγματικά δεν είχαν κανέναν. Κατά την κλασσική ρήση του Χάρυ Κλυν ξεκίνησαν τη συναυλία όπως έπρεπε..., την συνέχισαν όπως ακριβώς έπρεπε... και την τελείωσαν όπως ακριβώς ήθελαν αυτοί. Άσχετα από το τι έπρεπε να γίνει στο τέλος. Άσε που τελικά και πάλι το τέλος άνηκε στο κοινό τους, περισσότερο από ότι σε αυτούς. Έπιασαν τόπο τελικά οι ροχάλες του Rotten;
Είναι φυσιολογικό ο τελευταίος τους δίσκος να φαντάζει σαν μια υποχώρηση εκρήξεων, όταν μιλάμε για μια χώρα στην οποία το σημείο μηδέν του πρώτου δίσκου απέχει από τον δύσκολο τρίτο δίσκο ξεχειλωμένα χρόνια ολάκερα, χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη συμπύκνωση του χρόνου, που θα είχαμε π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, όπου για ένα συγκρότημα μέσα σε 1,5 χρόνο έχουν γίνει τα πάντα. Εδώ όπως οι ποδοσφαιριστές μας, έτσι και τα ροκ συγκροτήματα μας, τριανταρίζουν και είναι ακόμη ελπίδες μιας νέας σκηνής. Στα 40 έχουν σχεδόν ωριμάσει και λίγο πριν τα 50 τους περιμένει ένα reunion φρεσκάδας και ξενοιασιάς, που περιέργως δεν το προκαλεί η μουσική βιομηχανία. Ταλαιπωριακός - Βραδυποριακός, σημειώσατε παράταση.
Στο Gagarin μαζεύτηκαν γύρω στα 500 άτομα. Η αποδοχή των καινούργιων τραγουδιών υπήρξε καλύτερη από αυτή που υποψιάζονταν όσοι υποδέχτηκαν ψυχρά την Αλήθεια του '78. Είδαμε για πρώτη φορά επί σκηνής τον Αλέξανδρο Μακρή και αυτό είχε τόσο μεγάλη αξία, ηχητική και συναισθηματική, ώστε να μπούμε σε υποψίες για το ποιος είναι τελικά η πραγματική ψυχή των ΚΥ (δυο ψυχές σε ένα σώμα; Ένα σώμα μια ψυχή; Ψυχή τε και σώματι; Ελα ντε!). Αντικρίσαμε τον τραγουδιστή (δεν την ξαναπατάω με τα αρχικά και τα κρυπτόλεξα...) σε ρόλο νησιώτη Edward Ka-Spell που παλεύει για τον ρόλο του Λεοπόλδου Μπλουμ, αλλά τα παρατάει πριν καν ξεκινήσει την προσπάθεια. Δεν είδαμε την προηγούμενη μπάντα με τις ατέλειες και το μεγαλείο της. Είδαμε έγχορδα, πνευστά και ακούσαμε ανέτοιμες κιθάρες, χωρίς κάτι να αλλάξει ριζικά. Επιβεβαιώσαμε ότι το τρένο των ΚΥ κάνει μια ξέφρενη διαδρομή, σε έναν τόπο που όχι μόνο δεν έχει τρένα, αλλά ορισμένες φορές δεν θέλει να τα βλέπει ούτε καν σε φωτογραφίες.
Φύγαμε περισσότερο ιδρωμένοι από κάθε άλλη φορά και όποιος τυχόν έφυγε με ατέρμονες φιλολογικές απορίες στο κεφάλι του την επόμενη φορά μπορεί να έρθει μαζί μας στις πρώτες σειρές. Αφήνουμε την πρόσκληση ανοιχτή.