@ Pseudon
Live στον όγδοο όροφο κτιρίου λίγο πριν τη νύχτα της Κυριακής. Του Αντώνη Ξαγά
(Πολύ ψηλά) κτίρια τη νύχτα, ακόμη όμως δεν έχει νυχτώσει καλά, είναι ένα μουντό κυριακάτικο απόγεμα, πρώτη μέρα με την καινούργια θερινή ώρα, "δεκατρείς όροφους πάνω απ' τη γη, φόβοι και ψίθυροι για ανώμαλη προσγείωση", το ασανσέρ αγκομαχά στο ανέβασμα, "αμηχανία, πανικός κι υψοφοβία", όχι όμως, ούτε πάρτυ (πόσο μάλλον ...άτυχο) έχουμε εδώ ούτε η μουσική είναι σκάρτη...
Έχει κάτι το συγκινητικό τούτη η μάζωξη, μοιάζει με κρυφή συνάντηση ενός ύποπτου πυρήνα, ενός που εξυφαίνει μια συνομωσία αισθητική σε μια πόλη αδιάφορη, αναρωτιέμαι αν κάπου εδώ τριγύρω, στο κτίριο απέναντι ίσως (όπως σε εκείνη την παλιά ταινία), υπάρχει ένα "λαθραίο" μάτι το οποίο να αναρωτιέται τι να συμβαίνει εκεί πάνω, τι γυρεύει ένα φως αναμμένο τέτοια ώρα εκεί, στον όγδοο όροφο, μπορεί να μην βλέπει και καλά, "τι γυρεύει το αγόρι στο σκοτάδι της καρέκλας", κιθάρα να είναι αυτό που κρατάει; Ναι, καρέκλα είναι αυτή (και ουχί ...έντεχνο σκαμπό) και πράγματι κιθάρα, αυτό που δεν μπορεί σίγουρα να δει είναι τα κουτάκια της παραμόρφωσης τοποθετημένα τακτικά και φρόνιμα σε ημικύκλιο. Μπορεί όμως να είναι και μια φοιτητική σύναξη, το παιδί που έχει μόλις μάθει να παίζει κιθάρα έχει φωνάξει την παρέα του απόψε, να τους παρουσιάσει τα τραγούδια που με κόπο σκάλισε στις χορδές.
Το παιδί στην πραγματικότητα έχει αφήσει πίσω του τα φοιτητικά χρόνια, πάνε χρόνια που την ψάχνει στη μουσική, έχει πίσω του μια πορεία αισθητικής συνέχειας και συνέπειας (ουχί όμως εμμονής), έχει και 3-4 δίσκους αν μετρώ καλά, ο καινούργιος μας περιμένει απλωμένος στον πάγκο παραδίπλα, σε 70 μοναδικά φτιαγμένα στο χέρι αντίτυπα, κι εδώ τώρα παλεύει με τον λόγο του Σαχτούρη, εσχάτως έχω ακούσει πολύ Σαχτούρη με πολλούς και διάφορους τρόπους, κι απόψε είναι πάλι διαφορετικός, ο λόγος είναι σε πρώτο πλάνο, βασανισμένο το μέλος για να ταιριάξει μαζί του, λιτές και απογυμνωμένες οι μελωδίες, μικρές ασκήσεις, του λεπτού, του δίλεπτου, παρουσιάζονται χωρίς ανάσα, χωρίς διακοπή... Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είμαστε και σε ποιητική βραδιά...
Λόγια, κι άλλα λόγια, η Αρλέτα στην Πλατεία Αμερικής, η Μαριανίνα Κριεζή και τα στιχάκια της, ακόμη κι αν δεν παρακολουθείς στίχο το στίχο, κάπου πιάνεσαι από μια λέξη, κάτι θυμάσαι, η μνήμη μπαίνει σε στροβίλους συνειρμών, και αφήνεσαι, και αφήνεις το βλέμμα να πλανηθεί στα κτίρια, μούχρωμα, το σκοτάδι έχει απλωθεί πλέον πάνω στην πόλη, ένα φως ανάβει, κάθε φως και μια ιστορία μου αρέσει να σκέφτομαι έτσι όπως κοιτώ από ψηλά και μοιάζει η πόλη ζωγραφιά, και κάθε σβησμένο φως όμως είναι κι αυτό μια ιστορία, στα κτίρια εδώ δεν μένει κανείς τέτοια μέρα, έχουν απομείνει να στέκουν με τα μάτια κλειστά, με παράθυρα να μοιάζουν με χαίνουσες σκοτεινές πληγές, φτου, είναι να μη σε πιάνει το "ποιητικό" τέτοιες ώρες... Είναι που έχουν μια παράξενη μοναξιά τα μέρη τα οποία την ημέρα σφύζουν και το βράδυ ερημώνουν... Κι εδώ σιγά-σιγά όλα τελειώνουν, η βραδιά κλείνει με τον ήχο της κιθάρας εγκλωβισμένο και παραμορφωμένο μέσα από τα εφέ...
Το ατελείωτο κατέβασμα από τις σκάλες μας φέρνει σε κλειστά γραφεία, με μυρωδιά κλεισούρας, σκορπισμένα πατημένα φυλλάδια από διαφημιστικά ντελίβερυ που ποτέ δεν θα χρησιμοποιηθούν, κάπου πιο κάτω υπάρχει κι ένας Σύλλογος ...Φίλων της Ελληνικής Αστυνομίας, βγαίνουμε έξω στην Κάνιγγος και είναι Κυριακή βράδυ, έχει νυχτώσει για τα καλά και ξημερώνει μια "δύσκολη Δευτέρα". Όλες οι Δευτέρες είναι δύσκολες...