Μια μέρα με τον Μπάμπη
Που ήταν μια αξέχαστη βραδιά... Με τον Μπάμπη, για τον Μπάμπη, τελικά όμως και για μας...
Όταν πριν από δύο χρόνια, ο φίλος Τάσος έστειλε ένα μήνυμα, ανακοινώνοντας μου την απώλεια του Μπάμπη και προκαλώντας μου ένα έντονο σοκ, οι σκέψεις που καταγράφηκαν και αναρτήθηκαν στο site του Λωτού, ήταν οι παρακάτω:
“Να πω (και εγώ) ότι ο Μπάμπης Αργυρίου ήταν μια σημαντική μορφή με ήθος, συνέπεια, αυτοσαρκασμό, εσωτερικότητα, χιούμορ, όραμα και ανάγκη για δημιουργία και ποίηση. Που επηρέασε και καθόρισε τα τεκταινόμενα της «εναλλακτικής» μουσικής σκηνής στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Μεγάλη η μάχη που έδωσε στη διάρκεια του βίου του και τον ευχαριστούμε για τους καρπούς της.
Ειρωνικό να καρφιτσώνεται στον πίνακα των ζωντανών αναμνήσεων. Αύριο το πρωί, η ζωή θα συνεχιστεί μες τη ρουτίνα των επαναλαμβανόμενων υποχρεώσεων και συνηθειών και ο χρόνος θα ξεθυμάνει το συναίσθημα...”.
Δύο χρόνια μετά, μέσα στην σκέψη μου, τα παραπάνω ισχύουν, ενισχύονται, δικαιώνονται. Ενας αγωνιστής της ζωής, μετρημένος, καθόλου αυτάρεσκος, με άδολες προθέσεις και καλόγουστο και οξυδερκές μουσικό αισθητήριο. Βοήθησε και έδωσε υπόσταση σε ανθρώπους, σχήματα, μουσικές σκηνές, καταστάσεις.
Δυο χρόνια μετά, τιμήθηκε η μνήμη του με τη συναυλία που έγινε στο Principal και ο Μπάμπης λειτούργησε και πάλι σαν αιτία και αφορμή για να πάρει σάρκα και οστά μια ιδιαίτερα δυνατή, συγκινησιακή βραδιά. Τα σχήματα που έπαιξαν, και ειδικά αυτοί που είχαν σχέση και είχαν συνδεθεί με το Μπάμπη, δεν έδωσαν μια ακόμα συναυλία, αλλά συμμετείχαν πραγματικά στη βραδιά με τον Μπάμπη, ξεπερνώντας αυτό που είναι, συνήθως, μια τυπική ζωντανή εμφάνιση. Κάποιες στιγμές άνοιξε ο άπειρος ορίζοντας των συναισθημάτων και των αναμνήσεων και ακόμα διαχέεται και πάλλεται μέσα μας. Η δε συμμετοχή σε μερικά από τα κομμάτια και άλλων μουσικών από σχήματα της δεκαετίας του ’80, φόρτισε ακόμα περισσότερο τη βραδιά.
Το σχήμα του Ντίνου Σαδίκη έκανε ένα σε τμήματα αρκετά θορυβώδες σετ, με πολύ ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις, αναπτύξεις, ερμηνείες.
Ο Απόστολος Δαδάτσης των Εκτός Ελέγχου, μαζί με τον Πάνο Παπάζογλου, «ξεγύμνωσαν» τα κομμάτια των Εκτός Ελέγχου, ανέδειξαν τον ανθεμικό (βουτηγμένο στο βρετανικό πανκ των τελών του ’70) χαρακτήρα τους, δείχνοντας πως μπορεί να παιχτεί το πανκ με ακουστικά όργανα.
Οι Γκούλαγκ συνεχίζουν να δίνουν έντονα, στην «κόψη του ξυραφιού», live, με τον Αλέκο να μην είναι ένας performer, αλλά αυτός που βιώνει και ενσαρκώνει τα κομμάτια τους πάνω στη σκηνή.
Οι Lost Bodies έκαναν ένα (αυτο)σαρκαστικό, «ζόρικο», σχεδόν hardcore σετ, όπως πάντα ευφυέστατο και έντονο.
Ο κόσμος ήταν πολύς και πέρα από τους ντόπιους, ήρθε από διάφορα σημεία της Ελλάδας. Είχε και αυτός συμμετοχή και συνέβαλε στο πολύ ζεστό κλίμα. Πολλοί (και ο γράφων δεν είναι εξαίρεση) συνάντησαν ανθρώπους που είχαν να δουν δεκαετίες. Οι συγκινήσεις και η επαναφορά αναμνήσεων ήταν πολλές. Τα σφιχταγκαλιάσματα και οι χαιρετισμοί ειλικρινείς.
Ευτυχώς, δεν ήταν μόνο μια συνεύρεση γερόλυκων, μια και υπήρχε παρουσία και νεότερων ηλικιών, αλλά νομίζω ότι ειδικά γι’ αυτούς που έζησαν την σαλονικιώτικη πανκ και εναλλακτική σκηνή του ’80, ήταν κάτι παραπάνω. Τα θραύσματα της μνήμης, επανήλθαν… Συναυλίες σε κινηματογράφους, σχολεία, θερινά και κλειστά θέατρα, ανοικτά και κλειστά γήπεδα, καταλήψεις, πανεπιστημιακά στέκια, πάρκα, γιορτές νεολαιών, αλλά και εξακρίβωση στοιχείων, Ντορέ, Κορομηλά, καταστολή, πορείες, συγκρούσεις, εναλλακτικά ραδιόφωνα.
Νομίζω ότι λειτούργησε σαν μια άτυπη μάζωξη αυτής της γενιάς και ίσως να ήταν και το επιμύθιό της. Το καλώς εννοούμενο κλείσιμο μιας εποχής και η δήλωση, αυτών που τότε ήταν νέοι και αναζητούσαν, αμφισβητούσαν, ανέτρεπαν, ότι συνεχίζουν με αξιοπρέπεια.
Να΄σαι καλά, Μπάμπη. Σε ευχαριστούμε για όλα.
Πάκης Τζιλής
Κυριακή βράδυ 21.1. Ανοίγω υπολογιστή. Μόλις που προλαβαίνω πριν σφυρίξει λήξη ο Αντώνης Ξαγάς, για την προθεσμία να γράψουμε για τη «Μέρα με τον Μπάμπη», τη βραδιά στη μνήμη του Μπάμπη Αργυρίου που διοργάνωσαν τα παιδιά του ΜiC στον Μύλο. Έτσι, κι αλλιώς ένιωσα προς έπρεπε να καθίσει όλο αυτό μέσα μου. Χρειάστηκαν πολλές μέρες για να μου «κλέψει» η μουντή καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης, το τεράστιο χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπο μου για μέρες μετά από τη συναυλία. Το επόμενο πρωί της 12ης Ιανουαρίου είμαι βέβαιη πως κυκλοφορούσαν περίπου 1000 ανεξήγητα χαμόγελα στην πόλη. «Ζούμε ανάμεσα τους» που λέγαμε στα 90’s.
Παρασκευή βράδυ 12.1. Μετά την εκπομπή στον 102fm τρέχω στον Μύλο. Έξω από την Αποθήκη τεράστια ουρά. Παίρνω το εισιτήριο Νο 390 και νομίζω πως θα μαζευτούμε καμιά 500 άνθρωποι σε αυτήν τη συναυλία με τέσσερα από τα γκρουπ που κάπως συνδέεται η πορεία τους με τον Μπάμπη. Τελικά ο χώρος γεμίζει από τόσο κόσμο, που σκέφτομαι πως δεν είμαστε τόσο λίγοι τελικά και αυτό από μόνο του είναι ελπιδοφόρο. Είναι όλοι εδώ. «Αξία ανεκτίμητη» όπως έλεγε στη διαφήμιση.
Όταν επιτέλους ξαναβλέπω τον Σαδίκη και τη μπάντα του να βγαίνουν στη σκηνή- ανάμεσα τους και ο Πανούλης που έγινε Πάνος- ξεχνώ την κούραση της μέρας, των τελευταίων εβδομάδων και μηνών.
Σε αυτό το αντάμωμα για τα δύο χρόνια από τον θάνατο του πρωτοπόρου Μπάμπη είδα φίλους να ξανασυναντιούνται, αγκαλιάζονται, γελούν. Δεν είναι λίγο να βλέπεις να παρασέρνει ο Χριστόφορος τον Πάκη σε ξέφρενο χορό, υπό τους στίχους των Lost Bodies.
Κακώς χανόμαστε σε τούτη τη γαμώπολη, που’ ναι τόσο μικρή σαν χωριό και τόσο χαοτική ώστε να μη βλεπόμαστε. Κοιτώ γύρω μου και νιώθω πως μας ενώνει μια αόρατη κλωστή. Πίσω μου ακριβώς μου χαμογελάει πλατιά ο Μάνος Μπούρας, που γνώριζα μόνο μέσα από τα κείμενα του. Είναι όλοι εδώ, έχουν έρθει από την Αθήνα για αυτήν τη νύχτα που ‘ναι φωτεινή σαν «Μια μέρα με τον Μπάμπη». Ο Ρύκιος μετά του υιού, που θυμάται την πρώτη φορά που τον γνώρισε, ο Κοτσώνης, ο Σάκης, ο Κάζης. Και όπως μου’ πε ο Κώστας Πραντσίδης στο ραδιόφωνο «όλοι τον αγαπούσαμε πολύ τον Μπάμπη, αλλά αυτός μας αγάπησε περισσότερο».
Γι’ αυτό ξέρω πως ο Μπάμπης χάρηκε βλέποντας το πολύβουο μελίσσι φίλων και γνωστών να χτυπιούνται, τραγουδώντας τους στίχους των Εκτός Ελέγχου λες και μπήκαμε όλοι σε χρονομηχανή και ταξιδέψαμε στα τέλη των 80΄s
Αν πρέπει να γράψω για το κυρίαρχο συναίσθημα της βραδιάς θα δανειστώ την ατάκα του Αλέκου των Γκούλαγκ «χαρμολύπη». Ούτε μόνο χαρά, ούτε μόνο λύπη, αλλά και τα δυο μαζί. Ειδικά όταν από σκηνής τον ακούω να λέει ότι για δύο θανάτους λυπήθηκε τόσο «του Μπάμπη και της μητέρας του» νιώθω δάκρυα να θαμπώνουν την όραση μου. Γιατί ξέρω ότι το εννοεί.
Τελευταίοι βγαίνουν στη σκηνή οι Lost Bodies που ήρθαν από την Αθήνα ειδικά για τη συναυλία και κάνουν χαμό. Είχα να τους δω live 6-7 χρόνια και ήταν σαν να είχα να τους συναντήσω δυο μήνες. Και πώς να έλειπαν αφού ο Μπάμπης, μέσω της Lazy Dog ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την μετέπειτα δημιουργική τους πορεία (Θάνο έτσι είναι: δημιουργική και πάντα ανήσυχη η πορεία σας). Εκεί στο τέλος πια πρέπει να’ χα τέτοιο χαμόγελο σαν να με πότιζαν όλη τη νύχτα.
Θέλω να πω σε όσους «δούλεψαν» για τη βραδιά αυτήν, τεράστιο μπράβο που το πίστεψαν και το πραγματοποίησαν. Ακόμα νιώθω πως χρωστάμε ένα μεγάλο πάρτι για την αγαπημένη μου Χρύσα, σε ένα στέκι με όλους τους φίλους μαζεμένους. Χρωστάμε και μια μεγάλη συναυλία με τζαζ και όχι μόνο, με εξαιρετικό ήχο σαν αυτόν του Sani Festival και line up αντάξιο των επιλογών της Όλγας, που όμως κανείς τελικά δεν διοργάνωσε. Εσείς χωρίς πολλά φράγκα και «κονέ» τα καταφέρατε πέρα από κάθε προσδοκία.
Είχα –σοβαρές- αμφιβολίες για το αν ο Μπάμπης θα’ θελε μια βραδιά σαν αυτήν, ένα ιδιότυπο μουσικό μνημόσυνο. Δεν ήθελα να είμαστε τίποτα γραφικοί. Του οφείλουμε άλλωστε περισσότερα από τη διάδοση και τη γνώση τόσης μουσικής. Όμως μετά από τις ώρες που περάσαμε χορεύοντας, τραγουδώντας, φωνάζοντας, γελώντας και δακρύζοντας είμαι σίγουρη ότι χαμογελά με εκείνο το αδιόρατο μειδίαμα. Γνωρίζοντας πως δε θα τον ξεχάσουμε ποτέ για όσα απλόχερα μας χάρισε.
Εύα Κουσιοπούλου
Θέλω ένα βράδυ να κάνω ένα πάρτι
Πέρασαν 40 χρόνια από τότε που ο Λουκιανός τραγουδούσε πως θέλει ένα βράδυ να κάνει ένα πάρτι (από εκείνα τα παλιά) και μάλιστα να καλέσει τα πιο καλά παιδιά. Νομίζω πως αυτό ακριβώς έγινε το βράδυ της 12ης Γενάρη του 2023 στο Principal Club της Θεσσαλονίκης. Κάναμε ένα πάρτι από τα παλιά και καλέσαμε τα πιο καλά παιδιά!
Ήταν ένα ραντεβού που δόθηκε και (σχεδόν) κανείς δεν έλλειψε. Ένιωσα πως όλοι και όλες το περίμεναν καιρό. Από όλη την Ελλάδα, αλλά και εκτός χώρας, ήρθαν φίλοι και φίλες ειδικά για αυτήν την εκδήλωση, για να τιμήσουν τον Μπάμπη Αργυρίου και να ξαναζήσουν μια βραδιά όπως τότε στο Στέκι του Βιολογικού, στο Πάρκο των Σκύλων.
Μπορώ να πω ότι είδα τους πάντες. Κλασικές φυσιογνωμίες συναυλιών, διαδικτυακούς φίλους που επιτέλους τα είπαμε από κοντά, γνώριμες φάτσες από τα 90’s, φίλους από τα παλιά. Άνθρωποι που μετά από τριάντα χρόνια η ζωή τους έχει αλλάξει. Όμως το ραντεβού ήταν ραντεβού και παρόλο που μπορεί να μένουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Θεσσαλονίκη, παρόλο που μπορεί να είχαν σηκωθεί από τις 6 το πρωί, παρόλο που μπορεί να έτρεχαν όλο το απόγευμα στις δραστηριότητες των παιδιών τους, παρόλο που μπορεί να είχαν τελειώσει απ’ τη δουλειά τους στις 8 το βράδυ, έδωσαν το παρόν και γέμισαν το Principal. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Ο χώρος ήταν καταπληκτικός και τα συγκροτήματα ήταν άψογα. Ο Σαδίκης όπως και όλη η μπάντα του, παρόλο που βγήκαν πρώτοι σ’ ένα κοινό που ακόμα ζεσταινόταν, ήταν χωρίς καμιά υπερβολή εξαιρετικοί, δίνοντας το στίγμα για το τι θα ακολουθήσει. Ο Αποστόλης Δαδάτσης από τους Εκτός Ελέγχου με την ακουστική του κιθάρα, έβαλε τα γυαλιά σε όσους αγκομαχούν να βγάλουν ένταση με ηλεκτρικά όργανα. Οι Γκούλαγκ με τον αεικίνητο και περφόρμερ Αλέκο, μας έκαναν να χοροπηδάμε όπως παλιά (αν και θεωρώ ότι το παρατράβηξαν με τη διάρκεια της εμφάνισής τους). Τέλος, οι Lost Bodies παρόλο που αναγκαστικά βγήκαν αργά, έπαιξαν καταπληκτικά, ξεζουμίζοντας και τα τελευταία αποθέματα ενέργειας που είχαμε. Ιδιαίτερη μνεία στη συγκινητική –και μη προσχεδιασμένη– εμφάνιση του (με πρόβλημα υγείας) Τάσου των Βανδαλούπ που τραγούδησε παρέα με πολλούς μουσικούς το… “Τρελός μουσικός”.
Η θετική αύρα του κόσμου ήταν διάχυτη. Το διέκρινες από το εγκάρδιο χαμόγελο όλων όσων ανέβαιναν τις σκάλες για να μπουν μέσα στο Principal. Δεν θυμάμαι άλλη φορά να νιώθω τέτοια οικειότητα και συντροφικότητα σε τόσο πολυπληθή συναυλία. Το πολύ ωραίο και παρήγορο ήταν ότι υπήρχαν και πάρα πολλά νέα παιδιά, που πιθανότητα δεν είχαν παρακολουθήσει ζωντανά κανέναν από τους καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν, ούτε γνώριζαν για τον Μπάμπη. Όμως το είδαμε στα μάτια τους ότι πέρασαν υπέροχα και έμαθαν πολλά. Μπήκανε μαζί μας σε μία χρονοκάψουλα και πλεύσαμε παρέα σε μια άλλη εποχή.
Μεγαλώσαμε και αλλάξαμε. Οι αναμνήσεις όμως είναι μέσα μας και όταν δόθηκε το σύνθημα ξανασμίξαμε. Μεγαλώσαμε και αλλάξαμε, αλλά δεν ξεχάσαμε, ούτε γίναμε αγνώμονες σε ανθρώπους, όπως ο Μπάμπης Αργυρίου, που μας έμαθε τόσα πολλά για τη μουσική που αγαπήσαμε, αγαπάμε και μας χάραξε.
Τέτοια πάρτι γίνονται μόνο μία φορά. Ευτυχώς, ήμασταν εκεί και το ζήσαμε.
Τάσος Βαφειάδης
«Να πας να δεις και τον Μπάμπη…!»
Αυτή η φράση ηχούσε στα αυτιά μου κάθε φορά που έλεγα σε κάποιον από το MiC πως θα ανέβω Θεσσαλονίκη. Και κάθε φορά έβρισκα και μια καινούρια δικαιολογία για να αναβάλλω αυτή την συνάντηση. Η αλήθεια είναι πως την απέφευγα όχι εξαιτίας της υγείας του, αλλά εξαιτίας του μεγέθους του. Γιατί δεν είχε μόνο την φήμη του πολύ δυνατού χαρακτήρα αλλά και του δύσκολου. Αναρωτιόμουν, τι θα του έλεγα αν με ρώταγε για τους Astronauts κι εγώ του απάνταγα πως ήταν φοβεροί «σερφάδες» ή για κανένα ελληνόφωνο ποστ-πανκ συγκρότημα που δεν είχα ακουστά; Μόνο στη σκέψη πως μπορεί να πέταγα καμιά κοτσάνα και να με πέρναγε για κα’να άσχετο νεολαίο της γενιάς του ίντερνετ με έλουζε κρύος ιδρώτας.
Ο Μπάμπης είναι παντού αυτές τις μέρες στην Θεσσαλονίκη μέσω της αφίσας της ημέρας. Τον βλέπεις σε δισκοπωλεία, σε βιβλιοπωλεία, σε μπαρ... παντού. Έτσι ήταν και στην συναυλία. Όλες και όλοι οι φίλοι και συνοδοιπόροι του μίλησαν και τραγούδησαν γι’ αυτόν στον ενεστώτα. Γέλασαν μαζί του, τον τρόλαραν, τον ευχαρίστησαν, του θύμωσαν, τον αγάπησαν. Στα βλέμματά τους υπήρχε μία απερίγραπτη νοσταλγία για πράγματα που έζησαν μαζί ή για πράγματα που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν.
Το κέφι στο κοινό άναψε από νωρίς. Το πάθος του Εν Πλω-Ντίνου Σαδίκη και της μπάντας του ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Η Εκτός Ελέγχου αυθεντικότητα και η επιτομή του cool του Αποστόλη Δαδάτση και των μουσικών του συντρόφων με έκανε να ξεχάσω την κούραση του ταξιδιού με το ΚΤΕΛ. Το "raw power" των Γκούλαγκ του Αλέκου Κανταρτζή και τα «σούπερ-γκρουπ» που σχηματίστηκαν επί σκηνής (που θα περιγραφούν καλύτερα από τους γνώστες κι όχι από εμένα) συγκίνησαν τους απανταχού πανκ μύστες. Τέλος, ο εγγυημένα ακομπλεξάριστος λαϊκός λυρισμός των Lost Bodies του Θάνου Κόη που έκλεισε ονειρικά την βραδιά, μας «βύθισε, ήρεμα και παράλογα σε ένα άλλο κόσμο, μέσα σε μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι...»
Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μιλάμε για τον πολιτικό χαρακτήρα της συναυλίας μέσα στην κοινωνική σαπίλα που ζούμε. Ή για τον ακατέργαστο και ωμό ήχο που ανέδιδε μια πιο αθώα και diy αίσθηση. Ή να μιλήσουμε, ακόμα πιο εύκολα, για την μνήμη του Μπάμπη Αργυρίου, αλλά εκ του αποτελέσματος, αυτά δεν έχουν σημασία. Δεν ήταν ακόμα ένα μνημόσυνο για τον Μπάμπη, ήταν μια γιορτή χαράς και χορού, σαν να μας έβγαλε έξω για τα γενέθλιά του. Και για μια φορά, ήμουν κι εγώ εκεί, και δεν του είπα ούτε μια κοτσάνα. Θα τα ξαναπούμε όμως.
Μάριος Καρύδης
Στο Μπαμποσύμπαν
Ανεβαίνοντας εκείνη την Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη είχα μια γλυκόπικρη προσμονή. Ο Μπάμπης δεν είναι πια εδώ, εδώ και δύο χρόνια, αλλά το μικροσύμπαν που είχε δημιουργηθεί γύρω του υπάρχει. Είχα πάντα την αίσθηση ότι κάπως κινούμασταν γύρω του σε άλλοτε άλλη απόσταση σα πλανήτες γύρω από έναν ιδιότυπο ήλιο. Διάφοροι άνθρωποι από διαφορετικές μπάντες με μια κοινή αναφορά που δεν ήταν μόνο η μουσική, αλλά και η προσωπικότητα του Μπάμπη που μας έβαζε σε αυτή την τροχιά. Κάποιοι μπαίναν συνεπιβάτες στα διάφορα δημιουργικά του οχήματα κάποιοι περιμέναν το μαγικό του αυτί που ψάρευε διαμαντάκια και μας τα έδειχνε. Η διοργάνωση αυτής της «μέρας με το Μπάμπη» ήταν άλλωστε αποτέλεσμα της ανάγκης αυτού του κόσμου να αποτυπώσει αυτή την τροχιά και την αγάπη για αυτόν που υπήρξε το κέντρο της.
Είχα λοιπόν την αγωνία της συνάντησης με αυτό το σύμπαν και αν τους κοντινούς τους ήξερα και είχαν εμπλακεί στην DIY διοργάνωση, για τους πολλούς άλλους που πέρασαν από το Rollin Under, άκουγαν Ράδιο Free ή τις κυκλοφορίες της Lazy Dog, διάβαζαν το fanzin ή το MiC, πήραν τα βιβλία του, αναρωτιόμουν. Η προσμονή ξεχάστηκε γρήγορα. Η συναυλία εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο reunion. Συναντούσες πρόσωπα που δε θυμόσουν ότι τα θυμόσουν. Και άλλα που είχες ζήσει βραδιές σε μπαρ συναυλίες και κουβέντες στο δισκάδικο. Και φίλους καλούς. Έβλεπες παρέες να αναμειγνύονται με τις διπλανές τους γιατί αυτό που είχε φέρει το κοινό εκεί ήταν ένας κοινός παρονομαστής που ήταν αόρατα παρόν. Και οι μουσικοί που έπαιξαν- ιδιαίτερα ο Δαδάτσης με τους Γκούλαγκ -εκπέμπανε αυτή την αίσθηση κοινότητας που υπήρχε διάχυτη εκείνο το βράδυ, ενώ ο Σαδίκης και οι Lost Bodies μας θύμισαν πόσο καλή και ιδιαίτερη μουσική φιλοξένησε η Lazy Dog. Ο κόσμος που ανέβηκε να πει δυό λόγια πρόσθεσε στη νοσταλγία και τη συγκίνηση. Στο τέλος της βραδιάς αυτό που έμεινε νομίζω ήταν η χαρά της συνάντησης. Της συνάντησης με τον ίδιο τον Μπάμπη σε όποια στιγμή και αν συνέβη αυτό στον καθένα, και της συνάντησης μεταξύ μας τότε και τώρα ακόμη.
Ελεάνα Γαρίνη
Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Νίκο Παναγιωτόπουλε
ΟΙ ΚΟΙΝΟΙ ΜΑΣ ΦΙΛΟΙ
Χρωστάω κάποιες λέξεις.
Για να αποδώσω μία κάποια τιμή στον Μπάμπη αλλά και να ξεχρεώσω μια βαθιά αίσθηση.
Προσωπικό θέμα λοιπόν.
Δεν ήταν φίλος μου. Υπήρχε πάντα αυτή η σχέση εξ 'αποστάσεως της γνωστής φάτσας που γυρνά τα δισκάδικα για χρόνια, εφτά ή οκτώ φορές που μιλήσαμε για μουσική και τις επιλογές μου από τα θήκες του μαγαζιού, αμέτρητες οι φορές που χάζεψα στις βιτρίνες με τα βινύλια των εκάστοτε οδών που βρισκόταν.
Και φυσικά η μαθητεία στο φανζίν που εξέδιδε για χρόνια αλλά και αυτό όποτε το αγόραζα.
Υπήρξε όμως φίλος φίλων μου.
Το γεγονός αυτό μας τοποθετούσε σε μια άτυπη ευρύτερη οικογένεια στη Θεσσαλονίκη που αγαπούσε το εναλλακτικό σε πολλές εκφάνσεις του.
Ένας τέτοιος φίλος (ο Τάκης!) μου εμπιστεύτηκε μία κασέτα του.
Την ακούω συγκλονισμένος. Κάθε φορά.
Η συγκίνηση του μαγνητικού βόμβου (αυτόν τον υπόκωφο θόρυβο στο background ενός κράματος αποτύπωσης του χρόνου που ηχογραφήθηκε σε αρμονικές συχνότητες)
σε συνδυασμό με την επιλογή των τραγουδιών και της τέχνης να τα δένει μεταξύ τους με αφήνει κάθε φορά άφωνο.
Σοβαρολογώ.
Δεν είναι μόνο το γεγονός πως έμαθα μουσική, τόσα γκρουπ στίχους συνεντεύξεις κτλ, αλλά έμαθα και πως να ακούω μουσική. Με συναισθηματική ροή και αυτό είναι αλάνθαστο και ανεκτίμητο.
Η καταλληλότερη λέξη όντως είναι η χαρμολύπη όπως διατυπώθηκε από τον Αλέκο των Γκούλαγκ στις δώδεκα του Γενάρη.
Αυτά.
Υ.Γ.
Η κασέτα έχει τον τίτλο "ΟΙ ΚΟΙΝΟΙ ΜΑΣ ΦΙΛΟΙ" και στο πίσω αυτί του χαρτονιού της έχει κρυμμένο ένα μήνυμα. "Δεν έχω διάθεση για χορό κασέτα. Απ' τον Νοέμβριο του ‘90 στην αιωνιότητα".
Στέλιος Νεφελόρ
Πρέπει να γράψεις, επέμενε ο Ξαγάς. Εγώ το ήξερα όμως. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα, ήταν ότι δεν μπορούσα. Όσες φορές ξεκίνησα να γράφω κάτι κολλούσα στη δεύτερη - τρίτη γραμμή. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα με κατακλύζουν σαν χιονοστιβάδα και αδυνατώ να ολοκληρώσω οποιαδήποτε περιγραφή ή συλλογισμό. Θα γράψω λοιπόν απλά και χωρίς αξιώσεις αναγνωστικής απόλαυσης ό,τι μου έρχεται στο μυαλό.
Γιατί αυτό που έγινε την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου του 2024 ήταν κάτι μεγαλειώδες, υπεράνω περιγραφής και πέρα από τις προσδοκίες όλων μας. Το κλίμα ήταν ζεστό και αγαπησιάρικο, οι αγκαλιές έδιναν κι έπαιρναν, οι μπάντες που έπαιξαν έδωσαν συνειδητά τον καλύτερο εαυτό τους σε βαθμό συγκινητικό, τα λόγια ήταν λίγα και ουσιαστικά και το κοινό, παλιοί φίλοι, συνεργάτες, παλιοί και νέοι μουσικοί της πόλης, φάτσες που βλέπω δεκαετίες χωρίς να ξέρω ονόματα, ακόμη κι εκείνοι που ήταν εκεί μόνο για το λάιβ, μπήκε από την αρχή στο κλίμα και έπαιξε κι αυτό το ρόλο του στη μοναδική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε.
Ο Μπάμπης, όπως τον ήξερα από το 1987 (στην ηλικία που είναι σήμερα ο γιος μου που ήταν εκεί) θα φοβόταν να πάει, θα τον σέρναμε με παρακάλια, θα ήθελε να φύγει, θα έμενε θέλοντας και μη και στο τέλος θα γούσταρε, αλλά δεν θα μας το έδειχνε και πολύ για να μην το πάρουμε επάνω μας. Έγινε η απώλεια συνήθειά μας έλεγε ένας δίσκος των 90s. Και είναι αλήθεια ότι μεγαλώνοντας η απώλεια, χωρίς να χάνει την τραγική της διάσταση, γίνεται όλο και λιγότερο αδιανόητη. Το γεγονός αυτό και τα δυο χρόνια που πέρασαν μου επέτρεψαν να πω αυτά τα λόγια από το μικρόφωνο: δεν κλάψαμε εκείνο το βράδυ την απώλεια του Μπάμπη, γιορτάσαμε το πέρασμά του από τον κόσμο και την καλή τύχη που έκανε τους δρόμους μας να διασταυρωθούν με τον δικό του.
Δημήτρης Κάζης
Στην αίθουσα του Principal στην Θεσσαλονίκη παίχτηκε η τελευταία πράξη του αφιερωμένου event για τον Μπάμπη. Ήταν κατάμεστη, δείγμα της απήχησης και της αποδοχής του από τον κόσμο και φίλοι, γνωστοί και οικείοι βρέθηκαν εκεί για να ξεπροβοδίσουν την παρακαταθήκη που τους άφησε. Υπήρχε ανήσυχος ενθουσιασμός και ήρεμος σεβασμός και οι μουσικοί που έπαιξαν, φίλοι του και συνεργάτες, φιλοτιμήθηκαν να βγάλουν τον καλύτερο τους εαυτό. Μέσα σε όλη αυτή την θαλπωρή των αφοσιωμένων στο πρόσωπο του, ένιωσα την ανάγκη να ανέβω στο πάλκο, να πάρω το μικρόφωνο από τον κύριο διοργανωτή, του αρέσει να τον αποκαλώ Κύριο και να πω τα λίγα πράγματα που είχε κατεβάσει το καθυστερημένο κεφάλι μου. Όμως ο φόβος του πρωτόπειρου με κράτησε μακριά κι επειδή δεν θέλησα να καρπωθεί η λήθη και η λησμονιά τα λίγα πράγματα που σκόπευα τόσο αυθόρμητα να πω, θα ήθελα λοιπόν να τα μοιραστώ και δίχως κάποιον δισταγμό, να ομολογήσω σε όλους εκείνους που βρέθηκαν εκεί, τις ντροπαλές σκέψεις μου. Μπορεί να είμαι ο τελευταίος που θα μιλούσε για έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε τόσο καλά προσωπικά ωστόσο νομίζω ότι θα μου επέτρεπε να του αφιερώσω ένα ιντερλούδιο στην συμφωνία του:
‘Η σημασία του να είσαι ροκ. Έχεις τους δικούς σου κανόνες, υπακούς στους δικούς σου νόμους, δεν ξεπουλάς τα όνειρα σου. Δεν σε νοιάζει η δόξα, το κλέος, η φήμη, ζεις για να αγαπάς, να πονάς και να μαθαίνεις. Δεν είσαι μόνος ανάμεσα στους τόσους, δεν νιώθεις μόνος μακριά από τους άλλους, φίλη σου έχεις την ψυχή σου, φίλοι σου είναι οι εχθροί σου. Είσαι ροκ, όχι μπαρόκ, είσαι ροκ, όχι ροκοκό, είσαι ροκ, όχι ορκ, πεθαίνεις και γεννιέσαι την κάθε μέρα, την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή.’
Κι όλα αυτά καθώς είμαι σίγουρος ότι όλοι ήξεραν τι είπε η καμήλα όταν είδε τον ύβο της στον καθρέφτη.’ This is the last straw the camel brought.’ Δεν δανείζω ξανά τους δίσκους μου, οι μονόδρομοι δεν τέμνονται, λαβύρινθος είναι η εκδοχή του εαυτού σου όταν δεν τον ξέρεις. Καλό ταξίδι Φίλε!
Βασίλης Πετρόπουλος
Όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι που αγαπάμε κάτι σπάει μέσα μας. Έρχεται ένα τσουνάμι, μας αναποδογυρίζει και μας αναγκάζει να ξαναγεννηθούμε. Διαφορετικοί και διαφορετικές πια. Η απουσία συνηθίζεται, η απώλεια όχι. Μετά από χρόνια συνεχόμενων απωλειών αγαπημένων μου ανθρώπων, συνειδητοποίησα ωστόσο ότι αν το πένθος περνάει, περνάει όταν σκέφτεσαι αυτούς τους ανθρώπους και αντί να κλαις, χαμογελάς. Χαμογελάς γιατί συνειδητοποιείς ότι οι άνθρωποι που έφυγαν ήταν άνθρωποι ζωντανοί, γεμάτοι χιούμορ και αγάπη και είχες την ευλογία και την τύχη να είναι κομμάτι της ζωής σου. Γιατί δεν θα ήθελαν να είναι συνδεδεμένη η μνήμη τους με στεναχώρια. Και κυρίως δεν θα τους άξιζε κάτι τέτοιο. Τους αξίζει μόνο το χαμόγελό μας και η αγάπη μας.
Την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου στο Principal, δεν σταμάτησα να χαμογελάω. Χαμογελούσα που είδα στη σκηνή μουσικούς που εκτιμώ και που χωρίς τη μουσική τους δεν θα είμαι αυτή που είμαι σήμερα. Που το Principal ήταν ασφυκτικά γεμάτο - «από το Δεληβοριά περισσότερο κόσμο είχαμε», όπως το έθεσε πολύ πετυχημένα η ανιψιά μου. Που η 23χρονη ανιψιά μου και παιδιά μικρότερα από αυτή ήρθαν για να τιμήσουν έναν άνθρωπο που δεν γνώρισαν ποτέ και να ακούσουν μουσική που είχε γραφεί πριν καν αυτά γεννηθούν. Που βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπώ και που μας ενώνει η αγάπη για τη μουσική. Που ένιωσα πάλι 15 χρονών – με τη ζωή μπροστά μου, με άπειρες δυνατότητες και με μπόλικη δύναμη για να τις πραγματοποιήσω. Το χαμόγελο εκείνης της βραδιάς το χρωστάω στον Μπάμπη. Και πάντα θα χαμογελάω όταν θα τον θυμάμαι πια – κι αυτό το χαμόγελο δεν θα μπορέσει να μου το πάρει ποτέ κανένας και καμιά.
Μαριάννα Βασιλείου
Μια μέρα με τις αναμνήσεις μας…
Μαζευτήκαμε την Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη, ακόμη και όσοι από Αθήνα δεν είχαμε γνωρίσει τον Μπάμπη Αργυρίου, αλλά ο απόηχος του ονόματός του είχε φθάσει στ΄αυτιά μας. Μέσα απ΄ το Rollin Under, μέσα από τη Lazy Dog, μέσα από το MiC, στο οποίο αξιωθήκαμε να γράψουμε.
Πήραμε το ΚΤΕΛ λοιπόν για Θεσσαλονίκη, ως φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που τίμησε όσο κανείς τη μουσική που όλοι αγαπάμε. Φόρο τιμής και σε μια πόλη, πολύ μπροστά από όλες τις άλλες, παρά την φορές-φορές μιζέρια της, παρά την υστέρησή της από την πρωτεύουσα Αθήνα. Με μια δύναμη όμως και μια ζωντάνια που φορές-φορές εκπλήσσει. Όπως τότε, πριν 25 -30 χρόνια, πήγαμε στο Μύλο, για να ακούσουμε κάποιους θρύλους των 80s και των 90s. Μεσήλικες όλοι πια, άσπρα μαλλιά, κοιλιές, μόνο τα κορίτσια κρατιόνται ακμαία από τότε.
Κι οι θρύλοι εκεί, ο Σαδίκης, οι Γκούλαγκ, ο Δαδάτσης, ο Θάνος κι οι Lost Bodies του σήμερα. Έλειπαν οι Moot Point, έλειπαν κι άλλοι κι άλλες από εκείνες τις θρυλικές-ρομαντικές στιγμές του ελληνικού ροκ από το ‘85 κι ύστερα. Όμως δεν έλειπε το κέφι, η ζωντάνια κι η συγκίνηση, όχι για κάτι που χάθηκε, αλλά για κάτι που συνεχίζει να ζει και να μας ζει
Ανεβαίνοντας με το ΚΤΕΛ, στα αυτιά μας ηχούσε κάποιο καινούριο άλμπουμ από αγαπημένες παλιές φωνές που ξαναδημιουργούν ολοζώντανες το 2023. Μαζί με τις αναμνήσεις και η ελπίδα ότι αυτό που γεννήθηκε τότε, ζει ατόφιο μέχρι σήμερα, στις καρδιές μας, αλλά και στις καρδιές όλων όσων αγαπούν τη μουσική.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Είναι πολύ παράξενο να είμαι σε μια βραδιά προς τιμήν του Μπάμπη.
Όσο ζούσε σπάγαμε πλάκα με κάτι τέτοια, με την ανομολόγητη αλλά αυταπόδεικτη σιγουριά ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το πάθουμε ποτέ εμείς, νιώθοντας λούζερς κυρίως διότι ό,τι σπείραμε, άσχετα με το πόσο σημαντικό ήτανε για μας ή ίσως και για αρκετούς άλλους, αν και φύτρωσε μαράθηκε νωρίς, χωρίς να το φτάσουμε εκεί που θέλαμε, χωρίς ν’ απολαύσουμε την πραγμάτωση της δυναμικής του.
Δεν είναι μόνο το φανζίν μας, το Rollin Under, το οποίο για πέντε και βάλε χρόνια μας είχε ρουφήξει την ψυχή, ειδικά του Μπάμπη που τελικά το εγκατέλειψε δύο τεύχη πίσω.
Για τον ίδιο είναι και το ράδιο Φρη κι η δισκογραφική Lazy Dog και το δισκάδικο Rollin Under, όλ’ αυτά που έκλεισαν άδοξα και ζημιογόνα, αφήνοντας πίκρα και ματαίωση. Έμεινε το διαδικτυακό mic.gr που κι αυτό το παρέδωσε ουσιαστικά όταν αποφάσισε ότι θ’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην συγγραφή βιβλίων που για μια ακόμα φορά δεν τον έβγαλε από το τέλμα, υπαρξιακό και οικονομικό. Ώσπου ο κόβιντ έδωσε τη λύση.
Αυτό που δεν έβλεπε ο Μπάμπης βέβαια, το πόσο στ’ αλήθεια σημαντικός είναι και πόσο μετράει, σαν παράγοντας και σαν άνθρωπος, το ξέραμε πολύ καλά οι γύρω του από τότε που ο καθένας μας τον πρωτογνώρισε.
Και το αποδείξαμε διοργανώνοντας, βοηθώντας, εμψυχώνοντας κι εν τέλει γεμίζοντας ένα χώρο σαν το Principal, με τέσσερα ονόματα του ελληνικού αντεργκράουντ των 80s, όλα συνδεδεμένα με τον Μπάμπη, που σε πείσμα του πανδαμάτορα χρόνου έχουν αντέξει τη φθορά και αφορούν αέναα το όποιο σήμερα. Ο Ντίνος Σαδίκης, φωνή των Εν Πλω, ο Αποστόλης Δαδάτσης, ψυχή των Εκτός Ελέγχου, οι Γκούλαγκ του αειθαλούς Αλέκου Κανταρτζή και οι Lost Bodies του ουάν εντ όνλυ Θάνου Κόη.
Η όλη ατμόσφαιρα ήταν απίστευτη. Ζεστή, εορταστική, ένα χαρμόσυνο ρηγιούνιον συνεύρεσης, επικοινωνίας και μέθεξης.
Κάπου ενδιάμεσα ανέβαιναν διάφοροι που αγάπησαν, ο καθένας στην εποχή του, τον Μπάμπη, κι έλεγαν από κάτι, απ’ τον Γιώργο Κοτσώνη που οργάνωσε τη βραδιά μέχρι τον δεκαεξάχρονο γιο μου.
Μέχρι κι εγώ ανέβηκα, να διαβάσω ένα απόσπασμα απ’ το «Έχω Όλους Τους Δίσκους Τους», τρεις παραγράφους απ’ αυτές που μόνο ο Μπάμπης Αργυρίου μπορεί να γράψει, αλλά πού ν’ ακουστώ, κάτω γινόταν αυτό το ευφορικό πάρτυ από φωνές και γέλια.
Μου φάνηκε τόσο υπέροχο το τζέρτζελο που άκουγα από αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν επειδή αγαπούσαν τον αγαπημένο μου!
Οπότε, απλά διάβασα δυνατά την τελευταία κίλλερ παράγραφο κι όταν ο κόσμος χειροκρότησε τη δύναμη αυτών των λέξεων εγκατέλειψα την σκηνή λέγοντας "και αυτός είναι ο Μπάμπης Αργυρίου".
Αη πέηντ μαη ντιούζ
Όπως ακριβώς ένιωθα ότι έκαναν, ο καθένας με τον τρόπο του, οι υπόλοιποι υπέροχοι χίλιοι που ήτανε εκεί, μουσικοί και κοινό. Σας ευχαριστώ όλους για το ουάνς ιν ε λάιφταϊμ βράδυ που μου χαρίσατε δίνοντας παράλληλα κι ένα νέο, σύγχρονο, οικείο πλέον, τουίστ στο αλήστου μνήμης "Λάμπεις, Μπάμπη μου".
Γιάννης Πλόχωρας
Δεν ήταν μια απλή συναυλία αυτή που έλαβε χώρα εκείνο το βράδυ. Όπως δεν ήταν ένας απλός φίλος /μουσικόφιλος/μουσικός συνταξιδιώτης μας ο Μπάμπης. Και δεν είναι που το λέω εγώ από τις (σχετικά λίγες) φορές που τον συνάντησα και μιλήσαμε. Αλλά επειδή το είπαν όλοι όσοι τον συνάντησαν σε βάθος χρόνου, τον συναναστράφηκαν σε βάση περίπου καθημερινή, ακόμη κι εκείνοι που δεν του μίλησαν ποτέ, μα που είδαν κάποιου είδους φως μόνο και μόνο διαβάζοντας τα κείμενά του κι ακούγοντας τις μουσικές του προτάσεις. Πολλοί από αυτούς λοιπόν θεώρησαν χρέος τους να βρίσκονται εκείνο το βράδυ εκεί, να δουν τα συγκροτήματα που αποφάσισαν να παίξουν στη μνήμη του και να τον θυμηθούν μέσα από τα λόγια ορισμένων ανθρώπων που τον γνώρισαν καλύτερα από εμάς και μας μετέφεραν τι ακριβώς ήταν ο Μπάμπης. Και ήταν κάτι περισσότερο από ένας άνθρωπος που θα ήθελες να έχεις φίλο, ήταν έμπνευση, ήταν παράθυρο σε κόσμους που δεν γνώριζες, ήταν ένας τρόπος να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Για το λόγο αυτό, η ατμόσφαιρα στο συναυλιακό χώρο που βρεθήκαμε ήταν φορτισμένη με πολλά συναισθήματα, συγκίνηση οπωσδήποτε μα πριν και πάνω απ' όλα, με αγάπη.
Εξ ου και δεν παρευρεθήκαμε σε κάποιου είδους μνημόσυνο (παρότι το λάιβ έλαβε χώρα την ημέρα ακριβώς που μας αποχαιρέτησε) αλλά σε μία γιορτή, όπου τα πρόσωπα όλων όσων γέμισαν την αίθουσα ήταν γελαστά, λες και επρόκειτο για ένα πανηγύρι που διοργανώθηκε για να ενωθούν για πρώτη φορά ίσως κάτω από την ίδια στέγη, οι άνθρωποι που είναι στην ουσία μια μεγάλη παρέα, απλά δεν το ξέρουν και οι συνθήκες δεν το ευνοούν. Βρεθήκαμε λοιπόν και μετρηθήκαμε, και γνωριστήκαμε κατά το μέτρο του δυνατού μπροστά από μία σκηνή που έβραζε από ροκ ενέργεια, από ιστορία της πόλης που την φιλοξένησε, από νοσταλγία για εποχές που όλα φαίνονταν δυνατά και που κάποια από αυτά έγιναν πραγματικότητα. Κι αυτό το οφείλουν εν μέρει στον Μπάμπη, που έκανε τα πράγματα να συμβαίνουν, τους δίσκους να κυκλοφορούν, τους ήχους να κάνουν γύρους μέσα από ραδιοκύματα και σελίδες από φανζίν και σεντόνια σε ιστότοπους. Τα ξέρετε όλα αυτά, μην τα ξαναλέμε εδώ.
Τι να πούμε τότε; Για την απόδοση των καλλιτεχνών που συμμετείχαν; Θα μπορούσαμε, βέβαια, αλλά τούτη τη φορά, σε αυτή τη συναυλία, δεν ήταν οι μπάντες και οι μουσικοί που ήταν οι πρωταγωνιστές, κι ας ήταν εκείνοι που παρείχαν το μουσικό περιεχόμενο της βραδιάς. Ο αληθινός πρωταγωνιστής δεν ήταν παρών μα ήταν και παντού, ήταν η αφορμή για οτιδήποτε παρήγαγε ήχο και εικόνα στη βραδιά. Ο Μπάμπης συνήθιζε να παραπονιέται ότι δεν αναγνωρίζεται αυτό που κάνει, τα κείμενά του, τα βιβλία του, η σπουδαιότητα του site του. Λυπάμαι που το λέω, αλλά έτσι δε συμβαίνει τις περισσότερες φορές; Μετά θάνατον δεν αναγνωρίζονται οι πραγματικά σπουδαίοι; Τουλάχιστον αυτή τη φορά, και αδιαπραγμάτευτα, το πόσο σημαντικός υπήρξε δηλώθηκε ξεκάθαρα και μεγαλόφωνα. Κι έστω και τώρα, ελπίζω να έλαβε αυτό το μήνυμα εκεί που είναι και να έκανε το αινιγματικό του χαμόγελο να πάρει μόνιμη θέση στο πρόσωπό του.
Μάνος Μπούρας
«Μα ποιος είναι αυτός ο Μπάμπης;». Ήταν ένα ερώτημα που αιωρούνταν εκείνο το βράδυ στο κατάμεστο Principal (με τα κοντά 900 εισιτήρια να διασκεδάζουν εκ των υστέρων το πρότερο άγχος μας «θα έχει κόσμο;»). Το έπιασα στον αέρα περνώντας δίπλα από μια νεανική παρέα (μία από τις ουκ ολίγες, οι οποίες με την παρουσία τους διασκέδασαν την πρόβλεψη μας «θα είναι μια σύναξη άσπρων –ή μη- μαλλιών, βαθιών ρυτίδων και καλοζωισμένων περιφερειών). Δεν μπόρεσα να ακούσω αν υπήρξε κάποια απάντηση. Μία σαν αυτή που προσπαθούσα να δώσω κι εγώ, μια μέρα πριν, μιλώντας στο τηλέφωνο κατηφορίζοντας την Παπαναστασίου στη Χαριλάου ένα πρωινό κρυστάλλινου σαλονικιώτικου κρύου, η δημοσιογράφος στην άλλη άκρη της γραμμής είχε ομολογήσει αφοπλιστικά «είμαι 26 χρόνια στο επάγγελμα, δεν τον είχα καν ακουστά τον άνθρωπο». Ποιος ήταν λοιπόν ο Μπάμπης, που το πρόσωπό του μας κοιτάει μέσα από τις δεκάδες αφίσες σε μαγαζιά της πόλης; Είπαμε, γράψαμε πολλά, άλλος σε χρόνο παρελθοντικό κι άλλη σε ενεστώτα, με την βασανιστική (ή μήπως απελευθερωτική;) επίγνωση ωστόσο ότι τελικά η ‘πραγματική’ ανθρώπινη υπόσταση και η ουσία της ξεγλιστρά ανάμεσα από τις βιογραφικές λεπτομέρειες, χάνεται, αποθηκεύεται στην επισφαλή μνήμη, μπορεί έως και να εξιδανικεύεται (σκέφτομαι ότι αν ανέβαινα κι εγώ στη σκηνή –όπως το έκαναν πολλοί φίλοι στο ενδιάμεσο, σε λόγια μετρημένα που δεν ξέφυγαν προς γραφικότητες και πομπώδεις δεκάρικους- ίσως να αναφερόμουν και στα στραβά και στα ανάποδα του Μπάμπη, η συνθήκη μιας πραγματικής σχέσης είναι άλλωστε και το «παρολ’ αυτά» και όχι μόνο το «γι’ αυτά»).
Με τέτοια (και άλλα) ερωτήματα (και ίσως κι απαντήσεις) λοιπόν μαζευτήκαμε εκείνο το βράδυ, με μεταβάσεις με ΚΤΕΛ, μ' αεροπλάνα και βαπόρια και βανάκια, από την Ελλάδα (αλλά και απ’ έξω...), άνθρωποι που ίσως αν δεν υπήρχε ο Μπάμπης η "κανονική" ροή της ζωής να μην διασταύρωνε ποτέ τις τροχιές μας, άλλες θα ήταν οι ζωές μας (καλύτερες ή χειρότερες δεν θα το μάθουμε ποτέ), ωστόσο σε αυτή τη μοναδική που γνωρίζουμε και ζούμε ο Μπάμπης λειτούργησε ως ένα κέντρο απόκεντρο (sic) σε ένα πλέγμα που αγκάλιασε μια εναλλακτική «άλλη» Θεσσαλονίκη, εκείνη που δεν συμπαρέσυρε το μαζικό κύμα των Τρυπών και των Σπαθιών, που έμεινε σε μια εκούσια -αλλά και ακούσια- αφάνεια, αποτελώντας όμως ένα διαρκές κίνητρο, εφαλτήριο και έμπνευση για δημιουργία και έκφραση, με απαισιοδοξία στη σκέψη, αισιοδοξία στην πράξη, που θα έλεγε κι ένας Γκράμσι και με μια μη-ανταποδομένη δοτικότητα και ανοιχτωσιά και ήθος, μια σπανιότητα σε έναν χώρο που δεν δίνει του αγγέλου του νερό, στον οποίο περισσεύουν η κοινωνιοπάθεια, η ανταγωνιστική τεστοστερόνη, τα υπερμεγέθη Εγώ της πανάκριβα αγορασμένης (ή φτηνά κατεβασμένης) και διαρκώς επιδεικνυόμενης ψαγμενίλας. Μια έμπνευση η οποία κατά έναν παράδοξο τρόπο επιδρά ακόμη … Πως συμβαίνει όταν ένα άστρο καταρρέει, σβήνει και παύει να λάμπει (κι εσύ Μπάμπη μου) και γίνεται λευκός νάνος ή μαύρη τρύπα, η βαρυτική του έλξη ωστόσο παραμένει ακέραια και δυνατή; (με ένα ακόμη ερώτημα να επανέρχεται, «για ποιον από τους θεωρούμενους μεγαλόσχημους του χώρου θα μπορούσε ποτέ να διοργανωθεί μια τέτοια αγαπησιάρικη βραδιά, τόσο καιρό μάλιστα μετά την απώλεια;» … απάντηση κάθετη … για κανέναν).
«Αγαπησιάρικο» ίσως να είναι και το επίθετο που σκιαγραφεί καλύτερα το στην πραγματικότητα μη-μεταδόσιμο συναίσθημα της βραδιάς εκείνης. Στην μνήμη και στο παρόν. Επί σκηνής και κάτωθεν αυτής. Συναντήσεις και αγκαλιές. Δυο, πέντε, δέκα και εικοσιπέντε χρόνια είχα να σε δω, και σε συνάντησα ξανά μια Παρασκευή. Μην χαθούμε… Και φεύγοντας αργά τη νύχτα, με την αίσθηση ότι ζήσαμε κάτι που δεν επαναλαμβάνεται, με την μελαγχολία της ολοκλήρωσης ενός εγχειρήματος για το οποίο καταβλήθηκε κόπος και υπομονή μηνών, με την συνειδητοποίηση ότι το αποτέλεσμα υπερέβη τους όποιους στόχους μας (που δεν ξέρω καν αν υπήρχαν, ίσως μόνο η συνειδητή απόσταση από μνημόσυνα, εμπόρια μνήμης και ποπ…ριπολογίες), με το νυχτερινό κρύο να περονιάζει τα δυτικά της πόλης, ήδη στον νου προβαλλόταν ένα φανταστικό viewmaster εικόνων και ήχων. Ο Δημήτρης Κάζης σηκώνει το χέρι και φωνάζει τον στίχο «ω είναι ο χρόνος τιμωρός» την ώρα που ο Αλέκος Κανταρτζής καταθέτει πανκ ψυχή, ο Γιώργος Κοτσώνης παραδίπλα στωικός παρακολουθεί και συντονίζει τα τεκταινόμενα, ο πάντοτε αφανής και πάντοτε παρών Σάκης, ο Γιάννης Πλόχωρας ανεβάζει την νέα γενιά επί σκηνής, ο Σαδίκης εν πλω σε τραγούδια με στίχους που σημάδεψαν ζωές, ο Αποστόλης Δαδάτσης μαζί με τον ακατάβλητο Πάνο («και ουχί Πανούλη») αποδεικνύουν ότι το πανκ πνεύμα δεν χρειάζεται οπωσδήποτε ηλεκτρική τροφοδοσία, η καταιγίδα των Lost Bodies, ίσως του πιο απερίγραπτου ελληνικού σχήματος.
Και πολλές ακόμη κρατώ. Θα αφήσω τον χρόνο να ξεδιαλέξει.
Κι απάντηση στο ερώτημα τελικά δεν υπάρχει. Δεν έχει και νόημα (πια). Νόημα έχει η συνέχεια. Και μια ματιά στους Μπάμπηδες που μπορεί να υπάρχουν, ακόμη ζωντανοί (και ζωντανές) δίπλα μας.
Αντώνης Ξαγάς
Ρωτούσαν αρκετοί αν ο λόγος για αυτό που έγινε την προηγούμενη Παρασκευή ήταν για να τιμηθεί η μνήμη του Μπάμπη. Στο δικό μου μυαλό ήταν μάλλον λίγο διαφορετικό. Ήθελα πάνω απ' όλα να βλέπω ν’ ασχολούνται και ν’ ασχολούμαστε με το Μπάμπη. Να ακούω να μιλάνε για αυτόν, να βλέπω τα αφιερώματα, να κοιτάζω την ωραία του φωτογραφία στις αφίσες που έβρισκες σε πολλά σημεία στο κέντρο. Μετά από τόσες προσπάθειες να τον πείσω (σίγουρα όχι μόνο εγώ) να φανεί περισσότερα στο όποιο κοινό, είναι από αστείο ως ειρωνικό να γίνεται σχετικός ντόρος γύρω από το όνομα του, να μαζεύεται ουκ ολίγος κόσμος σε εκδήλωση προς τιμή του, να ακούς σχόλια του στυλ "Καλά, πώς δεν τον είχα ανακαλύψει ως τώρα...;"…
Στην βραδιά αυτή καθαυτή δεν ένιωθα και πολλά, ίσως και να ‘μουν σίγουρος μέσα μου ότι θα ανταποκρίνεται στα υψηλά στάνταρ που ξεκάθαρα έθετε ο ίδιος και το μόνο που μ’ απασχολούσε ήταν να κυλήσει μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Είναι κι ολίγον τι παράδοξο να κάνεις τιμητική εκδήλωση για κάποιον που έτσι κι αλλιώς δε βρίσκεται εκεί για να την παρακολουθήσει. Οι σκέψεις μου, λοιπόν, ήταν μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου. Και η πιο δυνατή σκέψη ήταν εκείνο που είχε γράψει κάποτε, ότι η ζωή τον είχε προικίσει πνευματικά με προδιαγραφές πυραύλου άλλα σωματικά τον ανάγκαζε σε ρυθμούς χελώνας. Προφανώς δεν έχω αποδείξεις για το που βρίσκεται αυτή τη στιγμή, θα το μάθουμε όλοι αργά η γρήγορα, αλλά αυτό που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι φεύγοντας πήρε απ' όσους ήμασταν κοντά του ένα κομμάτι μας που δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ.
Γιώργος Κοτσώνης
Mystery train call it rock ’n’ roll
Δεν πρόκειται να γράψω τίποτα για τα συγκροτήματα και για τα τραγούδια της συναυλίας «μια μέρα με τον Μπάμπη». Όχι ότι δεν είναι σημαντικό, αλλά εμένα προσωπικά άλλα με… καίνε. Θα γράψω για μια ατμόσφαιρα, ένα feeling που υπήρχε, που περιλάμβανε συγκροτήματα, κοινό και Μπάμπη. Κάτι σαν μια ολιστική κατάσταση: Electric Music for Mind, Body, and Soul… Ζώντας τη συναυλία μου ήρθε στο νου κάτι που είχα διαβάσει ότι είχε γράψει ο Greil Marcus: το κοινό μιας ροκ συναυλίας είναι το κοινό μιας ιδανικής πολιτείας. Όλα ήταν όπως έπρεπε νάναι, δηλαδή τα συγκροτήματα, το κοινό, ο Μπάμπης, η ατμόσφαιρα (το feeling). Υπερβολές, εξιδανικεύσεις, βολικές ερμηνείες μπορεί να πει κάποιος. Ναι, συμφωνώ απολύτως! Ε και; Ας υπερβάλουμε, ας εξιδανικεύσουμε, ας ερμηνεύσουμε όπως μας βολεύει μια φορά και ας χαρούμε αυτό που ζήσαμε χωρίς ενοχές και περιττές λεπτολογίες. Ο χαμός του Μπάμπη δημιούργησε κατά κάποιο τρόπο όλη αυτή την κατάσταση, αυτή την ατμόσφαιρα. Αυτό το παράξενο μίγμα χαράς και θλίψης. Σκέφτομαι ότι στη ζωή μου δεν έχω αγκαλιάσει τόσους πολλούς ανθρώπους όσους σ’ αυτή τη συναυλία, μ’ αυτό το απίστευτο χαρμάνι χαράς, θλίψης, απόγνωσης, ανάγκης να εξομολογηθούμε πράγματα ο ένας (η μία) στον άλλο (στην άλλη), λες και δεν υπάρχει αύριο. Ναι, πήραμε το μάθημά μας από τον αδόκητο χαμό του Μπάμπη.
Ας ελπίσουμε ότι κάπου, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε με τον Μπάμπη, όλοι μαζί… κι αυτός θα έχει την ίδια αίσθηση (feeling) από τη συναυλία. Μάταιη ελπίδα… Έτσι κι αλλιώς δεν θάναι η μόνη…
Till we’ll meet again λοιπόν.
Εν κατακλείδι, Viva La Rock ’n’ Roll.
Σάκης Ζουρνατζής
Φωτογραφίες: Μάριος Καρύδης