Live στο Fuzz Club
Πόσο μπορεί να μας απογειώσει ένα συγκρότημα που επί δύο δεκαετίες εμμένει σ' ένα συγκεκριμένο ροκ ιδίωμα; Του Άρη Καραμπεάζη
Η τελευταία νύχτα της κανονικότητας της χώρας, κατά κάποιους, ή απλώς η τελευταία νύχτα της χώρας, κατά κάποιους λιγότερους, δεν στιγματίστηκε από το live των Αμερικάνων Low στο Fuzz Club ασφαλώς. Ήμασταν - δεν ήμασταν 300 και κάτι άτομα, και σε μία νοητή παραπέρα γραμμή έπαιζαν και οι Blues Pills, με σαφώς περισσότερες προσλαμβάνουσες με την αόριστη γενιά της επανάστασης. Τούτοι εδώ οι τρεις παρολίγον μεσήλικες, ποια επανάσταση να έφεραν στη μουσική άραγε; Αυτή του πολιτισμού, όπως εύστοχα διαβάζω κάπου; Ναι, αυτή σίγουρα. Όπως και αυτή των μουσικών και των συγκροτημάτων, που δρουν στη βάση του απόλυτα δικού τους σχεδίου, ανεξάρτητα αν είναι μπλεγμένοι στα δίχτυα των πολυεθνικών ή αν αναπνέουν ελεύθερα στον ασφυκτικό αέρα του underground.
Η μουσική επανάσταση της δεκαετίας του '90, λίγο πιο πέρα και πιο κάτω από τους Nirvana και τους Radiohead, υπήρξε κατά βάση αυτή. Μία σειρά ονομάτων, από την P.J. Harvey μέχρι τον Will Oldham, δια μέσω των Low και αρκετών άλλων, που επιβλήθηκαν στο κοινό, αλλά και στην αδιόρατα κοινή αισθητική, μέσα από τις ατόφια προσωπικές τους επιλογές και εμμονές, συνήθως γκρίζες και κατηφείς, και σίγουρα καθόλου βολικές. Και αυτό μπορεί να μην είναι και τόσο αλήθεια, ειδικά για κάποιους από αυτούς, αλλά είναι τόσο αλήθεια όσο χρειάζεται για να το πιστέψεις. Διότι η εξαντλητική ενασχόληση με τη μουσική προϋποθέτει καταρχήν πίστη και στη συνέχεια έρευνα, όσο και αν γκρινιάζουν για αυτό οι μη θιασώτες χριστιανικών και άλλων ιδεωδών.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι Low κομίζουν πολιτισμό, αισθητική και ψύχραιμη επί των μουσικών πραγμάτων άποψη, με τον ίδιο τρόπο που μέχρι σήμερα τουλάχιστον θεωρούμε ότι το κάνει στις διάφορες μορφές της και αυτή η περίφημα ανανεωτική και συγκρατημένα ριζοσπαστική αριστερά, που την αμέσως επόμενη ημέρα ήρθε στα πράγματα, χωρίς να χρειαστεί να ξεσκουριάσει τα παραδομένα όπλα της Βάρκιζας. Ανανεωτική άλλωστε. Κάπως έτσι (και με άλλες τέτοιες φαιδρές παραβολές, για να μη χάσει το κείμενο την ιστορικότητα των στιγμών) οι Αμερικάνοι ησυχαστές για μιάμιση ώρα περίπου μας έπεισαν ότι η συμβολή τους στη μουσική μας παιδεία, έχει να κάνει περισσότερο με την ικανότητα μας στην ακρόαση, παρά με τον εθισμό μας στην συγκινησιακή φόρτιση, όπως συνέβη με τα ονόματα- αναφοράς της δεκαετίας του '80, τα οποία -κατ' ομολογία τους- βοήθησαν και τους ίδιους να ξεφύγουν από την κατάρα της country και του ατόφια αμερικάνικού ήχου, που όσο και αν τον έχουμε εξωραϊσει για διάφορους λόγους τα τελευταία χρόνια, δεν παύει να είναι μια μουσική κατά βάση ενοχλητικά επαρχιακή.
Όπως στις καλύτερες στιγμές της δισκογραφίας τους, έτσι και επάνω στη σκηνή, οι Low συμπεριφέρονται και δρουν ως σοφοί επαρχιώτες, που έχουν κατανοήσει καλύτερα τις αρετές και τις αξίες της αστικής τάξης και της ατόφια αστικής μουσικής, από όσο οι γεννημένοι στα σπλάχνα και των δύο, που απλά περιορίζονται στο να αναπαράγουν την παρακμή της, περιφέροντας αυτήν ως λάβαρο. Συνηθίζουμε να επαινούμε τα συγκροτήματα δύο ατόμων που ακούγονται ως κάτι περισσότερο, ενώ στους Low συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Τρεις - απολύτως εναρμονισμένοι και συγχρονισμένοι- μουσικοί, ακούγονται με δόλο και ορθή στόχευση, ως κάτι το πολύ λιγότερο, χωρίς πάντως να μπορείς να ξεχωρίσεις αν τελικά αυτός ο ήχος αποτελεί αποτέλεσμα ομαδικής προσπάθειας ή ατομικής επιβολής. Αλλά και στο επίπεδο του ατομικού δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος επιβάλλει τι, καθώς τα πλήκτρα του ενός δεν αναιρούν, αλλά υπογραμμίζουν τις χορδές του άλλου, και οι διφωνίες έρχονται ως αποτέλεσμα όχι τυχόν χορωδιακής χαρμολύπης, αλλά ουσιαστικής σύμπραξης στη δημιουργία κάθε επόμενου σημαντικού τραγουδιού.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, οι Low του 2015, παρότι έρχονται από μία σχεδόν αχανή δισκογραφία και παρότι εμμένουν σε ένα ροκ ιδίωμα, που έχει εξαντλήσει τις άκρες και τις αντοχές του εδώ και αρκετά χρόνια, ακούγονται και είναι μία απολύτως στέρεα όσο και φρέσκια μουσική, αισθητική και ηχητική πρόταση, ένα συγκρότημα καλών και αγαθών ελιτιστών, που δεν απαιτείται να χαμηλώσουν τις απαιτήσεις τους για να τους αισθανθούμε λίγο πιο κοντά μας. Αρκεί ο καθένας από εμάς να υψωθεί λίγο παραπάνω στη σχέση του με τη μουσική, που δεν προκαλεί πάθη, κραυγές, ίντριγκες και επαναστάσεις, ώστε τελικά να πέσει στο απαραίτητο Χαμηλό, που ύπουλα προτείνουν από την πρώτη νότα της πορείας τους μέχρι και σήμερα. Συναυλία ορόσημο για τον καθένα προσωπικά και μόνο, και όχι σωρηδόν και ομαδικά ως απροσδιόριστο ροκ μπούγιο στο δρόμο της τελικής αποθέωσης. Άψογοι.