MAKIS LIVE AFTER HOURS: The Dogs Of Lust!
Διαβάζω την τελευταία τριετία-τετραετία (κατά την οποία το lifestyle μεταφέρθηκε από το Privilege στο Romeo και από τον Τσιλιχρήστο στον Τσαλίκη), κάτι ξενέρωτες αδερφές να επιμένουν στις στήλες τους ότι «το καλύτερο κλείσιμο το κάνει ο Τσαλίκης», «το πιο καψουριάρικο ο Ρέμος» και με πιάνουν τα γέλια. Εδώ και αιώνες οι μυημένοι γνωρίζουν καλά ότι το δίωρο 3:30 με 5:30 στον Μάκη είναι -ίσως- ότι πιο hardcore έχει να αντιμετωπίσει κανείς στα mainstream μονοπάτια της ελληνικής νύχτας (σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα δηλαδή, μιας και η επαρχία παίζει «αλλού»).
Θα φροντίσετε να πάτε κατά τις τρεις, λίγο πριν τελειώσει το δικό της πρόγραμμα η support Ευδοκία, και θα φροντίσετε να βρείτε τραπέζι μπροστά. Όχι για φιγούρα και λουλούδια (αν και δεν απαγορεύεται κι όλα, ίσα ίσα...), αλλά για να απολαύσετε πλήρως τη φιγούρα του Μάκη. Μέσα σε ένα μισάωρο πρέπει να έχετε πιει τουλάχιστον πέντε-έξι ποτήρια μαύρο Johnnie, υπό άλλες συνθήκες ότι θα επακολουθήσει δύσκολα θα το αντέξετε και δύσκολα θα το κατανοήσετε. Ο όχλος που θα συναντήσετε στην πίστα δεν πρέπει να σας φοβίζει. Ευλαβικά και σε χρόνο μηδέν θα επιστρέψουν όλοι στις θέσεις τους για να ξεκινήσει η «λειτουργία».
Αυτός ο τύπος ο φουσκωτός με την ενδοσυνεννόηση στο ξυρισμένο κεφάλι δεν είναι ο Μάκης ασφαλώς, είναι ο σωματοφύλακας, που πάντοτε τον συνοδεύει στην πίστα. Ίσως γιατί εκτός από φίλους έχει και εχθρούς, ίσως γιατί (όπως θα διαπιστώσεις αργότερα) το κοινό παραφέρεται ορισμένες φορές, ίσως γιατί ο «βασιλιάς» οφείλει να ξεχωρίζει.
Καμιά δεκαριά κιλά βαρύτερος από πέρσι, πιο άνετος χωρίς το κοστούμι πάντοτε στο β' πρόγραμμα του, με ριχτό (σε στυλ Ντέμης Ρούσσος) μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, κάτι ανάμεσα σε goth νταλικέρη και μεγαλοβιοτέχνη, ο Μάκης επί της πίστας εκφράζει απόλυτα αυτό που περιγράφει ο Otis Taylor όταν τραγουδάει «my soul's in Louisiana, but my body lies in Tennessee». Μοιάζει να βρίσκεται μονίμως αλλού, να βαριέται αφόρητα να κάνει το ίδιο πράγμα για εκατοστή χιλιοστή φορά στη ζωή του και ταυτόχρονα να δίνει τον καλύτερο εαυτό του.
Οι πραγματικοί άρχοντες της λαϊκής πίστας έχουν αυτό το προνόμιο. Την ίδια στιγμή αποθεώνουν και φτύνουν αυτό που κάνουν με τρόπο σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί. Θυμάμαι εντυπωσιασμένος τον Καρρά να «ξερνάει» μέσα σε μια ώρα όλες (μα όλες) τις επιτυχίες του με τέτοια βαρεμάρα που μόνο ο Lou Reed όταν του ζητάνε να παίξει το 'Waiting For My Man' μπορεί να έχει και προσπαθώ (λανθασμένα) να ανακαλύψω ποια νοητή γραμμή τελικά τους συνδέει.
Μετά το απαραίτητο «Απορώ» (το οποίο όλοι παρακολουθούμε με ανοιχτό το στόμα), ο Μάκης κάνει την εξήγα στο κοινό «Λοιπόν πάμε τα γνωστά... μερικά τσιφτετέλια, λίγα ζεϊμπέκικα, μερικά από τα δικά μου έπειτα και καληνύχτα σας και είμαστε εντάξει». Στα τσιφτετέλια προσπαθείς να κρατηθείς εν ζωή αγκαλιασμένος με το μπουκάλι το ουίσκι για να παρακολουθήσεις αργότερα κάτι τύπους στα όρια της αλκο-τύφλωσης να φέρνουν στροφές με το ποτήρι καρφωμένο στο κεφάλι και τον μπράβο να τρέχει να τους το αρπάξει, μη τυχόν και λαβωθεί ο «θεός». Όταν ο Μάκης αρχίζει να λέει «τα δικά του» συναθροιζόμαστε και πάλι ευλαβικά εκτός πίστας και γαλήνια παραδινόμαστε στην trance δίνη του πιο βρώμικου ήχου που ακούστηκε ποτέ στην περιοχή του αεροδρομίου.
Τα μικρόφωνα είναι ρυθμισμένα στο κόκκινο και από τις δέκα λέξεις του Μάκη καταλαβαίνεις μόλις τις τρεις (και αν είσαι τυχερός). Μπάσο και ντραμς παίζουν ασταμάτητα τον ίδιο ρυθμό, ο οποίος ελαφρά παραλλαγμένος εξυπηρετεί με ευφυή τρόπο τόσο τις «Αμπάρες», όσο και το «Νυχτολούλουδο». Ο θόρυβος που συσσωρεύεται μες στο κεφάλι σου είναι ικανός να στείλει στην κατηγορία του radio friendly οποιαδήποτε σκηνή της Νέας Υόρκης και του Σικάγο, η μετρονομική επαναληπτικότητα των άπειρων πανομοιότυπων σουξέ που πέφτουν βροχή το ένα μετά το άλλο θέτει τον κατάλογο της Tresor σε αχρησία. Αισθάνεσαι ασυναίσθητα ότι το μόνο πράγμα που σε εκφράζει πλέον είναι τα τραγούδια του Χριστοδουλόπουλου και απορείς γιατί δεν είσαι κάτοχος ολόκληρης της δισκογραφίας του. Το «Προσκλητήριο» το προσβάλλεις αν το θεωρήσεις απλά blues και το «Χαμένο Κορμί» ακούγεται μέσα σου λίγο πιο μελωδικό από το μέσο τραγούδι των Black Flag! Όλα αυτά δε, τα μοιράζεσαι με Λαζογερμανούς, που θα συναντήσεις μετά στην έξοδο να οδηγούν Mercedes με φλοκάτες στα καθίσματα (Ναι, υπάρχουν ακόμη!).
Από ένα σημείο και μετά είσαι χωμένος σε έναν ηχητικό εφιάλτη, με φόντο μια ποικιλία από ξανθιά σκυλιά ντυμένα με λωρίδες υφασμάτων που περίσσεψαν από το stock βιοτεχνιών στις δυτικές συνοικίες (THE place to be!) και βάλθηκαν να κάνουν τη νύχτα μας πραγματικά ενδιαφέρουσα, και δεν θέλεις ποτέ να βγεις από εκεί μέσα.
Ο Μάκης φεύγει, το «επιτελείο» του αναλαμβάνει να κλείσει τη βραδιά με μερικά στάνταρ των μπουζουκιών και μας «στέλνει» επιλέγοντας ως τελευταίο τραγούδι το «Πάμε για ύπνο Κατερίνα...». Το γεγονός ότι όλα αυτά επαναλαμβάνονται -και θα επαναλαμβάνονται- κάθε βράδυ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με κάνει αισιόδοξο για το ότι κάποτε θα έχουμε τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε αληθινό πολιτισμό και σε άλλες δραστηριότητες της ζωής μας, πλην αυτών που μας εκτονώνουν.
Θυμίσου...
"'Here they come, the dogs of lust/ out of my mind into my life
somebody should be here to hold me
somebody should be here to show me (show me)"
(THE THE - Dogs Of Lust)