We’ve been involved for quite a while (some 40 years) now…
Των '80s οι εκδρομείς' κάνουν πλέον κι αυτοί σιγά-σιγά τους απολογισμούς τους. Επί σκηνής αλλά και κάτωθεν αυτής. Του Αντώνη Ξαγά.
Οπαλάκιααααα… Του φάνηκε να άκουσε κάποιους σπόνδυλους να τρίζουν ή ήταν ιδέα του; Πάντως τα καθίσματα ήταν αναπαυτικά, βολεύτηκε μια χαρά. Μέχρι και για σταυροπόδι τον έπαιρνε. Είχε κάμποση ώρα μέχρι να σηκωθεί η βαριά μπορντώ αυλαία, απέφυγε να βγάλει το κινητό και να χαθεί στις ζωές των άλλων, το βλέμμα του έπεσε ωστόσο στον διπλανό του ο οποίος χάιδευε νευρικά την οθόνη, έψαχνε στο setlist.fm, η σύγχρονη γαρ συνθήκη μιας συναυλίας (και όχι μόνο) φαίνεται να έχει απολέσει οριστικά το στοιχείο της έκπληξης, του απροσδόκητου, πρέπει όλες μας να είμαστε πλέον προετοιμασμένες για τις εμπειρίες που θέλουμε (και έχουμε πληρώσει, ενίοτε αδρά) να ζήσουμε. Η ματιά του που αφέθηκε να περιπλανηθεί ευρύτερα στον χώρο, τον έκανε να αισθανθεί μεγάλος, όχι επειδή ήταν κι ο ίδιος κάποιο τζόβενο, απλά ήταν σαν να βλέπει του τον εαυτό του σε αντικατοπτρισμό. Ίσως γι’ αυτό οι Άλλοι να είναι η Κόλαση, όπως είχε πει ο αλήστου μνήμης Γάλλος υπαρξιστής. Μας θυμίζουν τη θέση μας στον κόσμο, το μέτρο των πραγμάτων και των μεγεθών. Καθρέφτες, άλλοτε παραμορφωτικοί άλλοτε άσπλαχνα αντικειμενικοί.
Κατά έναν τρόπο, ακόμη πιο έντονο και βαθύ, οι πάσης φύσεως καλλιτέχνες, οι δημιουργοί, οι άνθρωποι που, ασχέτως κινήτρου -μπορεί να είναι από τόλμη, αυτοπεποίθηση, εγωισμό, άγνοια κινδύνου, ευαισθησία, ναρκισσισμό ακόμη, όλα μαζί- εκθέτουν ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους, έναν τέτοιο ρόλο επιτελούν. Μια προβολή για τις ζωές που δεν ζήσαμε, δεν τολμήσαμε, για τα λόγια που δεν είπαμε, ή δεν μπορούσαμε να πούμε. Αναλαμβάνουν αυτοί κι αυτές το φορτίο και το προνόμιο να δοκιμάσουν τα άκρα, τα όρια. Και πληρώνουν και το αντίστοιχο ανάλογο (ή και δυσανάλογο) κόστος.
Ένα τέτοιο some bizzare πλάσμα είναι και ο Marc Almond. Που ξεκίνησε βουτηγμένος στο new wave ηδονισμό για να το μεταλλάξει σε μια πιο 'κλασικότροπη' crooner τραγουδοποιία χωρίς όμως ποτέ να χάσει την αγάπη για το παρακμιακό, το 'φτηνό' το 'άαχημο' ακόμη (δεν έγινε δηλαδή ένας ωραιοπαθής δανδής τύπου Brian Ferry). Και σήμερα; Τι να προσδοκά από αυτόν απόψε το βράδυ, τόσα χρόνια μετά, από τότε που πήρε την πρώτη του κασέτα, άκουσε το πρώτο τραγούδι… Πόσα; ‘Do the math’, όπως παροτρύνει και ο ίδιος ο Marc όταν αργότερα στην σκηνή θα παρουσιάζει τους συνεργάτες μουσικούς του, όλους συνοδοιπόρους δεκαετιών (πλην της προσθήκης των δύο όρθιων αλά-γκόσπελ δεύτερων φωνών). «Καλά κρατιέται» άκουσε μια φωνή από τα πέριξ καθίσματα. Δεν είχε κάνει να αντιτάξει στην παρατήρηση, πράγματι, όχι μόνο κρατιόταν καλά, αλλά και η φωνή άντεχε, ακόμη και στα απαιτητικά σημεία τα κατάφερνε (έστω κι αν μετά χρειαζόταν ένα ποτήρι νερό). Κι αν όχι όμως; Θα είχε τόση σημασία;
Και η συναυλία πήρε τον δρόμο της, με συγκρατημένο ενθουσιασμό στην αρχή, παρά το κέφι και την καλή διάθεση του συγκροτήματος, ήταν και η ψυχρότητα του χώρου (που φέρει το κιτς όνομα «Christmas theater», μολονότι από μια φιλική κοντινή πηγή έμαθε ότι των ιδίων τους άρεσε για κάποιο λόγο) και η απόσταση από την σκηνή. Το πρώτο μέρος, αρθρωμένο σε πιο μινόρε διαθέσεις και drama king προσεγγίσεις, με παλιά κλασικά («The Stars We Are») δίπλα στα οποία κάποια από τα νεότερα κομμάτια ακούγονταν πολύ αδύναμα και φτωχά μελωδικά. Η ένταση ωστόσο και η δοτικότητα με την οποία τα ερμηνεύει στομώνει τις αδυσώπητες κριτικές λεπίδες.
Στο δεύτερο μέρος, μετά το… χάος ήρθαν τα… σουξέ απανωτά («Chaos and the Hits» τιτλοδοτείται άλλωστε η περιοδεία), με πρώτη την διασκευή στο «Something's Gotten Hold of My Heart» του Gene Pitney. Και κάπου εκεί η… τάφρος μεταξύ σκηνής και καθισμάτων άρχισε να γεμίζει, λίγο διστακτικά στην αρχή, δυο, τρεις, σιγά σιγά γίναμε χίλια δεκατρείς (κατά μεγάλη υπερβολή ωστόσο, τόσοι να ήμασταν όλες εκείνο το βράδυ στο θέατρο), παραβλέποντας (ή παρακούοντας καλύτερα) το γεγονός ότι ο ήχος εδώ μπροστά ακουγόταν ακόμη πιο ντενεκεδένιος. «Τραγουδήστε μαζί, θα του άρεσε πολύ και του Gene», παραλίγο να το κάνει κι αυτός, παρόλο που δεν ήταν από τα κομμάτια που του άρεσαν ιδιαίτερα…
Όλα στην πορεία του Almond περιστρέφονται γύρω από τους ήρωες και δασκάλους του, όλοι τους είναι παρόντες-απόντες, με τον τρόπο και την επίδραση του ο καθένας, πανταχού φυσικά και πάνω απ’ όλους ο Ζακ Μπρελ, είτε ο ίδιος (με το μεταμορφωμένο σε ηλεκτρονικό έπος «La chanson de Jacky») είτε διαμεσολαβημένος, ο Scott Walker επίσης, ο David Bowie, ο Marc Bolan, ο ηθικός αυτουργός για το k που έγινε c στο όνομά του (με το «By the Light of a Magical Moon») αλλά και ο πολύ λιγότερο γνωστός στα μέρη μας Rod McKuen στο «Trashy», κι εδώ πάλι η σκιά του Μπρελ, ο Αμερικανός ποιητής και τραγουδοποιός ήταν ο υπεύθυνος κατ’ ουσίαν για την απήχηση που γνώρισε ο Μπρελ στον αγγλόφωνο κόσμο, όντας ο πρώτος που έκανε τις συστάσεις κυρίως με τις μεταφραστικές του μεταλαμπαδεύσεις).
Εν τω μεταξύ είναι μέσα στην πατροπαράδοτη αποτίμηση μιας συναυλίας να μπαίνεις στην διαδικασία να αναζητήσεις αυτό που κατά την προσωπική σου άποψη «λείπει», «θα μπορούσε να ακουστεί», «θα ήθελες να παιχτεί», πάντα υπάρχει, είτε σαν εκζήτηση και επίδειξη γνώσης, άλλοτε έκφραση μιας ερμητικά βιωματικής εγγύτητας, και ναι, δεν λέει το δικό του αγαπημένο «The sea still sings» ούτε το «Orpheus in red velvet», κι ένα σωρό άλλα. Στο μεταξύ πάει και την σκέψη του λίγο πιο μακριά, φαντασιώνεται ότι με λίγο πιο sick sense of humor το «Tainted love» θα μπορούσε να το παίξει με τον τρόπο των Coil (στο κλιπ των οποίων είχε κάνει μάλιστα μια cameo εμφάνιση), να έλεγε και κομμάτια από τις τόσες και τόσες συνεργασίες που έχει κάνει (ένα «Idumea» π.χ. με τον David Tibet), στο τσακίρ κέφι γιατί να μην άφηνε τον κιθαρίστα του, τον Neal X, να εκτοξεύσει κι εκείνον τον αλήστου (με την καλή και την κακή έννοια) πύραυλο των Sigue Sigue Sputnik. Γιατί όχι;
Δεν έχουν μεγάλη σημασία όλα αυτά, είναι απλά παιχνίδια του μυαλού. Άλλωστε του Marc δεν του λείπει το χιούμορ, από την άλλη του λείπει η σοβαροφάνεια (με πιάνω να το θέτω σε αντιδιαστολή με την αγέλαστη στυγνή επαγγελματικότητα ενός Κέιβ π.χ., και ήδη ξέρω σε ποια πλευρά στέκομαι). Επιπλέον έχει μια εντυπωσιακή άνεση πάνω στην σκηνή, στην οποία κινείται σαν ψάρι στο νερό, θα ρίξει και τα χορευτικά του, την… ζεϊμπεκιά του, θα τυλίξει το σάλι στο κεφάλι σαν το τσεμπέρι της θειάς μου της Μαριώς, χωρίς ούτε στιγμή να αφήσει υπόνοια γελοιότητας ή χαβαλέ. Κι αν δεν βρισκόμαστε σε ένα παρακμιακό και… ασταμάτητο καμπαρέ, κι αν ο ερωτισμός μπορεί να έχει ξεθυμάνει σαν μπουκαλάκι από άρωμα που έμεινε ανοιχτό, να έχει χάσει την επιτακτικότητα και την σαρωτικότητά του, ωστόσο έχει κερδίσει σε συναισθηματικό βάθος και μια στοχαστική εσωτερικότητα (όπως καταφέρνει να την προσδώσει ακόμη και σε ένα τόσο έντονα ρυθμικό κομμάτι όσο το «Purple zone») αφήνοντας στο τέλος μια ανθρώπινη, προσιτή και αγαπησιάρικη αίσθηση.
Το οποίο τέλος ήρθε όπως το περίμενε (και όχι λόγω της κλεφτής ματιάς στο σετ-λιστ). Ο Marc είχε χαλαρώσει πια εντελώς, είχε αφεθεί κι απολάμβανε τα κύματα αποδοχής που λάμβανε, έβγαλε και τα γυαλιά που δεν χρειάζονταν άλλο. Take a look at my face for the last time. Που (ευτυχώς; δυστυχώς;) ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι αυτή η τελευταία φορά. «Say hello, wave goodbye». Ένα τραγούδι που λες και γράφτηκε γι’ αυτόν τον σκοπό, ένα μελούργημα αποχωρισμού, για να κουνήσουμε τα χέρια σε αποχαιρετισμό. Ή μήπως σαν χαιρετισμό και καλωσόρισμα; Η επιλογή ανοιχτή, εμείς όμως, όπως και ο Marc ο ίδιος αγαπάμε το δράμα...
(Φωτογραφίες: Νίκος Γαλανός)