Maria João Pires
Μετά από 52 χρόνια στο κουρμπέτι δεν έχεις κάτι να αποδείξεις. Ή μήπως πάντα έχεις; Του Χάρη Συμβουλίδη
Μετά τις αναποδιές της πανδημίας η Maria João Pires ήρθε επιτέλους στην Αθήνα, εντάσσοντας την πολυαναμενόμενη συναυλία που ήταν να δώσει στα μέρη μας στο ολοκαίνουριο Spring Festival του Μεγάρου Μουσικής. Και, όπως αναμενόταν, καταχειροκροτήθηκε στο φινάλε του προγράμματός της, με τα ποδοβολητά, τα μπράβο και όσους σηκώθηκαν όρθιοι στους εξώστες της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» να την πείθουν να παίξει κι ένα μικρό encore, πριν μας καληνυχτίσει οριστικά.
Η Πορτογαλίδα σολίστ κατέφτασε βέβαια μετά βαΐων και κλάδων, ως μία από τις καλύτερες πιανίστριες στον κόσμο (ανεξαρτήτως φύλου, για να μην υπάρξει γλωσσική παρεξήγηση). Ένας οπωσδήποτε βαρύγδουπος τίτλος, που όμως δικαιολογείται από τη συναρπαστική της καριέρα, η οποία κλείνει φέτος τα 52 χρόνια. Από μόνη της, λοιπόν, μια τέτοια δόξα έφτανε και περίσσευε ώστε να γεμίσει την κεντρική αίθουσα του Μεγάρου (όχι πάντως σε βαθμό απόλυτου sold-out). Πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη και τις νύξεις περί συνταξιοδότησης που κάνει τελευταία, οι οποίες άφησαν να πλανηθεί και μια υποψία ότι ίσως να μην έχουμε ευκαιρία να την ξαναδούμε.
Η João Pires έχει τους τρόπους της να δείχνει ευγνωμοσύνη στο κοινό, ωστόσο δίνει ταυτόχρονα και την εντύπωση μιας μάλλον συνεσταλμένης παρουσίας, η οποία αισθάνεται πιο άνετα καθισμένη στο πιάνο, παρά απέναντι στους θαυμαστές: μπαίνοντας στη σκηνή φάνηκε σχεδόν σαν να βιάζεται να πάρει θέση πάνω από τα πλήκτρα. Επίσης, όπως συνηθίζει εδώ και χρόνια, αδιαφόρησε για τον στάνταρ κώδικα των διεθνών κλασικών συναυλιών, ο οποίος «προστάζει» επίσημες βραδινές ενδυμασίες. Ήρθε λοιπόν με τα απλά της, ποντάροντας στα βαμβακερά που αγαπά. Άλλωστε έχει δηλώσει πολλές φορές ότι αυτή η παγιωμένη φόρμα πρέπει πια να αλλάξει, αποκτώντας σαφώς χαλαρότερο χαρακτήρα.
Παρότι ένα μεγάλο μέρος της φήμης που την ακολουθεί βασίζεται στη δουλειά της πάνω στον Μότσαρτ και στον Σοπέν, η João Pires ήρθε στην Αθήνα για να παίξει Σούμπερτ ("Σονάτα για πιάνο αρ. 13 σε λα μείζονα"), Μπετόβεν ("Σονάτα πιάνο αρ. 32 σε ντο ελάσσονα") και Κλωντ Ντεμπυσσύ ("Suite Bergamasque"). Και υπήρξε εντυπωσιακή, προσφέροντας εκτελέσεις που γνώριζαν καλά τα κατατόπια των επιλεγμένων συνθέσεων, μα την ίδια στιγμή πάλλονταν από τη δική της ματιά και από το δικό της ερμηνευτικό «χρώμα».
Πότε επελαύνοντας πάνω στα πλήκτρα σαν Ελαφρά Ταξιαρχία σε ατομική εκδοχή, πότε με μαεστρικές εναλλαγές παύσεων και εντάσεων, πότε με τα μάτια σφαλιστά, πότε σκυμμένη λες και να ψιθύριζε μυστικά στο κλαβιέ έμπροσθέν της, η João Pires έπαιξε σαν μια πραγματικά μεγάλη κυρία του πιάνου. Συνδύασε δηλαδή την άριστη κατανόηση των διαφορετικών δομικών απαιτήσεων που διέπουν τα έργα τα οποία διάλεξε με μια εκπληκτική προσωπική πνοή. Χάρη σε αυτήν αναδύθηκε σοφά η υφέρπουσα μελαγχολία της σονάτας του Σούμπερτ και αποδόθηκε πλήρως η στοχαστικότητα του Μπετόβεν, ακόμα κι αν «σιδερώθηκαν» κάποιες εντάσεις και ορισμένα κοντράστ. Όσο για τον Ντεμπυσσύ αποτέλεσε έναν θρίαμβο της ποιητικότητας, με το πάντα λαοφιλές "Clair De Lune" να ηχεί λαμπερό και αποκαθαρμένο από κάθε τι ζαχαρωμένο, πυροδοτώντας τον πρώτο έκδηλο ενθουσιασμό εκ μέρους του κοινού.
Περισσότερα λόγια μάλλον θα φτωχύνουν την εντύπωση της βραδιάς. Με τις εμφανίσεις της σπουδαίας Πορτογαλίδας να γίνονται όλο και πιο σποραδικές καθώς έχει φτάσει πια τα 77, η ευκαιρία να τη δούμε ζωντανά έχει από μόνη της αξία. Πόσο μάλλον αν συνδέθηκε και με μια συναυλία τέτοιας κλάσης, που επιβεβαίωσε χωρίς πολλά-πολλά ότι ναι, είχαμε πράγματι ενώπιόν μας μία από τις σπουδαιότερες εν ζωή πιανίστριες στον κόσμο.
Φωτογραφία © Caroline Doutre