Φινλανδικός εσωστρεφής νεορομαντισμός
Από το μπαρ των "Πεσμένων Φύλλων" σε μια αθηναϊκή σκηνή. Του Γιάννη Πλόχωρα
22:03. Οι δύο αδελφές Καργιαλάινεν σηκώνουν την κουίντα, βγαίνουν στη σκηνή και τρέχουν τα τέσσερα πέντε βήματα που τις χωρίζουν από τις θέσεις τους. Η Άννα ζαλώνεται την κιθάρα της, η Κάισα πατάει το on στο σύνθι της και ανέκφραστες μπαίνουν στο πρώτο τους κομμάτι, όλα αυτά σε περίπου τρία δευτερόλεπτα. Τι φάση;
Όσοι μαζευτήκαμε Παρασκευοβραδιάτικα στο ισόγειο του Gazarte για την παρθενική εμφάνιση των Maustetytöt στη χώρα μας, ίσα που καταφέραμε να μην αιφνιδιαστούμε, πριν μπούμε ακαριαία στο σύμπαν ενός ήχου που μοιράζει γλυκόπικρες καραμέλες από μηχάνημα: διέπεται από τελεονομική αυστηρότητα εκλύοντας ένα συναισθηματικοκινούμενο περιεχόμενο χωρισμένο σε δίλεπτα ποπ σκαριφήματα, που παίζονται το ένα μετά το άλλο χωρίς πολλά πολλά ή μάλλον χωρίς τίποτα ενδιάμεσα, μπαμ μπαμ τέλος νεξτ.
Κάποια στιγμή παρατηρώ με περιέργεια τις φάτσες ποικίλων ηλικιών, φύλων κι εθνικοτήτων των γύρω μου και όλες είναι χαμογελαστές, σαν να κρατάμε στα χέρια μας πιστοποιημένη βεβαίωση ότι βρισκόμαστε σε ένα κάπου που είναι ιδιαίτερο, και παράλληλα σαγηνευτικό και πολύτιμο.
Δεν είμαστε τελικά και πάρα πολλοί αυτοί οι εμείς βέβαια, καμιά εκατονπενηνταριά να μας κόβω απόψε, όλοι όμως, γκαραντί, ήρθαμε συστημένοι από την σκηνή του μπαρ στην ταινία ‘Πεσμένα Φύλλα’ του Άκι Καουρισμάκι που παίχθηκε το χειμώνα στους κινηματογράφους. Εκεί, για ενάμιση λεπτό, δύο ξανθές μιλλένιαλ κοπελούδες παίζοντας ανέκφραστες έναν σκελετό μίνιμαλ γουέηβ τραγουδιού μας κάρφωσαν στη θέση μας με κοφτές, κοφτερές λεπίδες εκφοράς σε γλώσσα φινλανδική, που θεωρητικά οι περισσότεροι θεατές δεν ξέραμε κι όμως όλοι νιώσαμε ότι καταλάβαμε πολύ καλά. Δεν είναι υπέροχο όταν νιώθουμε πέρα απ' τις λέξεις; Ίσως τόσο που να θέλουμε να το ξαναζήσουμε.
Γι’ αυτό και οι ίδιοι όλοι ψάξαμε μετά στους τίτλους της ταινίας, βρήκαμε το κομμάτι που λεγόταν "Γεννήθηκα να Υποφέρω Ντυμένη με Απογοητεύσεις" και ανακαλύψαμε το ντουέτο Maustetytöt, που τελικά είναι δύο αδελφές από τη Vaala, μια επαρχία στο κέντρο της Φινλανδίας, όπου σπούδασαν μουσική από μικρές και έμαθαν να παίζουν διάφορα όργανα. Στην εφηβεία τους έφτιαξαν το αγγλόφωνο φολκ ποπ ντουέτο Kaneli, κιθάρες, φωνές, φυσαρμόνικα, μπάσο, το οποίο γύρω στο 2011 έγινε κανονικό συγκρότημα με την προσθήκη της μεγαλύτερης αδελφής τους, Μάγια, στα ντραμς. Ο ήχος τους ήταν πλέον κοντά σ' ένα πολύ δημοφιλές στη Φινλανδία κάουντρυ εντ γουέστερν ποπ ροκ ιδίωμα (στις προηγούμενες ταινίες του Καουρισμάκι υπάρχει απαραίτητα μια σκηνή σε μπαρ που κάποιο τοπικό γκρουπ παίζει αυτό το μουσικό στυλ) ώσπου ο Άσκο Κερένεν των παλαίμαχων και καταξιωμένων φινλανδών ρόκερς 22-Pistepirkko τις πέτυχε σ’ ένα μπαρ και τις έπεισε να πάνε στο Ελσίνκι για να ηχογραφήσουν τον πρώτο τους δίσκο. Ο δίσκος, με τίτλο ‘Hazy Days’ κυκλοφόρησε το 2016 με κάποιες έξτρα ίντι πινελιές στην γενική ποπ ροκ κατεύθυνση, αλλά μετά από λίγο καιρό η Μάγια τις εγκατέλειψε, οι Kaneli διαλύθηκαν κι οι δύο αδελφούλες της ιστορίας μας αποφασίζουν εδώ και τώρα τόταλ ρημπράντ: ξεφορτώνονται τα ακουστικά όργανα και υιοθετούν έναν ήχο στηριγμένο στο συνθεσάιζερ. Η κιθάρα φεύγει απ το προσκήνιο, δεν παίζει πλέον μόνο ακκόρντα αλλά και αντιστικτικές φράσεις, συχνά περασμένες από εφφέ. Το κυριότερο όμως είναι ότι το ειδικό βάρος του σχήματος μετατοπίζεται από την Άννα στην Κάισα, η οποία πλέον γράφει και τραγουδάει στα φινλανδικά. Ο συνδυασμός των αναπάντεχων στίχων όπου η διεισδυτική δεινότητα συναγωνίζεται με την κριτική ευστοχία μιας σαρκαστικής ρομαντικής/καλοπροαίρετης νιχιλίστριας με την ταυτόχρονη μουσική δημιουργία του εκάστοτε τραγουδιού όπου οι λέξεις και οι νότες αλληλοϋποστηρίζονται έξοχα από μια μίνιμαλ ηλεκτροπόπ οικονομία, αιχμηρή και αιθέρια μαζί, έκανε αίσθηση. Αρχικά στη Φινλανδία, όπου οι δύο πρώτοι δίσκοι που κυκλοφόρησαν, αν κι ανεξάρτητοι, έγιναν χρυσοί κι από πέρσι μέσω της κινηματογραφικής τους παρουσίας στον υπόλοιπο κόσμο -ήδη έχουν προσκληθεί σε διεθνή μουσικά φεστιβάλ και η εμφάνισή τους στην Ελλάδα είναι στα πλαίσια της πρώτης τους ευρωπαϊκής περιοδείας.
Λάιβ οι Maustetytöt εμφανίζονται πάντοτε με μαύρα συντηρητικά ρούχα άλλων εποχών και δεν χαμογελάνε/λικνίζονται/χαριτωμενιάζουν/ξεφεύγουν π ο τ έ.
Αλλά το γκίλτυ πλέζουρ μου ήταν όταν ανακάλυψα ότι το όνομα που διάλεξαν (και προφέρεται Μάουστε Τιτέτ) στο Γκουγκλ τράνσλεητ αποδίδεται ως 'Spice Girls'. Αυτός ο μιλλένιαλ σαρκασμός με ξεπερνάει.
Πίσω στη συναυλία, σποραδικά η Κάισα ή η Άννα θυμούνται να μας κοιτάξουν, να καλησπερίσουν (στη μέση του σετ αυτό) ή να αυτοσαρκαστούν, πάντα ανέκφραστες, πότε για την εσωστρέφειά τους (σημείωση: η Κάισα έβγαλε όλη τη συναυλία με τις μύτες των παπουτσιών της στραμμένες προς τα μέσα) ή το φινλανδικό φλέγμα ("αν είσαι χαρούμενος, κρύφτο") και πότε για τη θεματολογία και τους στίχους τους (από τους αλκοολικούς και τους αυτόχειρες μέχρι τους θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες αλλά, όπως ρητορικά μας ρώτησε η Κάισα, και τι έγινε, ποιος ξέρει φινλανδικά;).
Κάπου ενδιάμεσα παίξανε και το περιβόητο κομμάτι της ταινίας, χωρίς παρουσίαση, χωρίς πάρλα, χωρίς τίποτα, καπάκι μετά το προηγούμενο, αμέσως πριν το επόμενο -στον αυθόρμητο χαμούλη του κοινού όσο το έπαιζαν δεν κούνησαν βλέφαρο.
Κι έχει κι άλλο, κάπου τελειώνει το σετ κι επί τόπου σταματάνε ευχαριστούν και τρέχουν στα παρασκήνια, όσο γρήγορα είχαν βγει. Λίγο να πρόσεχες αλλού, πουφ! άδεια η σκηνή...
...Για να ξαναβγούν σχεδόν αμέσως μετά από το αναμενόμενα δυνατό μπιζάρισμα κι η Άννα να μας πει δεν θα σας παίξουμε άλλο, ευχαριστούμε! Η Κάισα όμως μάλλον, ίσως, πιθανόν να είχε κέφια (αν και πώς να πεις), οπότε τελικά μας φιλοδώρισαν λίγα τελευταία υπαρξιακά αδιέξοδα ακόμα και μετά, πολύ σωστά μαντέψατε, πουφ! ξανάγιναν καπνός.
23:25. Το όλο σετ κράτησε όσο μια θεατρική παράσταση ή μια κινηματογραφική ταινία χωρίς διάλειμμα. Ίσως όσο πρέπει τελικά να κρατάνε κι οι συναυλίες, όπως σιγοντάρει δίπλα ο αρχισυντάκτης μου. Όμως στις ταινίες δεν σε περιμένουν στην έξοδο οι πρωταγωνιστές, να τους μιλήσεις, να τους ευχαριστήσεις και να σου δώσουν ιδιοχείρως μεμοραμπίλια, κάτι που θα θέλαμε ίσως όσοι είδαμε και νιώσαμε τα ‘Πεσμένα Φύλλα’.
Αποχωρώντας βλέπω μια εντυπωσιακή ουρά, είναι για το μέρτσανταϊς όπου, πουφ!οι αδελφές ξαναεμφανίστηκαν! Κι όλοι αυτοί θέλουν να τις χαιρετίσουν προσωπικά και ίσως να πάρουν κάποιο απ’ τα τρία σιντί που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής ή τα μπλουζάκια τους που βλέπω κρεμασμένα, ένα που δανείζεται το λόγκο του MTV, ένα που παίζει με τη γραμματοσειρά της Barbie κι ένα με πειραγμένο σαν emoji το νεκρό χαμόγελο των Nirvana.
...Δεν πήγα, γιατί προσωπικά ο μιλλένιαλ σαρκασμός που σας έλεγα με ξεπερνάει, μου δείχνει τις αυταπάτες της δικιάς μου ΤζενΕξ κι άστε με ήσυχο μικρά βλαμμένα.
Όμως αυτή η σκληρότητα του αυτοσαρκασμού τους σε συνδυασμό με την σοβαρότητα της αφοσίωσής τους σ’ αυτό που κάνουν είναι, πιστεύω, που βγάζει την πειστικότητα προθέσεων και την εγγύηση ειλικρινούς αποτελέσματος που δεν συναντώνται πλέον ή είναι πολύ σπάνια σε μια εποχή που όλα φαίνεται να έχουνε ειπωθεί πολλές φορές, οπότε τίποτα καταλήγει να μην έχει σημασία. Μίνιμαλ γουέηβ για ποπ αυτιά με κοινωνικές αναφορές και αυτοαναίρεση ίσον Maustetytöt, τέλος. Και χωρίς να καταφύγω καν στα προφανή, το φύλο ή τη γλώσσα ή τη χρονολογία.
Αλλά πιο πολύ απ’ ολ’ αυτά είναι η ουσία, αυτό που τη συν-θλίψη της καθημερινότητας και την κενότητα της ύπαρξης την κάνουν ήχο και τραγούδι μ’ έναν τρόπο που μου βγάζει τόση πικρή γλύκα απόψε, με κάνει να χαμογελάω και να αισθάνομαι δυνατότερος...
"Είναι η παρέα ή ο καιρός που δεν αντέχεις/εκτός κι αν παίρνεις φαρμακευτική αγωγή/λάμπω σαν λυκόφως/ναι μαμά μπορώ"
Αδελφές Καργιαλάινεν, σας αγαπάω.