Mayhem, Mortiis, Diablery
Η μαυρομεταλλική 'Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο, έρχεται είναι κοντά σας’. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Πέρασαν ανεπιστρεπτί τα χρόνια στα οποία ο ακραίος σκληρός ήχος φαινόταν να ανήκει στους λίγους, τότε που και οι Mayhem κουβαλούσαν σκοτεινές ιστορίες και κατάμαυρα βάρη. Μετά από 36 χρόνια πορείας, ωστόσο, συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν εκείνο τον μύθο, που πλέον τους έχει φέρει αγκαλιά με ένα πολυσυλλεκτικό κοινό. Έτσι, ακόμα κι αν μέρος αυτής της ευρύτερης επικοινωνίας κρίνεται επιφανειακό, αντιλαμβάνεσαι γιατί δημιούργησε ενθουσιασμό η είδηση του νέου τους ερχομού σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Το Fuzz άρχισε να γεμίζει μαυροφορεμένα παιδιά από νωρίς, με την ουρά στα ταμεία να ανανεώνεται συνεχώς –κάτι που μάλλον ευθύνεται για την εικοσάλεπτη καθυστέρηση της έναρξης. Οι Diablery εμφανίστηκαν τελικά μέσα σε καπνούς και λιβανίσματα, προσφέροντας ένα άκρως τελετουργικό ξεκίνημα.
Μένοντας επικεντρωμένοι στο περσινό άλμπουμ Candles, οι Αθηναίοι απέδειξαν ότι είναι διαβασμένη black metal περίπτωση. Τους έλειπε όμως το νεύρο και κυρίως το κάτι παραπάνω από το «ξέρω τα βήματα». Με αποτέλεσμα να σε αφήνουν μετέωρο στο μεγαλύτερο κομμάτι του set, στυλωμένο στα πόδια σου σαν Κνίτη σε περιφρούρηση: σε κέρδιζαν ίσως ανά σημεία, μα όχι αρκετά ώστε να αλλάξεις γνώμη. Κάπου έλειπε δηλαδή το βάθος και η πειθώ ότι εκπροσωπούσαν όντως αυτό το τόσο σκοτεινό που υπονοούσε η επί σκηνής τελετουργία. Πάντως δεν έγιναν ποτέ δυσάρεστοι, ούτε κούρασαν, τηρώντας με ακρίβεια το χρονοδιάγραμμα των 40 λεπτών που είχαν ανακοινώσει.
Με βάση τις εμπειρίες της γράφουσας, τώρα, κάθε αναφορά στη συγκεκριμένη συναυλία συνοδευόταν από την απορία για το πώς ήταν ο Mortiis, ο οποίος ακολούθησε τους Diablery. Και είναι απορίας άξιον πώς διατηρεί ένα τέτοιο στάτους στο ακραίο metal, πόσο μάλλον στις μέρες μας, όπου το dungeon synth υποείδος είναι πλέον κάτι το τετριμμένο: με μια απλή αναζήτηση στο YouTube βρίσκεις ολόκληρα δίωρα. Βέβαια παραμένει οικείο, ενώ δύσκολα γίνεται ενοχλητικό. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι ο Νορβηγός καλλιτέχνης είναι ο πρωτοπόρος αυτού του ήχου, όπου έχει χτίσει μια ολόδική του γλώσσα. Την οποία μέσα στα χρόνια κράτησε, ανανέωσε και εγκατέλειψε, πριν ξαναεπιστρέψει στη λεγόμενη Era I μέσα στο 2020, με το άλμπουμ Spirit Of Rebellion.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που έχει τόσο πιστό κοινό, προερχόμενο από πολλές πλευρές του ακροατηρίου που γέμισε το Fuzz. Όπου ήρθε με στόχο να παρουσιάσει μια καθαρά μελωδική και εγκεφαλική εκδοχή των παλιών του dungeon synth αναζητήσεων, στηριγμένη στο Spirit Of Rebellion. Και η αλήθεια είναι πως στάθηκε εξαιρετικά, απορροφώντας σε μέσα σε μια «κινηματογραφική» κι έντονα μυστηριακή διάσταση, χάρη στον συνδυασμό των synths με τα κρουστά που έπαιζε ο μασκοφόρος συνοδοιπόρος του. Δεν ήρθε να ξεσηκώσει ο Mortiis, αλλά περισσότερο για να αποκαλύψει ένα πνεύμα φαντασίας, το οποίο πρόσφερε ακουστική αγαλλίαση, μοιάζοντας με ψυχικό χάδι. Ήταν μια νότα που μόνο εκείνος θα μπορούσε και να δώσει, αλλά και να συντηρήσει στη συγκεκριμένη βραδιά.
Αφού αποχαιρέτησε με ένα απλό μα γενναιόδωρο νεύμα, ξεκίνησε η αλλαγή του σκηνικού για να υποδεχθούμε τους πρωταγωνιστές της συναυλίας –με πρώτο βήμα το ξεγύμνωμα των επιβλητικών ντραμς του Hellhammer. Το set των Mayhem χωρίστηκε σε τρεις διακριτές δράσεις, μπλέκοντας τα κλασικά κι αγαπημένα με νεότερα κομμάτια από τους τελευταίους δίσκους, οι οποίοι διαθέτουν δυναμική να σταθούν αξιοπρεπέστατα, παρότι σίγουρα δεν έχουν την αίγλη των παλιότερων άλμπουμ.
Οι εναλλαγές αποδείχθηκαν πολύ μελετημένες. Τραγούδια λ.χ. όπως το “Falsified And Hated” και το “Μalum” διαδέχθηκαν ή άνοιξαν τον δρόμο για το “Μy Death” και το “Voces Ab Alta”. Στο δεύτερο τμήμα της συναυλίας πρωταγωνίστησαν οι πιο γκράνδε στιγμές των Mayhem, σαν π.χ. το “Freezing Moon” ή το “Life Eternal”, το οποίο στάθηκε αποκορύφωση της συναυλίας. Η τρίτη και τελευταία επιστροφή της μπάντας, πάλι, βαμμένη σε κατακόκκινα χρώματα, μας έφερε αντιμέτωπους με το “Deathcrush”, το “Carnage” και το “Pure Fucking Armageddon”.
Και στις τρεις πράξεις ο Attila Csihar ξεδίπλωσε εξωστρεφείς ερμηνείες, τις οποίες συνόδευσε με έντονα θεατρικές κινήσεις, καθώς στα γρυλίσματά του συμπαραστάθηκαν κοκάλινοι σταυροί, θηλιές και νεκροκεφαλές. Πότε σαν να υποφέρει, πότε σαν να προϋπαντεί κάτι το ανομολόγητο, άλλοτε σαν να ’ναι ο ίδιος που σκορπούσε το Ανυπόφορο, σε άφηνε απολύτως πεπεισμένο πως είχε ό,τι ακριβώς χρειαζόσουν σε μια συναυλία των Mayhem. Ο Necrobutcher, από την άλλη, έμοιαζε σαν να μάχεται με τα riffs καθώς η κιθάρα του βάραινε στα γόνατα, ενώ τα ντραμς του Hellhammer δεν σταμάτησαν να μας ταράζουν ούτε λεπτό κατά την 1,5 ώρα διάρκειας της συναυλίας. Teloch και Ghul, από την άλλη, αγέρωχοι και στιβαροί, έμοιαζαν σαν φύλακες έτοιμοι να ανοίξουν τις Πύλες για την έλευση του Κακού.
Ακόμα λοιπόν κι αν οι Μayhem απομακρύνθηκαν εν καιρώ από τη «βρωμιά» και την τραχύτητα που χαρακτήρισε τα πιο ιστορικά τους χρόνια, έχουν βρει τον τρόπο να είναι εντάξει (και κάτι παραπάνω) απέναντι στον παλιό τους εαυτό. Ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ότι το μέγεθος της νυν φήμης απαιτεί να είναι επαγγελματίες, όχι όμως τυπικοί ή προσποιούμενοι. Εξάλλου παραμένουν δάσκαλοι του είδους, γι’ αυτό και μπόρεσαν να προσφέρουν μια πραγματική και τόσο πολυπόθητη δόση νορβηγικού black metal, η οποία ήταν εμφανώς ουσιαστικότερη σε σύγκριση με τόσες αρχέγονα «φρέσκες» που συναντάμε συχνά.
(Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλακάκη)