Live (με Victory Collapse)
Παρότι μια εμπαθής (όσο και συμπαθής) μερίδα νεκροζώντανων μουσικόφιλων, με ανόητο τρόπο προσπαθεί να παρασύρει τα πλήθη (τα ποια;) σε μένος ενάντια στην ημεδαπή indie τυραννία, που με παρεϊστικο hype και με συμπάθειες που δήθεν ευνοούν το κάθε συγγενολόι, ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις στο εγχώριο μουσικό εναλλακτικό χρηματιστήριο (στο ποιο;), το βράδυ του Σαββάτου μετρούσαμε χωρίς πολύ κόπο κεφάλια στο Fuzz, κι ας επρόκειτο για διπλό live της πιο talk of the scene μπάντας του 2012 και αυτής που σχεδόν έκανε την έκπληξη σε ένα μάλλον κουρασμένο μουσικό είδος (βλέπε post punk- οι ίδιοι οι Victory Collapse το χαρακτήρισαν ως ασαφές και αντιαισθητικό πλέον, αλλά αυτές δεν ήταν ανέκαθεν οι βασικές αρετές του;). Κανένας λόγος ανησυχίας. Οι tribute μπάντες και τα ρεμπετορόκ μαζώματα του Αγγελάκα είναι μονίμως γεμάτες και αυτό έχει σημασία. Ας γκρινιάζουμε για την αποθέωση των Mechanimal από τον μουσικό τύπο, επειδή σίγουρα θα τους οδηγήσει να βγάλουν άπειρα φράγκα, γκόμενες, ναρκωτικά και να προδώσουν το κοινό τους.
Τους Victory Collapse τους είχα δει πριν από δύο χρόνια ως support στους Wire και παρότι ο ήχος τους ήταν τότε αρκετά πιο εντός κλίματος, κάθε άλλο παρά είχα εντυπωσιαστεί. Αυτό άλλαξε ριζικά το πρώτον όταν πριν μερικές βδομάδες άκουσα με καθυστέρηση το βινύλιο τους και οριστικά στα δύο πρώτα λεπτά της προχθεσινής τους εμφάνισης. Σε μια συνέντευξη τους το παραδέχονται και οι ίδιοι (με τα δικά τους λόγια) ότι πλέον -και μετά από όσα όλα συνέβησαν στα 00s- είναι αμήχανο να πατάει η μουσική σου σε όλο το φάσμα του post punk ήχου, είτε ευρωπαϊκού, είτε αμερικάνικού. Ευτυχώς για τους ίδιους, έχουν πλέον μια ελαφρά μεγαλύτερη ροπή προς τον δεύτερο, αλλά και μια βαθιά γνώση του πρώτου, που άλλωστε αποτελεί και το ιδανικό πρότυπο και κυρίως έχουν αφήσει στην άκρη το πάθος με τους Fall (που πάντως υπάρχει ακόμη και καλά κάνει). Εκκωφαντικά στα όρια τους τύμπανα και αρκούντως μπλαζέ φωνητικά έδωσαν την έναρξη μιας σαρανταπεντάλεπτης (αν μετράω καλά) εμφάνισης, που με άνεση μας έπεισε ότι εκτός από γνώση, έχουν και το απαραίτητο πάθος, αλλά και την αντίστοιχα απαιτούμενη τεχνική ικανότητα, για όσους τυχόν ακόμη νομίζουν ότι αυτού του είδους οι μπάντες δεν ξέρουν καν να κουρδίζουν τα όργανα τους.
Ανά τακτά χρονικά διαστήματα το σαξόφωνο του Διονύση Ντάσιου αντικαθιστούσε επάξια και ίσως και καλύτερα τις κιθάρες του ιδίου και ο ήχος του γκρουπ έδειχνε να βρίσκει την ορθά αποπροσανατολισμένη του κατεύθυνση. Με μπόλικες δόσεις από την οργανωμένη παράνοια των Pere Ubu και εδώ, αλλά ποιος μπορεί να διαμαρτύρεται για τέτοιου είδους πράγματα; Τον Γενάρη του 2008 ο Πάνος Πανότας είχε διαβλέψει εξέλιξη μεγάλη σε σχέση με το τότε παρελθόν τους, σήμερα το δεδομένο αυτό ακολούθησε γεωμετρική πρόοδο και αυτό είναι περισσότερο από άξιο αναφοράς. Εκτός από τα συγκροτήματα που δίνουν τα πάντα με τον πρώτο δίσκο και καίγονται, υπάρχουν και αυτά που ο χρόνος κυλάει υπέρ τους και όχι ερήμην τους, καθώς αποτυπώνει τις προσδοκίες τους με πιο πειστικό τρόπο, απομακρύνοντας ελαττώματα που μάλλον οφείλονται στις συνήθειες τους (στην περίπτωση των Victory Collapse ως ελαττωματική συνήθεια εκλαμβάνω τη στυλιζαρισμένη κυριαρχία, που πλέον απουσιάζει εντελώς και από τη μουσική και από τη σκηνική τους παρουσία).
Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να συμβεί αν οι Mechanimal δρούσαν αλλού και όχι εδώ. Ίσως και τίποτε περισσότερο. Διαπιστωμένα η συντηρητική στροφή του κοινού, δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον τεχνοκρατικό ενθουσιασμό του μουσικού τύπου, ακόμη και εκτός συνόρων. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται πόσο παρακάτω μπορεί να πάει το πράγμα από εκεί που κάποτε το άφησαν τύποι όπως ο Trent Reznor και συνεπώς τα με βία 100-120 άτομα του Σαββάτου, δεν τα θεωρώ ούτε αποτυχία, ούτε επιτυχία. Τα θεωρώ δεδομένη πραγματικότητα. Ίσως η επαφή με το εξειδικευμένα σκοτεινό/ηλεκτρονικό (ας του πούμε και γοτθικό, δεν κάνει κακό...) κοινό, που παρότι παρουσιάζεται ως συντηρητικό και κολλημένο, στην πραγματικότητα είναι όχι μόνο καλά συσπειρωμένο, αλλά και επί της ουσίας πιο ανοιχτόμυαλο από ότι ο αοριστολογικός ροκ αχταρμάς, να βοηθούσε. Ίσως πάλι - όπως λέει και ο Θεοδόσης Μίχος- αν διαλυθούν αύριο και δεν ηχογραφήσουν ποτέ ξανά έστω και μια νότα (ΟΚ, χτυπάμε ξύλο) να έχουμε να λέμε κάποτε με δικαιολογημένη έπαρση, ότι -ναι- υπήρξαν οι Mechanimal, τους πήραμε έγκαιρα χαμπάρι, τους ακούσαμε, τους είδαμε, νιώσαμε, έφυγαν και τέλος.
Αριστερά της σκηνής (όπως βλέπαμε εμείς οι από κάτω), ο Τάσος Νικογιάννης με επιμέλεια έχτιζε σε όλη τη διάρκεια το κιθαριστικό παρασκήνιο, χωρίς το οποίο ο ήχος τους δεν θα ήταν επίμονα διακριτός. Δίνει την εντύπωση ότι μπορεί και να προτιμούσε να είναι backstage και να κάνει από εκεί ακόμη πιο διακριτικά την "δουλειά" του. Δεν ξέρω αν υπήρχε η πρόθεση να ακουστούν "τόσο- όσο" οι κιθάρες του ή αν δεν τον βοήθησε ο γνωστός προβληματικός ήχος του Fuzz, αλλά αρκετοί θα τον θέλαμε να ακούγεται πιο δυνατά (ανάμεσα τους και η Ελεάνα Γαρίνη, που υποστηρίζει ότι ποτέ δεν άκουσε κιθάρες, αλλά δεν έχει δίκιο). Στο άλλο άκρο της σκηνής ο Γιάννης 'ΙΟΝ' Παπαιωάννου, σίγουρος και αγχωμένος ταυτόχρονα, ως οργανωτής-μαέστρος του όλου σκηνικού. Χωρίς να χάνει τον έλεγχο του ηλεκτρονικού πιλοτηρίου έκλεψε αρκετές στιγμές για να "χτυπηθεί" πάνω από αυτό και γενικώς έδινε την αίσθηση ότι με τους Mechanimal έχει ολοκληρώσει (σχεδόν οριακά) έναν στόχο που τον είχε θέσει πολλά χρόνια πριν. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι στη φαντασία μου, αλλά εσχάτως και ανατρέχοντας και στην παλιότερη μουσική του με τελική ακρόαση στο τώρα, αισθάνομαι ότι στο Mechanimal υπάρχει πράγματι όλος (και ο καλύτερος) ION σε μία ώρα (και κάτι).
Έχουμε ξεσαλώσει με τον Γιάννη Αγγελάκα να μας πετάει μπουκάλια νερού (ενίοτε με κλειστό καπάκι) και να μας αποκαλεί κανιβάλους. Αλλάξαμε πλεύση και αισθητική άποψη, προσπαθώντας να καταλάβουμε γιατί ο Κ.Β. γυρνάει την πλάτη, ενώ "τραγουδάει" πράγματα που είχαμε την εντύπωση ότι τα είχαμε γράψει εμείς. Αμήχανα αντιμετωπίζουμε την μανία του Boy να περνάν τα πάντα από τα χέρια του και σχεδόν να μην έχει αντιδράσεις όταν φτύνει τις πιο ουσιαστικά εξοργισμένες λέξεις που γράφτηκαν ποτέ από ντόπια πένα. Στον Παντελή των Κ.Υ. καταλήξαμε για την απόλυτη προσομείωση του ροκ-δοξάστε με τα δυσδιάκριτα όρια τραγικού και γελοίου που μόνο σε "ξένους" ροκ performers είχαμε ξαναδεί. Μπροστάρη όμως σαν τον Freddy F. ούτε είχαμε, ούτε νομίζω ότι θα έχουμε ποτέ. Χρειάστηκε να δω live τους Mechanimal και παρά τις καμιά είκοσι-τριάντα ακροάσεις του δίσκους τους να καταλάβω μόλις τώρα τι ακριβώς έρχεται και προσθέτει το συστατικό Freddy στη συνταγή τους και για ποιο λόγο χωρίς αυτόν το αποτέλεσμα δεν θα ήταν αυτό που είναι τελικά.
Μες στο οργανωμένο χάος του ηλεκτρονικού θορύβου και της μετρονομικής τελολογικής υποψίας που διακινεί η μουσική τους σε εξαιρετικές εντάσεις προς και ενάντια του ακροατή, ο Freddie είναι ο cool εκείνος τύπος, που με ένα ανθυπομειδίαμα, μισό νεύμα και δυο κινήσεις του αριστερού χεριού, αποσοβεί τον πανικό, περιγράφει με ψυχραιμία την κατάσταση και προοικονομεί με κυνικότητα την κατάληξη. Εμφανισιακά τόσο γκροτέσκος, όσο και συνηθισμένος, με μια δόση από την post hipster πινελιά της εποχής, αλλά με ακόμη περισσότερες από τη στόφα βετεράνου που αποφάσισε να μιλήσει όταν ήρθε η ώρα και μόνο. Ένας αναλογικός terminator που έρχεται όχι για να καταστρέψει, αλλά για να διηγηθεί το πριν και μετά της καταστροφής, ενίοτε και να σαρκάσει την καταστροφή που τελικά δεν ήρθε. Όχι μόνο οι δικοί του στίχοι, αλλά και αυτοί του ION ερμηνεύονται σαν ένα μονόπρακτο που πρέπει να ακούσεις από την αρχή μέχρι το τέλος. Η φυσική του παρουσία στρέφει την προσοχή του ακροατή σε εντελώς διαφορετικά κομμάτια από αυτά που λόγω της ηχητικής έντασης ξεχωρίζουν στο δίσκο και τελικά ο στόχος των Mechanimal για μη αποσπασματική αντίδραση απέναντι στο υλικό τους, επιτυγχάνεται απόλυτα. Ο Freddie είναι η προς τα έξω εικόνα των Mechanimal, το έλλογο ζώον στην ψυχή της μηχανής, που επιτρέπει να ισχυριζόμαστε ότι έχει πράγματι ψυχή.
Μετά το τέλος του live οι περισσότεροι συμφωνήσαμε ότι θα ήταν καλό μία των ημερών να δούμε και να ακούσουμε τους Mechanimal σε μία πιο "σκοτεινό-κλαμπάτη" εμφάνιση (κάτι σε στυλ Second Skin φαντάζομαι έχουν όλοι στο μυαλό τους, με φώτα και ήχο που δεν θα αφήνουν χώρο για περαιτέρω σκέψεις και θέαση στο χώρο). Οι ίδιοι όμως από τους παραπάνω περισσότερους, αντί ως συνήθως να αντιμετωπίσουμε τη συναυλία ως τον πρόλογο μιας ολοκληρωμένης μέχρι το πρωί εξόδου, επιστρέψαμε στα σπίτια μας όντας με τη διαίσθηση ότι δεν έμεινε κάτι παραπάνω να κάνουμε εκείνο το βράδυ. Και αυτά τα δύο συναισθήματα δεν είναι τόσο αντίθετα όσο φαίνονται.