Who[’s] is Who[on]
Ακατανόμαστο και μόνο για τρελούς
Χους ει και εις χουν απελεύσει (να πόθεν ο τίτλος με τις
δύσχρηστες βρε παιδί μου αγκύλες) και πράγματι δεν υπάρχει διαφυγή της φθαρότητάς μας. Το λέει και ο Σαχτούρης, "το πρωί βλέπεις το θάνατο να κοιτάζει απ' το παράθυρο", δηλαδή σε τι συνίσταται η ύπαρξη αν όχι στη συνειδητοποίηση της ματαιότητας; Κι όμως, ο ποιητής εκτός από το πρωί βλέπει και το βράδυ. Τα αληθινά φιλιά στον κινηματογράφο. Στο ίδιο ποίημα βλέπει "ότι δεν αγαπάει το θάνατο ο κινηματογράφος". Γιατί μέχρι να επιστρέψει ο άνθρωπος στο χώμα, διανύει κύκλο ζωής και δημιουργικής έμπνευσης. Η ειλικρινής τέχνη δεν φτάνει ποτέ στο χώμα, ζει για πάντα, κι αυτή η σκέψη κάθε άλλο παρά μάταιη είναι.
Μάταιο βέβαια είναι να σκιαγραφήσω εγώ τώρα την ιδιοσυγκρασιακή σχέση του Μιχάλη Σιγανίδη με την τέχνη. Όχι μόνο επειδή είναι όσο θεόμουρλος χρειάζεται για να συλλάβει μια μουσικοθεατρική παράσταση σαν το Who[’s] is Who[on] (απάλευτο όνομα), αλλά και γιατί θα έπρεπε να τον έχω παρακολουθήσει περισσότερο (ναι, δεν έφτασαν 20 χρόνια) για να το κάνω. Εντάξει όμως, η μακρά πορεία του μου είναι οικεία και τον έχω ακούσει αρκετά. Βιρτουόζος του κοντραμπάσο (και της κιθάρας), είναι περισσότερο γνωστός ως συνιδρυτής των Χειμερινών Κολυμβητών και των Primavera En Salonico και η αλήθεια είναι πως εκείνες οι μαγικές βραδιές στον Μύλο της Θεσσαλονίκης μαζί τους από τα τέλη 90s, είναι από τις πιο φωτεινές μουσικές αναμνήσεις μου ως φοιτήτριας (ένα ευχαριστώ στη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Αργύρη Μπακιρτζή είναι εδώ αναπόφευκτο).
Πάνω απ' όλα όμως, για μένα ο Σιγανίδης εδώ και 40 περίπου χρόνια ακολουθεί μια πολύ δημιουργική προσωπική πορεία στη δισκογραφία και την επαφή με το κοινό και ζει με συνέπεια στο δικό του σύμπαν. Ένα σύμπαν με άμεσες αναφορές στην αυτοσχεδιαστική τζαζ, τον Frank Zappa, τη βαλκανική μουσική παράδοση, την διεισδυτική και αναρχική ματιά στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, τον οποίο ο Σιγανίδης έχει μελετήσει όσο ελάχιστοι, και γνώριζε προσωπικά από τα τέλη 90s και τα πήγαινε - έλα στην Κυψέλη. Τότε άλλωστε κυκλοφόρησε και "Το Πρωί και το Βράδυ" (1990), παραπομπή στο ομώνυμο ποίημα που έλεγα πριν, στο οποίο επέστρεψε τώρα με το Who[’s] is Who[on] (τι τίτλος είναι αυτός όμως, χίλιες φορές το tracktitling του Aphex Twin στα Analord). Ένα σύμπαν με εκπληκτικές συνεργασίες, όπως αυτή με τον Φλώρο Φλωρίδη και τον Δημήτρη Πολυζωίδη, δηλαδή το "Krok Trio" (1987), ή με τον Γιάννη Μουρτζόπουλο, σκέψεις για τον Heidegger, αγάπη για τον Thelonius Monk, κείμενα για μια επουράνια βέσπα, ένα θρησκόληπτο τζάνκυ και άλλους τέτοιους σουρεαλισμούς με το ψευδώνυμο Μιχάλης Γιαβάσογλου, καθώς και avant jazz πειραματισμούς γερά δεμένους με την λαϊκή κουλτούρα και το sound collage.
Κύριο αισθητικό στίγμα του, μια ματιά στον κόσμο ανάποδα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εκφράσω αυτό. Καυστικό βλέμμα στην πραγματικότητα ρίχνουν (ή προσπαθούν) πολλοί σήμερα και είναι συζητήσιμο κατά πόσο αυτό γίνεται αβίαστα, αν είναι επιτηδευμένο, αποτέλεσμα ελιτισμού και απωθημένων, ή αν είναι γνήσια υπαρξιακή αγωνία. Ο Σιγανίδης όμως πιστεύω πως είναι έξω από αυτή την κουβέντα, γιατί στο μυαλό μου φτιάχνει μουσική σαν να βρίσκεται μονίμως σε στάση κατακόρυφου. Το κεφάλι κάτω, τα πόδια επάνω, το φρύδι ανασηκωμένο, η σάτιρα καυστική, μα ο αυτοσαρκασμός ένα σκαλί πιο πάνω πάντα. Ίσως αυτό κάνει και τη διαφορά. Οι άνθρωποι που δεν τσαλαπατάνε τους εαυτούς τους άλλωστε, δεν έχουν χιούμορ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, εγώ δεν θα μπορούσα να λείψω από το Who['s].. κλπ (αποκλείεται να τον πετύχω ποτέ από μνήμης τον τίτλο). Για όλους αυτούς τους λόγους και για τον Evan Parker. Ναι παιδιά, το άτομο έφερε τον τρελό Άγγλο - θρύλο της free jazz να υποδυθεί τον Samuel Beckett! ΤΡΕΛΑΝΕ ΜΑΣ ΣΙΓΑΝΙΔΗ, ΣΟΥ ΣΥΓΧΩΡΩ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΟΛΑ. Ο Parker δεν είναι απλά ένας εκλεκτός παλαίουρας που κόσμος και κοσμάκης πίνει νερό στο όνομά του και έχει συνεργαστεί με άπαντες όσους θεσμούς της free jazz συνέπεσαν χρονικά μαζί του στον πλανήτη. ΕΙΝΑΙ ο ευρωπαϊκός αυτοσχεδιασμός ο ίδιος. Αυτός κι άλλοι δυο - τρεις δηλαδή, από τα μέσα 60s περίπου που ανέτειλε το είδος, σε συνέχεια του αμερικάνικου κύματος αντίδρασης στη big band, swing μόδα. Από εκεί και πέρα, η ελεύθερη τζαζ άνθισε στη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, τις σκανδιναβικές χώρες και αλλού (και μάλιστα με μεγαλύτερη αποδοχή από ό,τι στην χρονικά πρωτοπόρο, αλλά κοινωνικά συντηρητική Αμερική, το mainstream κοινό της οποίας εν πολλοίς έβλεπε τον αυτοσχεδιασμό ως κάτι ακαταλαβίστικο και γελοίο), αλλά τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον Derek Bailey, τον Evan Parker, τον Peter Brötzmann και τον John Stevens. Με την ευκαιρία, αν με κατηγορήσει κανείς ότι γράφω τις σκέψεις μου για τον Σιγανίδη, τον Parker και την αυτοσχεδιαστική jazz μασκαρεμένες σε live review, θα έχει απόλυτο δίκιο. Εξ ου και πέρασαν τόσες μέρες μετά το who πώς το λένε. Ήθελα λίγο να συγκεντρώσω το μυαλό μου.
Το κεφάλι κάτω λοιπόν, το αίμα στο κεφάλι και πάμε. "Μόνο για τρελούς". Η φωτεινή επιγραφή στην είσοδο του χώρου προειδοποίησε. Εισέρχεστε με προσωπική σας ευθύνη και επίγνωση της μουρλαμάρας του Σιγανίδη. Ο οποίος παρέα με τα "άδοντα παιδία", τους μουσικούς του, γέμισε τον σκοτεινό υπόγειο χώρο με ηλεκτρικό μπάσο και κιθάρα, hammond, νέι, saples, σιτάρ, κρουστά, σαξόφωνα, φωνές, σαρδόνιο χιούμορ, τον "τρελό λαγό", "έναν κόσμο νεκρό", τον "δαίμονα" και πάει λέγοντας, δηλαδή δέκα ποιήματα του Σαχτούρη που έχει μελοποιήσει και που ακούστηκαν για πρώτη φορά όλα μαζί, τη συνοδεία πάντρελων βίντεο, που πλαισίωναν κάθε θεματική ενότητα σαν πολύχρωμες βινιέτες, σαν οπτικοακουστικές κορνίζες θα έλεγα.
Βασική πηγή έμπνευσης ωστόσο αποτέλεσε το ποίημα του Beckett "Τι θα 'κανα χωρίς αυτόν τον κόσμο". Τι θα κάναμε αλήθεια "χωρίς πρόσωπο χωρίς απορίες"; Ειλικρινά δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που ρωτάω όλη την ώρα, σαν την παράσταση. Ναι, το who whatever όλο απορίες ήταν. Για τον κόσμο ανάποδα, την οικογένεια και το ρόλο της γυναίκας, τις μουσικές παραδοσιακές φόρμες και την θέση τους στο σύγχρονο avant-garde (δήθεν;) γίγνεσθαι (με ένα πικρό, λίγο ειρωνικό χαμόγελο αυτό - θέατρο σκιών κολλητά στον Evan Parker έστησε άλλωστε). Αυτό που μ' άρεσε περισσότερο είναι ότι εκείνο το βράδυ στη Στέγη χτίστηκε ένα κλίμα τρυφερότητας, παιδικότητας. Και είναι ακαταμάχητη για μένα η παιδικότητα στους ανθρώπους (σε αντίθεση με την ανυπόφορη ανωριμότητα). Κάθε μέρα παλεύω να κρατήσω και τη δική μου όσο μπορώ.
…Ναι αλλά ο Beckett μιλάει και για "πρόσωπο". Είχε πρόσωπο το ακατανόμαστο έργο; Πολλά. Και πολύτιμα, κάποια μάλιστα ήταν εκτεθειμένα σε βιτρίνες. Καταρχάς, είχε τον τρισμέγιστο Parker - Beckett, ο οποίος μας ισοπέδωσε και μόνο που υπήρχε. Αρκεί να πω ότι μέσα στον τζέρτζελο με τα βίντεο, τους καραγκιόζηδες, το "θηρίο με τα σιδερένια δόντια" και όλο τον μουσικό χαμό, το κοινό ήτο πιο ήσυχο κι από αρνί, μέχρι που έπιασε ο Evan το σαξόφωνο και σόλαρε ξεγυρισμένα. Ε αυτό ήταν, πόσο να αντέξει κανείς. Ξέσπασαν όλοι σε χειροκρότημα. Επίσης, είχε την Σαβίνα Γιαννάτου - αοιδό "μην εγγίζετε" στο μπουντουάρ του περασμένου αιώνα. Η οποία εννοείται ότι ήταν υπέροχη, αν και εγώ την προτιμώ στις περισσότερο low-key, ευαίσθητες ερμηνείες της. Αυτοί οι α λα Maja Ratkje λαρυγγισμοί δεν με ενθουσιάζουν. Δεν τίθεται θέμα τεχνικής αρτιότητας φυσικά, δηλαδή αν δεν μπορεί η θεά Σαβίνα ποιος μπορεί, απλώς προσωπικά ακούω μια επιμονή στη δεξιοτεχνία που λίγο μου χαλάει τη μαγεία (ως προς φαινομενικά αδόκιμο "α λα Ratkje", ναι μεν η Γιαννάτου είναι προγενέστερη, αλλά οι πειραματισμοί της με τους λαρυγγισμούς συμπίπτουν πάνω - κάτω χρονικά με τη δουλειά της Ratkje). Τα άλλα πρόσωπα - installations ήταν η έτερη αοιδός Μάρθα Μαυροειδή, ο Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης, ο Δημήτρης Χαΐνης Αποστολάκης - μυστηριώδης Χαμ και η Ναταλία Μαντά - χήρα Μάνταλα, που ήταν υπεύθυνη και για τα σκηνικά. Όλοι εξαιρετικοί και πάνω απ' όλα με έπεισαν ότι το καταφχαριστιόντουσαν. Σε ό,τι έκαναν, έπεφταν με τα μούτρα και με κέφι.
Ωστόσο, αυτό παραήταν ισχυρό μερικές φορές. Δηλαδή κάποιες στιγμές ένιωθα ότι η θεατρική συνιστώσα του ακατανόμαστου who πονήματος επισκίαζε τη μουσική. Προς το τέλος πχ, στις αναπάντεχες διασκευές του "Last Night A DJ Saved My Life" των Indeep και του "Ο Τρόπος" των Olympians, η αντίδραση του κοινού στο οπτικοακουστικό ντελίριο με τους ηθοποιούς - ανιματέρ και τα πολύχρωμα φώτα ήταν ενθουσιώδης και δικαίως, γιατί όλα αυτά ενσωματώθηκαν άψογα στην παράσταση. Δεν μου μεταδόθηκε ούτε λεπτό η αίσθηση αχταρμά προσωπικά. Απλώς too much going on ρε παιδιά. Ήθελα τη μουσική να αναπνεύσει λίγο περισσότερο. Τελικά όμως και αυτό το είχε σκεφτεί ο Σιγανίδης, γιατί λίγο αργότερα, όταν βγήκαν από τις βιτρίνες τους ο Parker με τη Γιαννάτου και μας τα 'παν παρέα, ζήσαμε την καλύτερη εκδίκηση της αυτοσχεδιαστικής τζαζ.
To who [dunnit] τελείωσε κι έμεινε μια σκέψη. Ότι (αυτή) η τρέλα δεν πάει στα βουνά. Κατοικεί στο μυαλό των ανθρώπων που ζουν τον λόγο και τη μουσική σαν πάθος για τη συντριβή, πορεία αντίθετα στο ρεύμα μα και μοναδική διαφυγή από το γκρίζο. Ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θα ‘καναν "χωρίς αυτή τη σιωπηλή δίνη των ψιθύρων που ασθμαίνει μανιασμένη για βοήθεια γι’ αγάπη". Ανθρώπους που ό,τι κάνουν είναι επειδή δεν μπορούν αλλιώς. Που ζουν στο δικό τους σύμπαν. Σαν τον Μιχάλη Σιγανίδη και τους φίλους του.