They are here, I am no here
Η βίωση μιας συναυλίας εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, πολλές φορές και άσχετους με την απόδοση του ίδιου του καλλιτέχνη. Της Μαριάννας Βασιλείου
Στην «κριτική» (και το βάζω σε εισαγωγικά γιατί το θεωρώ πολύ βαρύγδουπο όρο για να τον χρησιμοποιεί ένας άνθρωπος που δεν έχει τις αναγκαίες θεωρητικές γνώσεις για κάτι τόσο υπεύθυνο) ενός πολιτιστικού γεγονότος τίθεται πάντα το θέμα της κατάστασης του δέκτη. Εάν κάποια παρουσιάζει μια συναυλία (εγώ αυτή των Mogwai στη Θεσσαλονίκη εν προκειμένω) την οποία δεν μπόρεσε να απολαύσει ιδιαίτερα γιατί το μυαλό της ήταν αλλού, αφοσιωμένο σε στρεσογόνες καταστάσεις («τελειώνει η προθεσμία για να καταθέσω την δήλωση συμπλήρωσης φόρου του τάδε - πρέπει να πάω Κουφάλια να καταθέσω την αγωγή της δείνα και να δω τα λεωφορεία για εκεί - αύριο θα βγει ο ΕΦΚΑ και να βάλω λεφτά στην άκρη - να θυμηθώ να κλείσω ραντεβού για μαστογραφία - να δω τι άλλο θα με βρει φέτος - μου λείπει γαμώτο - να διορθώσω το διδακτορικό»), αυτό σημαίνει ότι η συναυλία δεν ήταν καλή ή ότι εγώ απλά ήμουν κακός δέκτης; Ή η συναυλία ήταν κακή, ακριβώς γιατί δεν μπόρεσε να πάρει το μυαλό μου αλλού και να με ταξιδέψει;
Δεν έχω απάντηση επ’ αυτού. Όχι σαφή τουλάχιστον. Έχω ξαναδεί τους Mogwai στο Plisskën το 2015 και ήταν συγκλονιστικοί. Παρά τα όσα λένε οι περισσότεροι, προσωπικά θεωρώ ότι το post-rock ταιριάζει σε ανοιχτούς και όχι σε κλειστούς χώρους. Και αυτό γιατί βρίσκω ότι οι εκρήξεις του χρειάζονται χώρο και ανοιχτωσιά για να αποδοθεί καλύτερα ο λυτρωτικός χαρακτήρας τους. Σε κλειστό χώρο αυτό το στοιχείο περιορίζεται. Σαν το ταβάνι της οροφής να μην αφήνει το συγκρότημα να τα δώσει όλα. Η εμφάνισή τους τότε ήταν μαγευτική: αέρας, μελωδίες να εκρήγνυνται στον ουρανό (see what I did there?) κι εγώ στις πρώτες σειρές να παρακολουθώ αποσβολωμένη.
Αυτό το συναίσθημα κάθαρσης και λύτρωσης δεν το ένιωσα στη συναυλία τους στο Principal. Σίγουρα παίζει ρόλο και το ότι παρακολούθησα τη συναυλία από τον εξώστη και το ότι δεν ήμουν όρθια μες στο πλήθος για να παρασυρθώ από το υπόλοιπο κοινό. Λιτό και λιγομίλητο το συγκρότημα, αλλά σε καμιά περίπτωση παγωμένο: το “thank you so much” και το “cheers” ακούγονταν από έναν χαμογελαστό Stuart Braithwaite σχεδόν μετά από κάθε τραγούδι. Δεμένο και στιβαρό παίξιμο, χωρίς ξεσπάσματα πέραν της μουσικής μεν, αλλά επ’ ουδενί λόγω διεκπεραιωτικό. Όχι εκρηκτικό, αλλά οπωσδήποτε τίμιο.
Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το λάιβ «εξελικτικό», υπό την έννοια ότι περιελάμβανε όλες τις μορφές από τις οποίες έχουν περάσει οι Mogwai: από το κλασικό post rock, όπως το έχουμε στο μυαλό μας (ήρεμες κιθάρες, εξέλιξη της μελωδίας με σταδιακή ένταξη και άλλων οργάνων, κορύφωση μουσικής, ξέσπασμα, επιστροφή στην ηρεμία) μέχρι τις πιο πειραματικές κινήσεις τους, με πλήκτρα και ηλεκτρονικά στοιχεία. Ξεκίνησαν σχετικά ήρεμα, με το “Yes! I Am a Long Way From Home”, το πρώτο κομμάτι που άνοιγε το πρώτο άλμπουμ τους, το “Mogwai Young Team” το μακρινό 1997 και με το σχετικά αισιόδοξο –και σχετικά χορευτικό– “Crossing the Road Material”. Ακολούθησε μικρό στιχουργικό ιντερλούδιο με τα “Party in the Dark” και το “Take me somewhere nice”, το ποπ κομμάτι και το χιτ των Mogwai αντίστοιχα (αν μπορούμε να πούμε ότι οι Mogwai έχουν ποπ και χιτ κομμάτια φυσικά). Επέστρεψαν στην «εναλλακτικότητα» με το κλασικό “I'm Jim Morrison, I'm Dead” και ακολούθησε το “Rano Pano” – κάπου εδώ είδα για πρώτη φορά τα κεφάλια των από κάτω μου να επιδίδονται σε ανελέητο headbanging. Στη συνέχεια, θυμήθηκαν τις καταβολές τους από Brian Eno με το “Don’t Believe the Fife” και το “Hunted by a freak”, για να καταλήξουν στο έτερο κλασικό κομμάτι τους, το “Mogwai Fear Satan”. Συνέχεια με το κλιμακωτό και ευαίσθητο “Every Country’s Sun” και με το αριστουργηματικό “Remurdered”, που κατάφερε για λίγο να με κάνει να ξεχαστώ – ίσως γιατί είναι και ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια των Σκοτσέζων. Το σετ τελείωσε με το “Like Herod”, για να ολοκληρωθεί με ένα δαιμονισμένο εικοσάλεπτο encore με το “My Father, My King”.
Και επαναδιατυπώνω το ερώτημα με το οποίο ξεκίνησα: ένα συγκρότημα είναι υποχρεωμένο να κάνει όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του ακροατηρίου του να ταξιδέψουν με την μουσική του, ακόμα και αν αυτά τα μέλη αντικειμενικά δεν μπορούν να το κάνουν; Ή αρκεί να δώσουν μια τίμια συναυλία, πιστή στο όραμά τους και σε αυτό που θέλουν να κάνουν; Σε καμία περίπτωση δεν εννοώ ότι η συναυλία των Mogwai ήταν κακή. Τουναντίον, το setlist είχε πολύ καλές επιλογές, το συγκρότημα έπαιξε άψογα και η παρουσία του ήταν επιβλητική και στιβαρή. Η επικοινωνία θέλει πομπό και δέκτη – και αν ο δέκτης αδυνατεί για τους δικούς του λόγους να ανταποκριθεί, ο πομπός δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Θα ρίξω λοιπόν το κρίμα πάνω μου που δεν την απόλαυσα και θα περιμένω να τους δω στο μέλλον για να χαθώ στη μουσική τους. Σε ανοιχτό χώρο κατά προτίμηση, για να ξανανιώσω αυτό που βίωσα στην εμφάνισή τους στο Plisskën το 2015.