‘Without Morrissey, The World Dies’
Εντός έδρας ο Μοζ, εκτός έδρας ο Άρης Καραμπεάζης, ο οποίος (ξανα)είδε, ξανα(άκουσε) και εξηγεί πως είχαν (και έχουν) τα πράγματα.
- Λοιπόν τα πράγματα πρέπει να έχουν κάπως έτσι:
Το 2023 η κατάσταση για τους πιστούς του Morrissey είναι καλή έως σχετικά πολύ καλή, όπως διαπιστώσαμε κάνοντας αυτό το εν τέλει μακρινό ταξίδι για το Δουβλίνο. Σίγουρα πάντως είναι καλύτερη από ότι το 2014, οπότε και είχαμε να πάμε απλώς και μόνο μέχρι το κοντινό Φάληρο, για να τον δούμε στο κλειστό του Tae Kwon Do.
Η κατάσταση για τον ίδιο τον Morrissey σίγουρα δεν είναι τόσο καλή όσο αυτός θα ήθελε (ή και θα έπρεπε να είναι), αλλά και για αυτόν είναι σίγουρα καλύτερη από ότι το 2014 (και κάποια αρκετά επόμενα χρόνια).
Ποια είναι η κατάσταση για τους - συνήθεις πλέον - εχθρούς του Morrissey το 2023;
Με ψύχραιμη ματιά θα έλεγα ότι είναι μάλλον άβολη, ίσως για πρώτη φορά στα διάφορα χρόνια και περιστάσεις αυτού του ακήρυχτου πολέμου. Παρότι η προσπάθεια ακύρωσης του δεν βαίνει μειούμενη ούτε σε ένταση, ούτε σε έλλειψη στιβαρών επιχειρημάτων, εν τούτοις στο κάδρο έχει μπει (εκ νέου) ένας Morrissey πο:
1. Κυκλοφορεί ηχογραφεί καλά τραγούδια και δίσκους (ίσως)
2. Δίνει μερικές από τις καλύτερες συναυλίας της solo πορείας του, σίγουρα τις καλύτερες από εκείνες κατά τις οποίες σάρωσε εκ νέου στη σύντομη - όπως αποδείχτηκε - ολική επαναφορά του στα early-to-mid 00s, και αποτυπώθηκαν στο περίφημο ‘Who Put The M In Manchester’ DVD (τρομερό πάντως το ότι τα DVD σήμερα, είναι πιο ρετρό από ότι ακόμη και οι κασέτες).
3. Έχει καλύτερες απαντήσεις, στις ολοένα και πιο ανόητες επικρίσεις
Συνεπώς, και ειδικά ενόψει των 1 και 2 εκ των ανωτέρω (το 3 το έβαλα, επειδή απλώς ήθελα να το αναφέρω) έχει μεθοδευτεί ένα μπασταρδεμένο κατασκεύασμα σε πρόσφατα ο-θεός-να-τα-κάνει reviews για πρόσφατα ο-θεός-τα-έκανε φοβερά και τρομερά live του Θεού Morrissey, το οποίο με απλά λόγια, και κατά την διαστρεβλωτική λογική που του πρέπει, έχει ως εξής:
«Συνεχίζει να είναι στριφνός, μισαλλόδοξος, ρατσιστής και το κάθαρμα που τόσα χρόνια σας λέμε πρώτοι και καλύτεροι εμείς ότι είναι, αλλά ΠΡΟΣΟΧΗ: μπορεί και να σας ξεγελάσει πλέον, επειδή τελικά καταφέρνει και είναι πολύ καλός επάνω στη σκηνή (έχει και τα τραγούδια των Smiths να τον επικουρούν – σ.σ. – αυτό μάλιστα αναφέρεται με τρόπο σαν να μην είναι δικά του τραγούδια!) και κάπως έτσι θα σας φέρει με τα νερά του και θα σας περάσει υποσυνείδητα αυτά που θέλει να σας περάσει... θα σας σαγηνεύσει με λίγα λόγια και θα ξεχάσετε τι σόι και τι μεγέθους μαλάκας είναι».
Κοινώς, ο Morrissey βάζει κρυφά ναρκωτικά στα ποτά των οπαδών του στις συναυλίες του, και περισσότερο στα ποτά των μη οπαδών του και στων εχθρών του ακόμη (θα έχει πολλά να ξοδεύει για ναρκωτικά σε τρίτους φαίνεται), οι οποίοι με αυτό τον τρόπο κινδυνεύουν και αυτοί να μετατραπούν σε οπαδούς του. Άγνωστο βέβαια γιατί ειδικά οι τελευταίοι πηγαίνουν στις συναυλίες του, για να κινδυνεύσουν κατ’ αυτό τον τρόπο.
Θα μας βόλευε οι συναυλίες του να συνεχίζουν να είναι χάλια (όπως πράγματι ήταν για ένα διάστημα, καθώς έχουμε πει), ο ίδιος να παραμείνει ανήμπορος ή και να αυξηθεί η όποια ανημποριά του. ΟΚ δεν λέμε να τον χτυπήσει τερματικά ο καρκίνος, γιατί πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι (σε αντίθεση με τον Morrissey), αλλά τέλος πάντων όταν ακύρωνε την μία συναυλία μετά την άλλη, περισσότερο μας βόλευε.
Με αυτές τις σκέψεις μην έχοντας στο μυαλό μας, ανηφορίσαμε στο μακρινό Δουβλίνο, ανεχόμενοι διαφορές θερμοκρασιών, που άγγιξαν και τους 30 βαθμούς μέσα σε λίγες ώρες από την αναχώρηση έως τον προορισμό, και έχοντας - για τους δικούς μας πάντως λόγους και όχι για τους παραπάνω - ελάχιστες προσδοκίες για την ποιότητα και το πάθος των όσων θα βλέπαμε και θα ακούγαμε, αλλά πάντως όπως και να έχει μια τεράστια λαχτάρα να τον δούμε και να τον ακούσουμε (για τελευταία φορά; έτσι νόμιζα, δεν το νομίζω εν τέλει).
Το Δουβλίνο είναι υπέροχο. Οι pub έρχονται κατά πάνω σου, και δεν χρειάζεται να πας εσύ να τις βρεις. Κάτι άλλο δεν πρόσεξα, αλλά και τι άλλο να θέλει κανείς από μία πόλη; Οι δίσκοι είναι ακριβοί στην Ιρλανδία, αλλά δεν πειράζει. Δεν μας έχουν λείψει άλλωστε.
Αν μη τι άλλο, αιώνιο χαρακτηριστικό του Morrissey είναι η διάψευση των κάθε είδους προσδοκιών εχθρών τε και φίλων, ίσως και να είναι κάποια εμμονή του αυτή.
Και αυτή η εμφάνιση στο Δουβλίνο (η δεύτερη από τις δύο συνεχόμενες βραδιές, στο ίδιο Σαββατοκύριακο), όπως άλλωστε και το σύνολο των συναυλιών που έδωσε στο πλαίσιο αυτής της ιδιόμορφης θερινής UK tour, ήταν τελικά μία απολαυστική διάψευση κάθε προσδοκίας, ακόμη και ενδόμυχα αρνητικής.
Ξεκινώντας από μία παντελώς μπακαλίστικη ψυχολογική ανάλυση, του τύπου ‘δεν μπορούν τα παλληκάρια’, ως προς την στάση του απέναντι στους αντιπάλους του, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Morrissey του 2023 μπορεί να μην έχει συμβιβαστεί, αλλά φαίνεται να έχει κάπως συμφιλιωθεί με ‘όλα αυτά’.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τον ενοχλούν λιγότερο, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι δεν τον εμποδίζουν πλέον να κάνει λιγότερα μεν από αυτά που ήθελε να κάνει, αλλά σίγουρα περισσότερα από όσα θα ήθελαν να κάνει.
- Σας προλαβαίνουμε:
Έχουμε επίγνωση του ότι σε κάθε επόμενη παράγραφο αυτού του κειμένου, εμφιλοχωρεί μια γενική ιδέα περί του ότι συντασσόμαστε με τις διαφόρων ειδών και διαβαθμίσεων θεωρίες συνωμοσίας που ο ίδιος ο Morrissey προτάσσει στο γιατί τελικά γίνονται’ όλα αυτά’. Κατανοούμε επίσης ότι η πιο πρόσφατη εξ αυτών, που ‘όλα αυτά’ τα εκλαμβάνει μεταξύ άλλων και ως ένα μέσο πίεσης, έως και απειλής, για την περιβόητη επανένωση των Smiths, προσιδιάζει με τις θεωρίες του Καζαντζίδη περί του ότι τον είχαν αποκλεισμένο, για να τον πιέσουν να επιστρέψει στις πίστες. Αποδεχόμαστε να υπάρχει η υποψία πως είτε συντασσόμαστε εν όλω ή εν μέρει μαζί του, είτε τον θεωρούμε ψεκασμένο, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει.
Ο Morrissey στο Δουβλίνο παίζει εντός μίας εκ των εδρών για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εντός έδρας (όπως εντός έδρας παίζει στο Manchester, αλλά και στο Los Angeles, ενδεχόμενα κατά περίσταση και στη Ρώμη). Στο Δουβλίνο είναι που παίζει όμως ‘πατρίδα του αίματος’ θα λέγαμε, με κίνδυνο να γίνουμε γραφικοί.
Εξ ου και το φινάλε της συναυλίας ήρθε με ένα θριαμβικό ‘Irish Blood, English Heart’, με φρενήρεις ρυθμούς από όλους. Από εμάς το κοινό στο ευφυώς αποκαλούμενο από τρίτους Moz-pit, από όλα τα μέλη της Moz-band 2023, και φυσικά από τον ίδιο τον Morrissey, που ξεκαθάρισε με σαφή τρόπο ότι εδώ τελείωσαν όλα (για απόψε).
Πέταξε στο πανέτοιμο για αυτή τη στιγμή κοινό του (αυτό στα αριστερά της σκηνής, πάντως όχι σε εμάς), το custom-made για την περίσταση t-shirt Morrissey Dublin, με το οποίο βγήκε στο encore, και δεν επέστρεψε ποτέ για το ‘Sweet And Tender Hooligan’, με το οποίο είχε κλείσει η προηγούμενη βραδιά.
Πριν γίνει αυτό όμως, για πρώτη φορά σε αυτή την tour ακούστηκε το ‘Speedway’, για πολλούς το καλύτερο τραγούδι του solo Morrissey. Όχι για εμένα, αλλά αυτή ακριβώς η εκτέλεση με έβαλε σε σκέψεις.
Για το t-shirt έγινε ο συνήθης πόλεμος από κάτω, από τους πρώτους περίπου 20 που κατάφεραν και το έπιασαν πρώτοι (μαζί με άλλους 19) και πριν γίνει η τελική μανούρα, επενέβη το crew του venue με αποτέλεσμα τελικά να μοιραστεί σε 20 κομμάτια. Fair enough.
- Κάποια πράγματα για το venue, διόλου ασήμαντα για την τελική ποιότητα της ίδιας της συναυλίας, έχουν όντως έτσι:
Το Vicar Street με την πρώτη ματιά φαντάζει ως ένα πολύ μικρό venue, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι σε αυτό θα εμφανιστεί σε λίγες ώρες ο Morrissey, λαμβανομένου υπόψη ότι πριν λίγες ημέρες ο Rick Astley είχε κατακτήσει μια διόλου ευκαταφρόνητη σκηνή του Glastonbury χάρις στις διασκευές των Smiths. Από την άλλη πλευρά είναι ένα venue στο οποίο σχεδόν ντρέπεσαι να μπεις μέσα, ολοκαίνουργιο, πεντακάθαρο και ντιζαηνάτο, που σε «υποχρεώνει» κάθε φορά να ψάχνεις που θα πετάξεις το πλαστικό ποτήρι του ποτού σου, καθώς είναι πράγματι ντροπή να το πετάξεις κάτω. Ο ήχος πέρα από κάθε προσδοκία, η πρόσβαση από έξοδο σε έξοδο, ιδανική για να μπορείς να βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή σε πλεονεκτική θέση χωρίς πολλά-πολλά. Σχεδόν γέλασα με τους 150-200 Ιρλανδούς που είχαν στηθεί στην ουρά του κλειστού ακόμη Vicar Street κανά δίωρο πριν ανοίξουν οι πόρτες. Πρακτικά μπαίνοντας μέσα με σχετική άνεση μία ώρα περίπου πριν από την έναρξη της συναυλίας, we took their que, και ας μην τους γνωρίζαμε. Δεν ξέρω αν ακούγεται εγωιστικό, αλλά για εμάς τους πιστούς του, είναι ιδανικό το ότι ο Morrissey το 2023 ‘εξαναγκάζεται’ να εμφανίζεται σε τέτοιου μεγέθους συναυλιακούς χώρους.
- Κάποια δε άλλα εκ των πραγμάτων, είχαν περίπου έτσι:
Με στοιχειωδώς αντικειμενική κρίση, μπορώ να πω ότι από έναν Morrissey σε ούτως ή άλλως τοπ φόρμα, εκφραστικό και επικοινωνιακό μέχρι εκεί που θέλει και επιτρέπει, η καλύτερη στιγμή της βραδιάς ήταν το ούτως ή άλλως personal favorite ‘Half A Person’.
‘That’s the story of my life’, επαναλαμβάνει σε πεζό λόγο μετά το τέλος του τραγουδιού, και ενώ στην οθόνη εμφανίζονται οι New York Dolls. Κάθε άλλο παρά μυστικό είναι ότι ο Morrissey ακόμη και στις στιγμές που πλησίασε να βρεθεί στην κορυφή του κόσμου, ρούπι δεν κούνησε από τις εφηβικές εμμονές του, που τον κατέστησαν αυτό που εξαρχής είναι, και όχι δήθεν αυτό που έγινε στην πορεία.
Το ίδιο το τραγούδι, και αυτό το βράδυ της Κυριακής, το τραγούδησε σαν να το είχε γράψει μόλις χθες, έχοντας όμως την επίγνωση του ότι είναι ένα τραγούδι πέρα από χρόνους και τόπους. Και τι θα γίνονταν άραγε αν όντως το είχε γράψει μόλις χθες;
Πιθανότατα θα είχε την μέχρι σήμερα τύχη του ‘Sure Enough, The Telephone Rings’ (Who wants my money now?). Ένα υποδειγματικά μορρισσεηκό τραγούδι, που ένα χρόνο τώρα (από τότε που είχε πρωτακουστεί στο Las Vegas), παραμένει όχι τυχόν στα αζήτητα, αλλά στα ιδιώνυμα ακυκλοφόρητα, ήτοι στα περιβόητα πλέον no released Morrissey songs, που κύριος οίδε που και σε τι αριθμό έχουν να φτάσουν (καθώς ήδη μιλάμε για δύο ολόκληρους δίσκους στο ‘συρτάρι της ντροπής’ της μουσικής βιομηχανίας).
Άψογη, άμεση σύνθεση, με πολλά ‘κοψίματα’ στο ρυθμό, με ευθεία αφήγηση και με την προτροπή- εμμονή των τελευταίων ετών ‘You must tell the kids they live in hell now’, να μας υπενθυμίζει σοφά ότι ο Morrissey υπήρξε πάντοτε ένας ολοκληρωτικά wicked messenger, και όχι ασφαλώς ένας μεσοβέζικος άγγελος - εξάγγελος. Ένα ιδανικό εφτάϊντσο, που υποχρεώνεται στα όρια του μη εφικτού. Ας είναι, πάμε παρακάτω.
Λίγο παρακάτω, υπήρχε η κλισέ μεν, μη ανυπόφορη δε στιγμή κατά την οποία όποτε τυχαίνει και πέφτει Κυριακάτικα η συναυλία, η νύχτα του κάθε venue, γίνεται μέρα για τις ανάγκες του ‘Every Day Is Like Sunday’, της στιγμής δηλαδή εκείνης κατά την οποία ο Δημιουργός για δεύτερη φορά στην καριέρα του ξεγελάει και δίνει την εντύπωση ότι δήθεν είναι ένας one pop hit wonder, σαν αυτούς στους οποίους τρέφει αδυναμία, αδιάφορος για το αύριο ή και το επόμενο hit.
Το ίδιο έκανε και στο ‘Vicar Street’. Υποστήριξε την ευκολία και την μαγεία του τραγουδιού, με το ίδιο σθένος με το οποίο π.χ. ο Marc Almond όχι μόνο υποστηρίζει κάθε φορά το ‘Tainted Love’, αλλά και υποκλίνεται σε αυτό. Όποιος λέει ότι αυτό το τραγούδι θα ήταν καλύτερα να έλειπε από τις συναυλίες του Morrissey, και να υπάρχει κάποιο άλλο στη θέση του, έστω και αν αυτό το κάτι άλλο ήταν ας πούμε μία χωρίς φρένα εκτέλεση του ‘Still ill’, λέει ψέματα, θεωρώ. Μάλλον βάσιμα καθώς το ίδιο πράγμα έλεγα κι εγώ για χρόνια.
Διαβάζουμε, και ενίοτε αποδεχόμαστε, εδώ κι εκεί, διάφορες θεωρίες για το ότι τα τελευταία χρόνια ο Morrissey έχει χάσει τους πλέον σημαντικούς από τους μουσικούς που βρέθηκαν δίπλα του, και μέχρι ενός σημείου πράγματι υπήρξε πρόβλημα. Αρκετή η γκρίνια από τους οπαδούς για την απουσία του προπατορικού πλέον Alain Whyte από τις κιθάρες ας πούμε, σε αυτή την tour, και ενώ τα ίχνη του Boz Boorer έχουν ήδη χαθεί στο χρόνο.
Αυτό που διαπιστώσαμε όμως, παρά τις όποιες απουσίες και τις προσθήκες της τελευταίας στιγμής, είναι ότι ο Morrissey, για πρώτη φορά ίσως από την περίοδο του ‘Your Arsenal’, έχει τελικά καταφέρει να στήσει μια young & fresh μπάντα από session μεν, passionate δε μουσικούς, που έχει όχι μόνο τις ικανότητες, αλλά και το attitude να υποστηρίξει τόσο τον μπροστάρη της, όσο και το υλικό του.
Στις κιθάρες ηγείται πλέον ο επίσης καθιερωμένος εδώ και χρόνια Jesse Tobias, και στηρίζει εξυπνότατα η Carmen Vandemberg. Η rhythm section των Juan Gaelano (μπάσο) και Brendan Buckley (drums - τρομερός παίχτης από το L.A. που μόνο με τον Θεό τον ίδιο δεν έχει παίξει) ασκεί μείζονα επίδραση στο ότι ακούμε (επιτέλους) μία μπάντα που παίζει με την δυναμική της εσωτερικής συνοχής, το ακριβώς αντίθετο του χωρίς ψυχή δηλαδή.
Ξεχωρίζει όμως, παρότι εντελώς πρόσφατη προσθήκη στο line-up, η απόλυτα cool παρουσία της Τεξανής Camila Grey στα πλήκτρα, η οποία επί σκηνής είναι όσο star επιτρέπεται να είναι ο οποιοσδήποτε επιχειρεί υπό την περσόνα και τον διακριτικό τίτλου του Morrissey.
Το βιογραφικό της ίσως και να λέει κάποια πράγματα σε ορισμένους, παρότι βέβαια κάποιοι ίσως χαμογελάμε συγκαταβατικά για το ότι η κυρίως μπάντα της (από το 2007) πήρε το όνομα της από το άλμπουμ ‘Uh Huh Her’ της P.J. Harvey, που τότε μετρούσε μόλις τρία χρόνια από την κυκλοφορία του. Όπως και να έχει η τύπισσα σε όλη τη διάρκεια έδειχνε σαν να ήταν από πάντα έτοιμη να αναλάβει τα πλήκτρα στις συναυλίες του Morrissey, και είναι ευτυχές το ότι αυτό τελικά και έγινε.
Και όλα αυτά ενώ η αμέσως επόμενη tour που ανακοινώθηκε για Νότια και Βόρεια Αμερική, με εκκίνηση από το Mexico City στις 10/9 και τερματισμό στη Νέα Υόρκη στις 25/10 (τέσσερις in a row εμφανίσεις στο United Palace Theatre) έχει τον τίτλο ‘40 Years Of Morrissey’, παραπέμποντας ασφαλώς στα 40 χρόνια που έχουν παρέλθει από την κυκλοφορία του ‘This Charming Man’, ως του πρώτου single των Smiths τον Μαϊο του 1983.
Στη σκέψη και μόνο ότι τυχόν θα ακολουθήσει ευρωπαϊκή αντίστοιχη περιοδεία, που δεν θα περάσει από την Ελλάδα για τον οποιονδήποτε λόγο, θα έπρεπε να ανησυχούν πρώτα οι promoters, που θα παραλείψουν, και κατόπιν εμείς, που εκ νέου θα εκδράμουμε.
- Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα πράγματα είχαν κάπως έτσι:
Ο Morrissey ντυμένος με σχεδόν ημιεπίσημο μαύρο πουκάμισο/παντελόνι παλαιάς κοπής, με μία εκκεντρικά ασπρόμαυρη γραβάτα που παραπέμπει ενδυματολογικά στον Oscar Wilde, προσπαθεί να συγκρατήσει περισσότερο το κοινό του, παρά τον εαυτό του πλέον.
Το κοινό του Morrissey στην Ευρώπη είναι περισσότερο μεσήλικο από ότι έχει στο νου του κανείς, μην έχοντας κατά νου βέβαια το πόσο μεσήλικας είναι και ο ίδιος. Εκεί-εκεί στην Νότια Αμερική, παρατηρώ ότι μαζεύει πιτσιρικαρία.
Οι πιστοί είναι πάντοτε πιστοί, αλλά μέσα από συζητήσεις, δημοσιεύσεις και καλώς οργανωμένες εκδηλώσεις αγάπης, κατανοείς ότι δεν είναι απαραίτητα φανατισμένοι, έστω και όταν είναι φανατικοί.
Δηλαδή, όποιος υποστηρίζει ότι ο Morrissey έχει καταφέρει να χτίσει ένα κοινό τυφλών - και προφανώς χαζών - ακολουθητών, το οποίο για διάφορους και διαφορετικούς κάθε φορά λόγους τον λατρεύει άκριτα, ενώ έπρεπε να ζητάει την καύση του σε δημόσια πυρά και δεν ‘πα μετά να τον λατρεύει μετά- θάνατον , θα πρέπει σίγουρα να μας εξηγήσει αν πράγματι αναφέρεται τόσο στον Morrissey, όσο και στο κοινό του ή στις διάφορες κατασκευές περί αυτών, ειδικά την τελευταία πενταετία.
Από εκεί και πέρα, και στα καθ’ ημάς, υπάρχουν σταθερά αυτοί που θεωρούν ότι ο Morrissey δεν θα έπρεπε να παίζει το ‘How Soon Is Now?’ μιας και δεν έχει τον Johnny Marr δίπλα του, και συνεπώς ποτέ αυτό δεν θα ακουστεί σωστά, και λοιπά, και λοιπά.
Υπάρχουν βέβαια και όλοι οι άλλοι (πρακτικά όλοι) που θεωρούν ότι αντίθετα ο Johnny Marr δεν θα έπρεπε να παίζει ζωντανά το ‘How Soon Is Now?’, όπως και κάθε άλλο τραγούδι των Smiths, ειδικά αφ’ ης στιγμής επιλέγει να τα «τραγουδήσει» ο ίδιος.
Θα πω απλά ότι εφόσον δεν θα συνυπάρξουν ποτέ ξανά, καλό θα είναι να το αφήσουν και οι δύο το τραγούδι στην άκρη… και βλέπουμε. Με τα υπόλοιπα ας κάνουν όπως θέλουν και κρίνουν.
Αν είναι να το παίζει πάντως ο Moz το τραγούδι, προτιμώ να ανοίγει με αυτό τις συναυλίες του, όπως έκανε τόσο στο Δουβλίνο, όσο και στις περισσότερες ημερομηνίες της εν λόγω tour, παρά να τις κλείνει με αυτό, όπως έκανε παλιότερα, αφήνοντας για το τέλος την γνωστή γλυκόπικρη επίγευση στον καθένα ξεχωριστά, ανεξάρτητα από το πόσο περισσότερο ή λιγότερο πιουρίστικα τα βλέπει τέτοιου είδους ζητήματα.
Πριν και μετά το τέλος, όπως συνηθίζει, ο Morrissey κρατάει πάντοτε για την πάρτη του την τελευταία κουβέντα. Η οποία συνήθως είναι και η πιο ουσιαστική.
Έτσι λοιπόν την αμέσως επόμενη ημέρα από την δεύτερη συναυλία στο Δουβλίνο, διαπίστωσε και αναρωτήθηκε ταυτόχρονα το προφανές από το προτεκτοράτο του morrisseycentral.com:
‘Sensational shows in Dublin, but the music industry won’t listen’.
Δέκα ημέρες μετά ήρθε ο θάνατος της Sinead O’ Connor και έγραψε μεταξύ άλλων τα εξής χωρίς να φείδεται αυτοαναφορικότητας, ως ο Morrissey που είναι:
‘…why is anybody surprised that Sinnead O’ Connor is dead ?....Tomorrow the fawning forps flip back to their online shitposts and their cosy Cancer Culture and their moral superiority and their obituaries of parroted vomit… all of each will catch you lying on a day like today… when Sinead doesn’t need your sterile slop…’
Στα μέσα της δικής μας συναυλίας, και ενώ την προηγούμενη μέρα είχε ανακοινωθεί ο θάνατος της Jane Birkin, αφιερώνοντας της χρόνο, εικόνες και το προφανές ‘Throwing My Arms Around Paris’, ο Morrissey αποστράφηκε τα συνήθη ‘κοιμήθηκε και ησύχασε’, ‘ανέβηκε στους ουρανούς σαν άγγελος που ήταν’ και μας υποχρέωσε με την σειρά μας, όπως είχε κάνει πρώτος ο ίδιος, όταν χρειάστηκε να μιλήσει για την υποψία του θανάτου του, αναπαράγοντας τα σοφά λόγια πολλών άλλων (μεταξύ αυτών και των Δουβλινέζων, Virgin Prunes, θεωρώ), να του επιστρέψουμε την είδηση περί του ότι: ‘if we die, we die’.
‘That’s exactly the point’ συνηγόρησε και προχώρησε παρακάτω, αφήνοντας μας με το χαμόγελο στα χείλη, παρά το αντικείμενο της σύντομης συζήτησης μας.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα παζλ, το οποίο κάποιοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ειρωνικά ότι τελικώς συνιστά έναν μικρόκοσμο, για κάποιους άλλους είναι ο μικρόκοσμος που πάντοτε επεδίωκαν και ενώ για κάποιος τρίτους σημασία έχει ότι αυτός ο μικρόκοσμος παραμένει εν τέλει αποκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο και δεν μολύνει τον τελευταίο (χα,χα,χα).
Τι θα γίνει λοιπόν με τον υπόλοιπο κόσμο, όταν τελικά ο Morrissey μετατραπεί ολοκληρωτικά σε ένα cult live act, μιας κλειστής λέσχης φανατικών, που μέχρι τότε θα έχουν μετατραπεί και σε φανατισμένους, αποκλεισμένος ακόμη και από τους χαλαρούς κανόνες που διέπουν τα nostalgia acts;
Ένα είναι σίγουρο. If the world dies, the world dies.
Με ή χωρίς Morrissey.