This is not a weeping man
Άντε και του χρόνου να 'μαστε όλοι καλά. Του Άρη Καραμπεάζη
Διάφορα ερωτήματα, διενέξεις, αντεγκλήσεις, δυστυχώς ακόμη και χωρατά (σαφώς άθλιου τύπου) ήγειρε (πριν πραγματοποιηθεί) η εμφάνιση του Nick Cave στην Αθήνα, μαζί με την version 2017 των Bad Seeds, όχι ασφαλώς την πιο αδύναμη, αλλά σίγουρα όχι και την πιο συναρπαστική που έχει υπάρξει σε όλα αυτά τα χρόνια των θεμιτών μεταλλάξεων της σπουδαίας αυτής rock-n-roll μπάντας.
Μιας μπάντας που κατά τη γνώμη του υπογράφοντος γνώρισε το peak της στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90, όπου και ‘όρισε’ το ομαδικό rock-n-roll πνεύμα σε ανάδελφες συνθήκες κατά τις οποίες ο εναλλακτικός κορπορατισμός χτύπησε και γκρέμισε την πόρτα του είδους. Με το κατά πολλούς (count me in) τελευταίο και οριστικό χτύπημα του Let Love In, παρέδωσε ένα rock ‘n’ roll που δύσκολα μπορούσε να προσδιοριστεί χρονικά, στην ορθή λογική του ότι η σπουδαία μουσική δεν έχει, όχι ημερομηνία λήξης, αλλά ημερομηνία κυκλοφορίας.
Σήμερα τους Bad Seeds – αποχωρήσαντες και μη- τους έχει «καταπιεί» ο ούτως ή άλλος εξαιρετικός διαχειριστής της κατάστασης Warren Ellis, και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, ειδικά μετά την αποχώρηση και του Mick Harvey. Η εν λόγω «κατάποση» και τα αποτελέσματα της σε επίπεδο ήχου (και κυρίως όγκου και χώρου που η μπάντα διεκδικεί σε σχέση με τον πρωταγωνιστή, ελάχιστο πλέον κατά τη γνώμη μου) είναι μια χαρά για τις ανάγκες των νέων τραγουδιών, αλλά σαφώς υστερεί σε οτιδήποτε έρχεται από το παρελθόν. Και εδώ δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Το να λέμε ότι πρόκειται για τους καλύτερους Bad Seeds όλων των εποχών κλπ καταλήγει σαφώς στη μάστιγα της άκριτης διαγραφής, που είναι χειρότερη από αυτή της νοσταλγίας τύπου «τότε στο Σπόρτινγκ ήταν όλα καλύτερα» κ.ο.κ.
Όσο γελοίο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο μόλις λίγες ημέρες μετά τη συναυλία, βασική αφορμή – αν όχι μοναδική αιτία- των αντεγκλήσεων υπήρξε το από πολλών μηνών sold out των εισιτηρίων και μάλιστα σε χώρο γηπέδου, με αποτέλεσμα η μισή Αθήνα να ψάχνει εισιτήριο για τον Nick Cave, που για πολλούς μεταφράστηκε ως «η μισή λάθος Αθήνα ψάχνει εισιτήριο για τον Nick Cave», χωρίς κανείς να μπορεί να ξεχωρίσει αν οι ‘λάθος’ είναι αυτοί που έπρεπε να έχουν εισιτήριο και δεν έχουν ή το αντίστροφο. Απίθανα πράγματα. Προφανώς κάποιοι ξεχνάνε ότι ο Nick Cave εμφανίζεται σε γήπεδα στη χώρα μας (και αλλού) εδώ και δεκαετίες. Να εγώ, που είμαι και νέο παιδί, τον πρωτοείδα στο Ιβανώφειο το 1996, όταν κλήθηκα να επιλέξω στρατόπεδο λίγες μέρες μετά από την εμφάνιση των Manowar στον ίδιο χώρο. Και όλοι βλέπουμε τα αποτελέσματα. Βρέθηκα στη λάθος Αθήνα εικοσιένα χρόνια μετά.
Παρότι αυτιστικά σχεδόν συνεχίζω να απολαμβάνω περισσότερο τις συναυλίες των 100-200 ανθρώπων, όταν αυτές αγνοούν την αριθμητική έλλειψη και υπερθεματίζουν στην ουσία της κάθε παρουσίας και ειδικά της παρουσίας του γκρουπ επί σκηνής (είμαι σίγουρος ότι λίγες ημέρες πριν οι Aluk Todolo θα έπαιζαν το ίδιο σοκαριστικά στο Temple έστω και αν από κάτω υπήρχε το προσωπικό του μαγαζιού και μόνο), βρίσκω το παραπάνω παντελώς ανόητο. Το να μας ενοχλεί το sold out του Nick Cave, και στη συνέχεια το να ενοχλούμαστε από όσους ενοχλούνται από αυτό, το να αναρτώνται φωτογραφίες του με στίχους των Πυξ Λαξ και από την άλλη να αιωρούνται υπόνοιες περί ‘ανθρώπων της λαϊκής πίστας’ (τα λέμε και παρακάτω αυτά) που διαβρώνουν την υπόσταση του Αρχηγού είναι ένας φαύλος κύκλος ανοησίας, που όμως θα συνεχίσει να υπάρχει οπότε ας μάθουμε να συμβιώνουμε μαζί του.
Προσωπικά πάντως, εκτός από το κακό που μας έχουν κάνει τα social media και άλλα πολλά εμπριμέ, θεωρώ όλα τα παραπάνω φυσική απόρροια του ότι σχεδόν το 95% (τουλάχιστον) του ενδιαφέροντος γύρω από τη μουσική σήμερα έχει επικεντρωθεί στις συναυλίες.
Συμφωνούμε όλοι ότι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της pop και της rock μουσικής και κάθε παρακλαδιού αυτών έχει όντως γραφτεί on stage. Αυτά είναι Α-Β που την γνωρίζει ο καθένας, δεν χρειάζεται να την επαναλαμβάνουμε. Από εκεί όμως μέχρι τις σαχλαμάρες του τύπου «ο Μεσσίας κατέβηκε στη γη», «η μέρα που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ» κ.λ.π. κ.λ.π. ο δρόμος είναι μακρύς. Και είναι στρωμένος κύρια – ίσως και μόνο- με υπερφίαλες ανοησίες πρωτόγονου ενθουσιασμού, που καταλήγει στα όρια της γηπεδικής τρέλας, η οποία τόσο καλό κάνει στο ροκ-εν-ρολ και στη μουσική εν γένει, όσο ο βρώμικος πάγος στο παλαιωμένο ουίσκι, για να παραμείνουμε και στο θέμα μας. Γενικώς πάντως θεωρώ θετικό το ότι κανείς δεν μπήκε στον πειρασμό να γράψει «ο Nick Cave περπάτησε στα νερά της πλημμυρισμένης Αθήνας και μας έδειξε τον δρόμο προς τη λύτρωση», σεβόμενος προφανώς –αισίως- τα όσα είχαν γίνει νωρίτερα στο υπόλοιπο Αττικής.
Όντας λοιπόν από αυτούς που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι πριν, πέρα και πάνω από όλα σημασία έχουν οι δίσκοι, αποφάσισα να πάω στον Nick Cave για ακόμη μια φορά (και ενώ την τελευταία φορά που τον είχα δει, ένιωσα πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το ξανακάνω) για τον απλό, όσο και σπουδαίο, λόγο που ονομάζεται Skeleton Tree. Αυτό δεν σημαίνει πως είτε θα αναθεωρήσω, είτε πολύ περισσότερο θα απολογηθώ, επειδή θεωρώ αδιάφορο σχεδόν το σύνολο των όσων ηχογράφησε από το 2002 μέχρι το 2016 περίπου.
Με αποκορύφωμα αδιαφορίας το γεροντίστικα κραυγαλέο ροκ των Grinderman, αλλά και το περιβόητο Live From KCRW, όπου μία σειρά καλά και λιγότερο άσχημα τραγούδια από διάφορες περιόδους του περιβάλλονται μία ομοιόμορφα καλοσιδερωμένη αισθητική, η οποία ομοίως κραυγάζει ότι απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο ενδεχομένως δεν μπορεί να υπολογίσει τις αντοχές του απέναντι στις όποιες ακραίες ή μη version του παρελθόντος. Χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Ο Nick Cave έχει το δικαίωμα όχι μόνο να επιλέξει το κοινό του διευρύνοντας το, αλλά εκτός από το να διαμορφώσει, να διαμορφωθεί και ο ίδιος από τις απαιτήσεις του. Ο καθένας το έχει εδώ που τα λέμε.
Προς τι λοιπόν οι απολογίες και το κούνημα του δαχτύλου από διάφορους αυτόκλητους ινστρούκτορες του εγχώριου ροκ σε στυλ «τι θα μας πείτε τώρα εσείς που τον χλευάζατε ως δημόσιο υπάλληλο;» και άλλα τέτοια γλαφυρά; Ούτε ο Nick Cave, ούτε ο Morrissey (έρχεται η σειρά του...), ούτε και κανένας άλλος όχι απλώς δεν είναι, αλλά θεωρώ ότι δεν διεκδικεί καν ο ίδιος, τη θέση και τη φύση του Τοτέμ που τόσο αυθαίρετα του επιφυλάσσουν όσοι γεμίζουν τα κενά της ζωής τους με τα επιτεύγματα των ροκ ηρώων τους. Απλά μαθήματα φθηνής ψυχολογίας νο. 42935.
Πέντε μόλις τραγούδια χρειάστηκαν το βράδυ της Πέμπτης για να ολοκληρωθεί ο κύκλος. Στο τρίτο από αυτά, το Magneto, ο Nick Cave είχε δώσει ήδη την πιο ουσιαστικά συγκλονιστική στιγμή της βραδιάς. Θα μπορούσα να είχα φύγει και να είμαι απόλυτα ευχαριστημένος. Δεν το έκανα ασφαλώς. Με τη λήξη του και αμέσως πριν από την έναρξη του –αδιάφορου πάντως για εμένα- Higgs Boson Blues, βρέθηκα χωρίς πολλά-πολλά λίγες σειρές ακόμη μπροστά, πανέτοιμος να παρασύρω και να παρασυρθώ από τη γνωστή σε όλους μας «συναυλιακή σύμβαση», την οποία – παρά τα παραπάνω περί της αξίας των δίσκων κ.λ.π.- όποιος δεν είναι ικανός να (αφεθεί για να την) ζήσει, καλύτερα να μην ασχολείται με αυτή τη μουσική. Ή τέλος πάντων ας ασχολείται κι όλα, ποιοι είμαστε εμείς να δίνουμε οδηγίες;
Παρόλα αυτά το From Her To Eternity, το τραγούδι που ποτέ δεν αφήνει πίσω του ο Cave όσο «μπροστά» και να βρεθεί από τις καταστάσεις που το δημιούργησαν, με προειδοποίησε ότι το παλιό υλικό καλείται να εξυπηρετήσει περισσότερο τις υποδείξεις των σημερινών Bad Seeds, παρά να επιβεβαιώσει μία αόριστη συνέχεια στην δημιουργική παρακαταθήκη του Αρχηγού. Κάπως έτσι λίγο αργότερα και με το Mercy Seat, το οποίο με τα χρόνια μου ακούγεται σαν να φθίνει σε βαθμό αγωνίας, σαν να έχει βάλει ο ίδιος ο Cave ένα στοίχημα με τον εαυτό του και να προσπαθεί να το απεξαρτήσει ομοίως από κάθε τι που πραγματικά συμβόλισε και ενδεχόμενα ακόμη αντανακλά μέσα του.
Το ίδιο το Mercy Seat σε κάθε επόμενη ζωντανή εκτέλεση του, μου ακούγεται πλέον σαν την απόλυτη στιγμή κατά την οποία ο Nick Cave συμβιβάζεται θέλοντας και μη με τον θρύλο του, ενώ πάνω από όλα επιδιώκει να τον υποτάξει. Η αναιμική του εκτέλεση μου θύμισε ότι ο Cave που έχω στα δύο μέτρα μπροστά μου επί σκηνής απέχει πάρα πολύ ακόμη και από τον ήδη 40άρη Cave που είχα αντικρύσει στο Ιβανώφειο και είχε την ικανότητα να τρομάζει όσους μπορούσαν να τον κοιτάξουν ίσα στα μάτια. That’s how people grow up(?).
Στα Weeping Song και Stagger Lee κάθε κριτήριο έχει πλέον χαθεί σε όποια πλευρά και αν έθεσε εαυτόν ο καθένας, παρότι το τελικό αποτέλεσμα της βραδιάς έδειξε ότι στην πράξη όλοι στην ίδια πλευρά βρισκόμαστε και βρεθήκαμε.
Συνειδητά μετατρέπονται τα δύο παραπάνω τραγούδια σε όχημα για να αγκαλιάσει ο κόσμος τον Nick Cave και κυρίως για να αγκαλιαστεί ο Nick Cave από τον κόσμο. Αυτό πρέπει να γίνει και αυτό έγινε. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό, παρότι είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να συμμετάσχω με κανέναν σχεδόν τρόπο.
Δεν μπορώ να διακρίνω αν η εν λόγω καινοτομία σε αυτή την περιοδεία του Nick Cave τείνει προς τις συνήθειες της λαϊκής πίστας, όπου ο αοιδός καλεί το ποίμνιο να ξεχάσουν όλοι μαζί τους καημούς τους ή αν παραπέμπει στις hardcore punk διδαχές, όπου κοινό και συγκρότημα γίνονται ένα, δεν υπάρχει υπερυψωμένο stage και διαχωριστικά, όλοι αγκαλιάζονται, αγγίζονται, μοιράζονται μικρόφωνο και όργανα, και στο τέλος ενδεχομένως κοιμούνται και στο ίδιο σπίτι. Κανείς από τους 8.000+ που βρέθηκαν στο γήπεδο το βράδυ της Πέμπτης δεν κοιμήθηκε με τον Nick Cave μετά το τέλος του live (απ’ όσο ξέρω δηλαδή), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τόσο η ψυχική, όσο και η σωματική –σε αρκετές περιπτώσεις επαφή, ρωτήστε δα και τη δική μας Ελεάνα Γαρίνη κάπου εδώ γύρω- που είχαν μαζί του ήταν λιγότερο συναρπαστική και καθοριστική για τη συνέχεια της ζωής τους.
Και ποιος μπορεί να μας πει άραγε με περισσή σιγουριά ότι τα όσα συμβαίνουν στις λαϊκές πίστες κάθε είδους είναι σώνει και καλά ευτελή και άνευ σπουδαιότητας ως προς την ένταση των συναισθημάτων; (δεν αναφερόμαστε στα μπουζούκια σώνει και καλά, ο Cave εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον στα καθ’ ημάς αν κάτι έχει κερδίσει είναι το έντεχνο κοινό, τα περί μπουζουκιών κλπ είναι σαχλαμάρες, αλλά και αυτό δεν το κέρδισε με μεθόδους Πυξ Λαξ).
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά περίμενα να ακούσω το Girl In Amber, το τραγούδι που περισσότερο από όλα με είχε συγκλονίσει από το τελευταίο επίτευγμα του Αρχηγού. Η εκτέλεση ήταν μάλλον ασθενική σε σχέση με το Magneto, συνεπώς θα ήμουν κάπως περισσότερο τυχερός αν το τραγούδι είχε προταθεί στις πρώτες θέσεις του playlist. Μετά το Mercy Seat και πριν το encore του Weeping Song, ο Nick Cave βρίσκονταν ήδη για τα καλά στο άλλο μισό του δικού του φεγγαριού. Στο μεταίχμιο μίας καλά (και το λέω με την ...καλή έννοια) οργανωμένης, σκηνοθετημένης και προσχεδιασμένης παράστασης, στη διάρκεια της οποίας η ψευδαίσθηση της κάθαρσης συναλλάσσεται θεμιτά με την ανταλλαγή ενέργειας, κουράγιου και οιονεί δύναμης ανάμεσα σε κοινό και πρωταγωνιστή.
Κανείς δεν λέει ότι όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Το ποια είναι η σημασία τους σε αντιστοιχία με τις ημέρες κατά τις οποίες ο Nick Cave είτε ως Birthday Party, είτε ως πρώιμος Bad Seed «καίγονταν» ανάμεσα στο κοινό του επιδιώκοντας την καταστροφή του και όχι τη λύτρωση του, εναπόκειται στην κρίση και τη διάθεση του καθενός. Ουδεμία ουσιαστική αιτία αντεγκλήσεων βρίσκω και εδώ.
Ο Nick Cave θα βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα σε λίγους μήνες, στο πλαίσιο του Ejekt Festival αυτή τη φορά και στον γνωστό open air χώρο της Πλατείας Νερού. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς και σε αυτή την περίπτωση και για τελευταία φορά σε αυτό το κείμενο. Είναι βέβαιο ότι και τότε θα δώσει ακόμη μία πολύ καλή συναυλία από την οποία άπαντες θα αποχωρήσουν από ενθουσιασμένοι έως συγκλονισμένοι. Ενδεχόμενα να δώσει την ίδια ακριβώς π ο λ ύ κ α λ ή συναυλία που έδωσε και το βράδυ της προηγούμενης Πέμπτης. Το ότι δεν θα αλλάξει ούτε νότα στην ιεραρχία του playlist δεν συνεπάγεται αυτόματα την μετατροπή του brandname Nick Cave & The Bad Seeds σε ένα εργοστάσιο δήθεν προκάτ συναισθημάτων και αντιδράσεων. Αλλά δεν είναι και άμοιρο συνεπειών ασφαλώς.
Σημειώνω ότι η αμέσως προηγούμενη μεγάλη συναυλία που είχα δει στον ίδιο χώρο ήταν αυτή του Morrissey, που εκτός το ότι τον είχε βρει σε κακή φόρμα, είχε και ήχο σαν από τρανζιστοράκι αγορασμένο κάπου πέριξ της Ομόνοιας. Αυτή τη φορά ο ήχος ήταν απροσδόκητα καθαρός και σωστός. Και όχι. Τελικά το γήπεδο δεν έμπαζε νερά. Αποχωρήσαμε στεγνοί. Κάποιοι από εμάς τουλάχιστον.