Nick Cave & Colin Greenwood
Ειπώθηκαν πολλά πριν, στρατόπεδα σχηματίστηκαν, μύδροι εξαπολύθηκαν ένθεν κακείθεν. 'Μετά' είναι η ώρα να μιλήσουν οι παρούσες. Της Χίλντας Παπαδημητρίου και του Μάνου Μπούρα
Songs stripped of the noise
Τελικά, όσο άγριο νιάτο κι αν υπήρξε, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό να βάλει τα καλά του, να καθίσει πίσω από ένα πιάνο και να ξεγυμνώσει την ψυχή του στο κοινό. Εδώ το έκανε ο Bruce, στο Μπρόντγουεϊ μάλιστα. Αυτά και άλλα πολλά σκεφτόμουν καθώς έβλεπα τον πρώτο εξώστη να γεμίζει με αργούς ρυθμούς γύρω μου, το βράδυ της Δευτέρας 4 Ιουνίου 2024. Πήγα κι εγώ στον Nick Cave χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία. Και επειδή βρήκα την τελευταία στιγμή ένα ορφανό εισιτήριο από μια φίλη, δεν μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω το setlistτων δύο προηγούμενες συναυλιών. Διότι αυτό ήταν: concerts, όχι gigs. Αναρωτιόμουν, λοιπόν: τι έχει διαλέξει να τραγουδήσει, πώς θα το ερμηνεύσει και τι δουλειά έχει σ’ αυτή τη συναυλία ο μπασίστας των Radiohead, Colin Greenwood.
Η σκηνή ήταν γυμνή εκτός από ένα πιάνο Steinway στην αριστερή μεριά και τον ενισχυτή του μπάσου στα δεξιά. Προσπαθούσα να υπολογίσω την ηλικία του κοινού στον εξώστη, οι περισσότεροι ήταν 35-50, λιγότεροι ακόμα πιο μεγάλοι, και πολύ λιγότεροι πραγματικά νέοι, κάτω των 25. Ένα τέτοιο ζευγάρι κάθισε δίπλα μου και όλο σιγομουρμούριζε ανταλλάσσοντας σχόλια και, φυσικά, αδιαφορώντας για την απαγόρευση κινηματογράφησης ή λήψης φωτογραφιών, ήταν συνέχεια με το κινητό ανά χείρας. Δεν θέλησα να χαλάσω τη διάθεσή μου, κάνοντας τους παρατήρηση, αλλά δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ το προφανές: ότι οι zoomers, η Generation Ζ, απολαμβάνει μόνο ό,τι φωτογραφίζει.
Τέρμα οι γκρίνιες. Η βραδιά ήταν μαγική. Ο Nick Cave ήταν σε μεγάλα κέφια και, όπως μας εξήγησε, θα έπαιζε την απογυμνωμένη εκδοχή των τραγουδιών του, όπως τα παρουσίαζε αρχικά στους Bad Seeds ή στους εκάστοτε συνεργάτες του. Για να εισχωρήσουμε μαζί του στην ουσία τους, στον πυρήνα τους, πριν στολιστεί από «the noise of the band». Και ξεκίνησε ιδανικά, με το ‘Girl in Amber’, από το άλμπουμ ‘Skeleton Tree’, ένα τραγούδι με ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, τρομακτική σχεδόν, καθώς περιγράφει μια κοπέλα αιχμαλωτισμένη σε κεχριμπάρι, σαν μια αράχνη που είχε δει ο Cave στο σπίτι του Warren Ellis. Σε μια διάλεξη με τίτλο ‘The Strange Life of the Love Song’, εξηγεί πως αργότερα συνειδητοποίησε ότι η κοπέλα αυτή ήταν η γυναίκα του, μετά τον θάνατο του γιου τους. Ακινητοποιημένη από την άφατη θλίψη και το πένθος.
Συνέχισε με το ‘Higgs Boson Blues’, αφού μας εξήγησε τι είναι το μποζόνιο του Χιγκς, το επονομαζόμενο «σωματίδιο του Θεού». Με έναν περίεργο τρόπο, ο Cave εκφράζει από την αρχή της καριέρας του τις πιο αντιφατικά μεταφυσικές απόψεις περί της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του Θεού. Βαδίζοντας ίσως τα χνάρια του Leonard Cohen, εξελίχθηκε σταδιακά σε crooner, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά κακό είναι. Το ‘Jesus of the moon’, από τα ξεχασμένα τραγούδια του ‘Dig, Lazarus, Dig’, έσπασε κάπως τη μελαγχολία στην οποία είχαμε βουλιάξει.
Το setlist ήταν δίκαιο μοιρασμένο για να πιάνει και τους παλιότερους θαυμαστές του που τον άφησαν (μαζί με τον Mick Harvey και τον Blixa), αλλά και τους νεότερους που δέθηκαν στενά με την τελευταία χοντρικά δεκαπενταετία της καριέρας του. Τα ‘Galleon Ship’, ‘Jubilee Street’, ‘I Need You’, ‘Push the Sky Away’ και ‘Waiting for You’, λοιπόν, για τους νεότερους, ‘Mercy Seat’, ‘Weeping Song’, ‘Ship Song’ για τους άλλους. Κι εκεί, κάπου στα μισά της συναυλίας, ανακοίνωσε ότι θα παίξει κάτι των T. Rex – ξέρετε τους T. Rex, μας ρώτησε και έπεσε μια αμήχανη σιωπή. Δεν ξέρω γιατί κρατήθηκα και δεν φώναξα«Mark-fucking-Bolan!» To ‘Cosmic Dancer’ το έχουν ερμηνεύσει υπέροχα ο Morrissey μαζί με τον David Bowie, αλλά και η εκτέλεση του Nick μού έφερε δάκρυα στα μάτια. Τα οποία στέγνωσαν όταν λίγο αργότερα ζήτησε από το κοινό να τον συνοδεύσει χαμηλόφωνα και υπαινικτικά στο ‘Into my Arms’, ένα τραγούδι που μαζί με τα ‘Imagine’, ‘Let it Be’, ‘Blowing in the Wind’ (και μερικά ακόμα που προσπαθώ να ξεχάσω) θα έπρεπε να απαγορευτεί να ακούγονται σε συναυλίες. Για να αποφορτιστούν από την αρνητική χροιά των αμέτρητων διασκευών τους.
Το encore ήταν αληθινά συγκλονιστικό, ένας φόρος τιμής σε συνεργάτες και φίλους που δεν ζουν πια. Το ‘Stranger than Kindness’ της Anita Lane – επιτέλους! κάποτε πρέπει να αναγνωριστεί το ταλέντο αυτής της «ξανθιάς» - και το ‘Shivers’, του Roland S. Howard ο οποίος, όπως μας υπενθύμισε ο Cave, το έγραψε στα 16 του χρόνια. Μετά από δύο ακόμα αναμενόμενα τραγούδια (‘No more shall we part’, ‘Wide Lovely Eyes’), ήρθε η σειρά του ‘Palaces of Montezuma’, από τους βραχύβιους Grinderman. Και έκλεισε με το ‘Carnival is Over’, των ξεχασμένων Αυστραλών Seekers. Το οποίο βασίζεται σε μια ρωσική folk μελωδία, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για εμμονικούς σαν εμένα.
Ο σεμνός Colin Greenwood δεν είχε αρκετά περιθώρια να αποδείξει τη δεξιοτεχνία του, αφού δεν συμμετείχε σε όλα τα κομμάτια. Αλλά όπου έπαιξε, η σφραγίδα του ήταν σαφής, όπως στο ‘Jubilee Street’. Και έγινε φανερό ότι τους δένει μια στενή φιλία και αλληλοθαυμασμός.
Με άριστα το 10 θα βαθμολογούσα τη βραδιά με 11 – αν δεν είχε υποκύψει στον πειρασμό του ‘Into my Arms’.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Νομίζω ότι δεν υπάρχει στην τρέχουσα μουσική πραγματικότητα, έτσι όπως εκφράζεται από τους ακροατές της, καλλιτέχνης περισσότερο αμφιλεγόμενος στη χώρα μας από τον Nick Cave. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια τώρα οι κινήσεις του περνούν από τέτοιο κόσκινο όσο τελευταία, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει κάποιο βήμα στην καριέρα του και να μην κριθεί από τόσες διαφορετικές απόψεις και θεωρίες. Υπάρχει η παλιά φρουρά που τον παρακολουθεί από το ξεκίνημά του σχεδόν (όπου ξεκίνημα θεωρείται στη χώρα μας η έλευσή του με τους Birthday Party για συναυλία το Σεπτέμβριο του 1982), η οποία δεν του συγχωρεί με τίποτα το πέρασμά του σε ένα mainstream ακροατήριο, ό,τι κι αν σημαίνει κι όποιο κι αν είναι το αληθινό του μέγεθος, και υπάρχουν οι υπόλοιποι που τον έμαθαν αργότερα, τον λάτρεψαν αδιαπραγμάτευτα, και τον παρακολουθούν έκτοτε με ποικίλη ένταση και αντιδράσεις.
Η καλλιτεχνική πορεία του Nick Cave είναι ασφαλώς τεράστια, και σε όγκο μα κυρίως σε εκτόπισμα. Το πόσο μας αφορά ακόμη κάθε του νέα κίνηση, δισκογραφική ή άλλη, είναι ανοιχτό σε ερμηνείες και απόψεις. Είναι πολλοί εκείνοι που λένε ότι πάνε πολλά χρόνια τώρα που οι δίσκοι του δεν οφείλουν να αφορούν κανέναν, έτσι όπως παίζουν με ασφάλεια και ελάχιστα ρίσκα στην ηχητική τους διατύπωση. Με άλλα λόγια, η μουσική που βγάζει ο Cave δεν έχει πια – εδώ και πολλά χρόνια δηλαδή, δεκαετίες – κοφτερές γωνίες, ροκ εν ρολ εκρηκτικότητα και επιθετικότητα, κίνδυνο, ανάγκη να προκαλέσει, ζωτική αποστολή να εκφράσει τον πρωταρχικό σκοπό της μουσικής αυτής, ένα κάλεσμα για επανάσταση κι αμφισβήτηση του κατεστημένου. Όμως, πώς θα μπορούσε; Μετά από τόσα χρόνια, πώς είναι δυνατόν να μπορεί να βαράει ακόμη γροθιά στο μαχαίρι; Καλώς ή κακώς, ελάχιστοι το κάνουν πια, ακόμη και οι πιο ιδεολόγοι που πέρασαν από το κουρμπέτι κι έκαναν απόπειρες να καθορίσουν ιδεολογίες και πολιτικές συνειδήσεις.
Στην περίπτωση του Cave πάντως, τα πράγματα είναι αρκούντως ενοχλητικά για τους περισσότερους. Ντύνεται πια με κουστούμια, βάφει τα μαλλιά του, παρίσταται στη βασιλική κηδεία, και πουλάει στους οπαδούς του ό,τι μπορεί να πουληθεί: δε μιλάμε μόνο για δίσκους (που βγάζει με ζηλευτή συχνότητα και συζητήσιμα καλλιτεχνικά αποτελέσματα), μα και κάθε λογής μπιχλιμπίδια που δεν χαρίζουν κάτι στη γενικότερη αίγλη του, κάθε άλλο. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι να απαξιώνεται η συνολική του προσφορά είναι μεγάλη η απόσταση, κι εκθέτει όσους κάνουν λανθασμένη αποτίμησή της. Κι όσο κι αν όλοι έχουν δικαίωμα στη γνώμη τους, υπάρχουν ορισμένες σταθερές που έχουν χαραχθεί πια ανεξίτηλα, και κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τις αμφισβητήσει πετώντας επάνω τους εξυπναδισμούς (sic) και απαξιωτικά πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού, ότι αυτοί ξέρουν καλύτερα από εκείνους που πιστά ακόμη τον ακολουθούν.
Δεν είμαι εδώ για να ισχυριστώ ότι δεν έχει κάνει λάθη (ή για να είμαστε ακριβέστεροι, ολισθήματα) με ορισμένες κυκλοφορίες του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα σάουντρακ που υπογράφει με τον Warren Ellis δεν προσθέτουν κάτι στη δισκογραφία του (και πάλι βέβαια, οι φίλοι της κινηματογραφικής μουσικής ίσως έχουν αντίθετη γνώμη. Ο ίδιος ο Cave επίσης θα διαφωνούσε, εφόσον αυτά είναι που γεμίζουν πιο γρήγορα τον τραπεζικό του λογαριασμό, κι αυτό δεν είναι κακό). Ακόμη, η σειρά χαμηλού προφίλ δίσκων – πέστε τους και υποτονικούς, δεν έχω πρόβλημα – των τελευταίων ετών πιθανώς να μην αγγίζει όσο παλιότερα τους οπαδούς του, αυτό όμως δε σημαίνει ότι έκανε κακώς που τους έβγαλε. Πρώτον γιατί έτσι ένοιωθε μετά τις απώλειες που βίωσε εσχάτως, και δεύτερον, επειδή σίγουρα πολλοί από τους οπαδούς του ταυτίστηκαν με τα συναισθήματα που εξέφραζε μέσα από αυτούς και τους λάτρεψε με την ίδια ή και μεγαλύτερη ένταση. Δεν μας αρέσουν πάντα οι δίσκοι των αγαπημένων μας καλλιτεχνών, κι οπωσδήποτε δεν έχει υπάρξει κανείς μέχρι σήμερα που να μην έχει αυξομειώσεις στην απόδοσή του μετά από τόσες δεκαετίες δράσης.
Αλλά έχω την εντύπωση πώς στη χώρα μας κάποιοι δε θα του συγχωρέσουν ποτέ ότι δεν… έφυγε από υπερβολική δόση, ενώ είχε τόσες ευκαιρίες, μετουσιώνοντάς τον σε ένα αιώνιο είδωλο αγνού και άδολου ροκ εν ρολ πνεύματος. Σήμερα είναι μια μαριονέτα της δίψας του για πλούτο, που έρχεται εις βάρος της συμπεριφοράς του απέναντι στους πραγματικούς του οπαδούς, αυτούς που τον πίστεψαν από τους πρώτους, πριν πλακώσουν εκείνοι που τον έμαθαν από το ‘Red Right Hand’, που άκουσαν παρακολουθώντας το ‘Peaky Blinders’ κι άλλες τέτοιες θεωρίες ελιτίστικης συνομωσίας. Και είναι η δίψα του αυτή που τον έχει κάνει να χρεώνει ένα σκασμό λεφτά για να μπεις σε μία από τις συναυλίες του με τους Bad Seeds, ακόμη δε περισσότερα (πιο συγκεκριμένα, πολύ περισσότερα) για να παρακολουθήσεις μια από τις εν λόγω τρεις που έδωσε στη Στέγη Ωνάση και για τις οποίες θα μιλήσουμε εδώ.
Η τιμή του εισιτηρίου ήταν όντως υψηλή, και από μία άποψη πρωτοφανής για τα δεδομένα της ροκ κοινότητας στην οποία έχουμε την τύχη ή ατυχία να ανήκουμε. Για ένα αντίστοιχο μέλος μιας άλλης κοινότητας σε ένα άλλο κράτος, πιθανώς η τιμή να φαντάζει απόλυτα λογική. Κι αυτό όχι (μόνο) επειδή το εισόδημά του είναι υψηλότερο, οπότε έχει την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα τέτοιο θέαμα, μα κυρίως επειδή γνωρίζει ότι μιας τέτοιας αποκλειστική παράσταση έχει συνεπακόλουθα και τίμημα θεαματικά υψηλότερο από μια συναυλία αρένας. Με απλούς κανόνες εμπορίου (μιας που βρισκόμαστε σε καπιταλιστικό περιβάλλον) κάτι τέτοιο εξηγείται ευνόητα: λιγότεροι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν περισσότερα χρήματα για να βγει οικονομικά ένα event σαν κι αυτό. Αν τώρα θέσουμε προβληματισμό ηθικής τάξης για το αν έπρεπε να συμφωνήσει ο Cave σε κάτι τέτοιο, θα έλεγα σχεδόν κυνικά ότι το κάνει επειδή θεωρεί ότι η Τέχνη του αξίζει τόσο, κι επίσης έχει με τα χρόνια αναπτύξει μια σχέση με τους οπαδούς του που του επιτρέπει να τον ακολουθούν άνθρωποι που θα πλήρωναν όσο-όσο για να τον δουν σε οποιαδήποτε συνθήκη, πολύ δε περισσότερο σε μια ανάλογης ιδιωτικότητας περίσταση.
Όσοι το έκαναν, όσοι έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να είναι εκείνο το βράδυ στην αίθουσα της Στέγης Ωνάση (κι επειδή το χρήμα είναι ένα σχετικό μέγεθος, αν για κάποιους 150 ευρώ είναι εξωφρενικό ποσό, προσωπικά για εμένα είναι εξίσου εξωφρενικό που το διαθέτει κάποιος κάθε μήνα για τσιγάρα π.χ., αλλά αυτό αφορά αποκλειστικά εμένα, δεν κάνω κήρυγμα), βίωσαν μια εμπειρία που ανάλογή της δεν μπορείς να ζήσεις συχνά. Κι αν είναι δεδομένο ότι ο Nick Cave είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς περφόρμερ της πιάτσας, σε μια βραδιά όπου κάνει κάτι διαφορετικό παίζοντας σόλο με ένα πιάνο δείχνει έναν διαφορετικό σκηνικό εαυτό, ο οποίος μας τίναξε τα μυαλά στον αέρα με πρωτόφαντους τρόπους! Κι όσο κι αν το υλικό που ερμήνευσε ήταν πάνω κάτω γνωστό – μα όχι ολοκληρωτικά προβλέψιμο, όπως αποδείχθηκε – κανείς δε μπορούσε να κάνει ασφαλή πρόγνωση για το πώς θα το ερμήνευε. Οι εκτελέσεις λοιπόν ήταν γενικά αρκετά διαφορετικές απ’ όσο θα τις περιμέναμε, λαμβάνοντας υπόψιν εκείνες που είναι καταγεγραμμένες στους δίσκους κι εκείνες που έχουμε επανειλημμένα ακούσει στις συναυλίες του με τους Κακούς Σπόρους.
Όντας ένα ακουστικό σετ, μ’ εκείνον στο πιάνο να διατρέχει με άνεση τον πλούσιο κατάλογό του, εξέπεμπε από τη σκηνή μια πρωτόγνωρη ζεστασιά, έτσι όπως ξεγυμνωνόταν συναισθηματικά μπροστά μας. Όσο ψυχρός επαγγελματίας κι αν είναι στο τέλος της ημέρας, ελάχιστοι μπορούν να τον ανταγωνιστούν, ακόμη και σήμερα, στο δόσιμο της ψυχής που βγαίνει μέσα από τις ερμηνείες του. Εδώ άνετα μπορεί να διαφωνήσει κανείς, να μη διακρίνει μια καλή προαίρεση εκ μέρους του και να ισχυριστεί ότι απλά προσποιείται έναν θερμό θεατρικό εαυτό, μόνο και μόνο γιατί έχει έναν λογαριασμό να ξεπληρώσει απέναντι στο κοινό του που πλήρωσε αδρά για να βρίσκεται εκεί. Είναι καθαρά θέμα οπτικής αυτό, και δε μπαίνει σε διαπραγμάτευση (με τον ίδιο τρόπο που είναι ανούσιο να κάνεις συζήτηση επάνω στην αξία της εμφάνισης με όποιον δεν του αρέσει γενικά ο Cave, ή δεν του γεμίζει το μάτι ο χώρος που έγινε η συναυλία, ή που θεωρεί ότι δεν έχει κάνει κάτι της προκοπής εδώ και πολλά χρόνια, ή που τον χαλάει ότι στην ίδια αίθουσα έχει ένα σωρό άσχετο με τη φάση κόσμο, ενώ εκείνος είναι γνώστης κι ως εκ τούτου υπεράνω κτλ κτλ).
Αν πήγες λοιπόν για να εισπράξεις όσα είχε να δώσει τη συγκεκριμένη βραδιά ο συγκεκριμένος τραγουδοποιός (και βγαίνοντας από το κονσέρτο, αυτό ήταν που τελικά σκεφτόμουν περισσότερο απ’ ό,τι άλλο: τι τραγούδια έχει γράψει ο άτιμος!), πιστεύω ότι έφευγες με κάτι παραπάνω από αίσθημα πληρότητας. Ο Cave απογείωσε το ρεπερτόριό του, χρησιμοποιώντας μάλιστα λιγότερα υλικά, κι αν αυτό δεν είναι κατόρθωμα, ποιο είναι; Άντλησε κομμάτια από ολόκληρη την καριέρα του, από το ‘Shivers’, που όπως μας είπε «έγραψε ο Rowland S. Howard 16 χρονών στο δωμάτιο του σπιτιού που έμενε με τους γονείς του» έως το πιο πρόσφατο ‘Balcony Man’ από τις ημέρες του με τον Warren Ellis να τον συμπληρώνει συνθετικά, περνώντας από τους Grinderman (‘Palaces Of Montezuma’) και μία διασκευή στο ‘Cosmic Dancer’ των T Rex (εξαίροντας την προσωπικότητα και το στίγμα που άφησε στη μουσική συνολικά ο Marc Bolan), μεταξύ πολλών άλλων. Όπου τα πολλά άλλα είναι, επιγραμματικά, απίστευτες εκτελέσεις των ‘I Need You’ (μια ενδεικτική απόδειξη ότι μπορεί ακόμη να γράφει ανατριχιαστικά και βαθιά παθιασμένα κομμάτια), ‘Jubilee Street’ (το οποίο κορύφωσε με χαρακτηριστική άνεση μόνος του, εννοώντας χωρίς 7-8 ακόμη μουσικούς στο πλάι του να το οδηγούν σταδιακά σε σημείο βρασμού), ‘Stranger Than Kindness’ (γραμμένο από την Anita Lane και τον Blixa Bargeld, είπε και κάμποσα συγκινητικά λόγια για το ταλέντο και το πόσο σπουδαία στάθηκε στη ζωή του η πρώτη), ‘The Mercy Seat’ που παραμένει ακόμη ίσως το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα του… 22 κομμάτια έπαιξε συνολικά, κάπου δύο ώρες βρισκόταν μπροστά μας, δε βαρέθηκα ούτε δευτερόλεπτο!
Κάπου εδώ να πούμε (και η απορία είναι πώς άργησα τόσο) ότι δεν ήταν μόνος του επί σκηνής, είχε παρέα του έναν ακόμη μουσικό ο οποίος αποτέλεσε και τον δεύτερο βασικό λόγο να είμαι εκεί. Δεν ξέρω τι είδους ιδέα τον ώθησε να έχει μαζί του τον Colin Greenwood, το θέμα είναι ότι η σύμπραξή τους λειτούργησε άψογα κι έδωσε πολλούς πόντους στο πώς ακούγονταν τελικά τα κομμάτια. Όπως και στη συμμετοχή του στους Radiohead, η συνεισφορά του δεν είναι, τις περισσότερες φορές, τρανταχτά εμφανής, είναι όμως ουσιαστική και ζωτικής σημασίας. Ομοίως, μαζί με τον Cave έκανε διακριτική δουλειά, η οποία όμως δεν κρυβόταν στο βάθος (παρότι δεν έπαιζε σε όλα τα κομμάτια), πώς θα μπορούσε άλλωστε με τόσο παχύ τόνο και έμφαση στην αλλαγή των ακόρντων; Καταφανέστατα, ο Cave γούσταρε πολύ που τον είχε εκεί δίπλα του, τον έκανε να φαίνεται ως συμπρωταγωνιστής του και με το τέλος της βραδιάς ξέραμε καλά ότι ήταν! Δε γνωρίζω αν και πότε θα βρεθούν ξανά μαζί, αλλά ακόμη κι αυτή τη μία φορά που τους είδαμε, έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητό μας ως θρίαμβος μιας δυαδικής δημιουργικής ένωσης που (απ)έδωσε μοναδικές στιγμές σε όσους στάθηκαν μάρτυρές της.
Ως εκ τούτου, μπορεί να πει ο καθένας ότι θέλει για το ποιόν και τα έργα και τις ημέρες και τις κινήσεις και την απληστία και την έλλειψη έμπνευσης και την αλλόκοτη πορεία και το «ωχ αδερφέ, σε βαρεθήκαμε» του Cave. Ο ίδιος τραβάει το δρόμο του γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και κάνει όλα αυτά τα χρόνια, κι όποιος θέλει ακολουθεί. Όποιες αντιρρήσεις κι αν έχουμε τελικά, για ένα πράγμα είμαστε σίγουροι: όταν ανεβαίνει επάνω στη σκηνή, να είσαι έτοιμος ότι θα σε ταρακουνήσει μέχρι τα βάθη της ψυχής σου. Αν δεν τα καταφέρνει, είναι μάλλον επειδή δεν έχεις ένα χέρι (αληθινό ή φανταστικό) να κρατάς όσο τον παρακολουθείς.
Μάνος Μπούρας
(Φωτογραφίες: Ελεάνα Γαρίνη, Μάνια Ζαρογκίκα)