“Κι αν είναι rock το φεστιβάλ, να τον φοβάσαι…”
Τελικά, κατά έναν τρόπο, τα κατάφερε, τον έφερε τον κόσμο (και το ροκ) στα μέτρα τα δικά του. Του Άρη Καραμπεάζη
Δεν θα πούμε κάτι καινούργιο, θυμίζοντας ότι για πολλά χρόνια (έως και δεκαετίες) ήταν αν όχι απαγορευμένο, τότε ως μπανάλ στιγματισμένο, το να ειπωθεί/γραφτεί κάτι για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε μουσικά έντυπα/ site κλπ, που κατά βάση απασχολούνται με την ‘ξένη μουσική’. Πολλώ δε μάλλον κάτι θετικό, έστω και έμμεσα. Είχαμε ξεμείνει με το κλισέ περί του ότι ο Παπακωνσταντίνου δήθεν μπήκε από την πίσω πόρτα στην υπόθεση ελληνικό ροκ κάπου από τις αρχές των 80s μέχρι και τις αρχές των 90s, οπότε και αποφάσισε για δικούς του λόγους να βγει (περί αυτού και παρακάτω) και κάπως έτσι δεν έμειναν στην εθνική ροκ συνείδηση αντ’ αυτού οι Λευκή Συμφωνία (παραδείγματος χάριν), όπως υπό την φυσιολογική ροή των πραγμάτων θα είχε ασφαλώς γίνει.
Ακόμη δε και όταν ήρθη μερικώς αυτή η απαγόρευση, παρέμεινε εν είδει εθίμου ο κανόνας πως για να γράψεις έστω και το πιο απλό πράγμα για τον Παπακωνσταντίνου (όπως το να αποτυπώσεις το κλίμα μιας συναυλίας του, καλή ώρα) θα πρέπει πρώτα να δικαιολογήσεις την απόφαση αυτή, να τοποθετήσεις τον παράγοντα Παπακωνσταντίνου σε ένα πλαίσιο κάπου ανάμεσα στο ότι ξεκίνησε από ροκ συγκροτήματα και στο ότι ακόμη και την εποχή της ‘πίσω πόρτας’ είχε πλάι του καλούς ροκ μουσικούς κ.λπ. .
Δηλαδή και πάλι, έπρεπε να προταχθεί ως πραγματική βάση το ότι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ακόμη και αν δεν είναι, κάποτε υπήρξε ή έστω δικαιούτο να υπάρξει είτε ροκ, είτε ως ροκ. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι δικαιωματιστές του ροκ δηλαδή, που το θεωρούν κάτι ως δικαίωμα μεν, αλλά που περιέργως δεν το αναγνωρίζουν ισότιμα και καθολικά σε όλους. Πάντοτε μας κάνουν έντονη εντύπωση.
Αποκορύφωμα (ή και πάτος του βαρελιού) της παραπάνω τακτικής, υπήρξαν κάτι δηλώσεις του αείμνηστου Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ο οποίος κουτοπόνηρα και για να μην διαμαρτυρηθεί ευθέως που δεν αναγνωρίζεται ο ίδιος ως εκ των πατριαρχών του ελληνικού ροκ, έβγαινε και έλεγε «μας παρουσιάζουν την Monika για ελληνικό ροκ, και δεν μιλάνε για τον Παπακωνσταντίνου, υπάρχει κάποιος πιο ροκ στην Ελλάδα από τον Παπακωνσταντίνου, πείτε μου παρακαλώ…». Και κατόπιν το ξανάλεγε σε κάθε επόμενη συνέντευξη του, καθώς ποτέ κανείς δεν του απάντησε «μα υπάρχεις εσύ ρε Λαυρέντη, μεγάλε πρωτοπόρε ροκά». Του Ροκ οι Θεοί ας τον συγχωρέσουν, τέλος πάντων, τα είχαμε πει και τότε αυτά, απλά τα επαναλαμβάνουμε επειδή τα on line αρχεία εκείνων των μέσων μας άφησαν χρόνους, σε αντίθεση με αυτά του MiC που δεν πεθαίνουν ποτέ (όχι απαραίτητα καλό αυτό σε όλες τις περιπτώσεις). Σημειώνουμε ότι ο Παπακωνσταντίνου, πέραν του ότι τον έβαλε ο Λοΐζος να το τραγουδήσει κάποτε, ουδέποτε ο ίδιος απασχολήθηκε με το αν είναι (στους) ροκ ή όχι.
Ας κάνουμε ένα διάλειμμα στην ανάλυση, που θέλαμε να αποφύγουμε επειδή ακριβώς έχει γίνει η κλισέ ανάλυση που αναφέραμε, για να πούμε ότι η απόφαση του Release Festival να ανεβάσει στην σκηνή του τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, δεν έμεινε άμοιρη ειρωνειών από το ‘παραδοσιακό κοινό’ του φεστιβάλ. Αν υποτεθεί ότι υπάρχει αυτό βέβαια. Θεωρώ δε ότι δεν ήταν και ασύνδετη η επιλογή/ απόφαση αυτή (και σωστά) με το ότι στην έναρξη της περσινής του περιοδείας για τα 50 χρόνια του στην μουσική, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έδωσε στο Καλλιμάρμαρο μία από πιο σαρωτικά ογκώδεις συναυλίες των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα, από εγχώριο όνομα, που αν θέλαμε να συνεχίσουμε τα κλισέ θα λέγαμε ότι πέτυχε καθίζηση των μαρμάρων κατά μερικά εκατοστά. Κάπως σαν να μας έκλεισε το μάτι ο Παπακωνσταντίνου, και να μας είπε ‘αράξτε λίγο τη φάση σας και το ζοριλίκι σας, γιατί κάπως έτσι το κάνω εγώ εδώ και κάτι αιώνες, και να που αν θέλω το ξανακάνω’. Και όχι απαραίτητα στο επόμενο φεστιβάλ της ΚΝΕ. Όπερ και εγένετο.
Με αυτά και με αυτά, σε διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών, πέτυχα να δω τον Παπακωνσταντίνου live τρεις συνολικά φορές, και ενώ μέχρι τότε (και παρότι τον είχα δει για πάνω από 20-25 φορές συνολικά), είχα να βρεθώ σε συναυλία του για τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Η ενδιάμεση στάση ήταν σε κλειστό χώρο, και συγκεκριμένα στο Θέατρο Βέμπο, όπου ο τίτλος της παράστασης ‘Οι Μπαλάντες του Βασίλη’, ήταν μια μάλλον ατυχής επιλογή, σε σχέση με το συναισθηματικό εύρος κάθε επιλογής και κάθε επιμέρους ερμηνείας της βραδιάς. Εκεί ο Παπακωνσταντίνου με συγκλόνισε εκ νέου, την στιγμή που η εμφάνιση στο Καλλιμάρμαρο, παρά το επιβλητικό της παραγωγής και της προσέλευσης, μου είχε αφήσει την αίσθηση πως ο γητευτής των γηπέδων που είχα γνωρίσει από παιδί, είναι πλέον όχι απλώς πολύ, αλλά υπερβολικά μεγάλος για κάτι τέτοιο.
Τρία χρόνια νεότερος του Iggy Pop σε πραγματική ηλικία, συνεπώς σχεδόν συνομήλικος του στην ηλικία που είδαμε τον τελευταίο στη σκηνή του Release για τελευταία φορά πριν δύο χρόνια, και κάπως μας προβλημάτισε με την ψυχοσωματική του κατάσταση. Ο Παπακωνσταντίνου βέβαια πάντοτε υπήρξε αρκετά πιο… στατικός στη σκηνή από ότι ο Iggy Pop, και ενώ αυτό που είχαμε χάσει όσοι δεν τον παρακολουθήσαμε live τις δύο-δυόμιση τελευταίες δεκαετίες, είναι το ότι σταδιακά το στήσιμο σε στυλ ‘οργανωτή κερκίδας’ που είχε υιοθετήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά (αρκεί κανείς να δει το εξώφυλλο του περιβόητου διπλού live LP ‘Η Συναυλία από το Νέο Φάληρο’ και θα καταλάβει), έχει εν μέρει αντικατασταθεί από ένα μάλλον έντεχνο περιδιάβασμα της σκηνής (θα μιλούσαμε για θορυβώδες σουλατσάρισμα της σκηνής αντίστοιχα, αν ακόμη είχε το στυλ του οργανωτή κερκίδας).
Συνεπώς, μήπως και πάλι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Παπακωνσταντίνου του 2024, καμία δουλειά δεν έχει να εμφανίζεται ως κεντρικό όνομα στην σκηνή ενός από τα ούτως ή άλλως μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού ροκ φεστιβάλ της χώρας, και πως αν το πάμε έτσι του χρόνου θα έχουμε Release Festival presents George Dalaras, και που θα τρέχουμε να κρυφτούμε (και περί αυτού παρακάτω).
Δεύτερη παρέκβαση, πριν επιστρέψουμε αμιγώς στα της συναυλίας (αν γίνει ποτέ αυτό δηλαδή), για να πάμε κάπου πίσω στο ήδη μακρινό 1994. Τι ακριβώς συνέβη τότε;
« Δε Σηκώνει (1994)
Σηκώνει, δεν σηκώνει, τελικά είναι αδύνατον να αγνοηθεί ότι ήταν αυτός ο άνισος δίσκος που κατάφερε να εμβολίσει τα έντεχνα ραδιόφωνα, αφού κομμάτια σαν τα "Παράπονα Στη Λίνα" (σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου) και το "Πόρτο Ρίκο" (διά χειρός Σταμάτη Μεσημέρη) επέβαλλαν τον Παπακωνσταντίνου ως μέγεθος στο κοινό του πιο "καθαγιασμένου" ελληνικού τραγουδιού, που ως τότε μπορεί να εκτιμούσε ορισμένες ερμηνείες του (π.χ. σε μελοποιήσεις Νίκου Καββαδία), μα γενικά τον έβρισκε φωνακλά ή/και υπερβολικά ηλεκτρικό.
Εδώ, άλλωστε, εντοπίζεται η μαγιά για μεταγενέστερα άλμπουμ σαν τα "Πες Μου Ένα Ψέμα Ν' Αποκοιμηθώ" (1997) και "Θάλασσα Στη Σκάλα" (1999), τα οποία δεν είναι τυχαίο ότι στηρίχτηκαν, πρωτίστως, από το συγκεκριμένο ακροατήριο. Επιτρέποντας στον Αρκάδα καλλιτέχνη να ατενίζει με αισιοδοξία την έλευση του 21ου αιώνα, τη στιγμή που το κορεσμένο και υπερ-στειμμένο από τις δισκογραφικές "ελληνικό rock" έχανε γοργά το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του.»
Παρότι την τελευταία δεκαετία και κάτι, αρκετές φορές έχω κάτσει να διαλογιστώ είτε αναθεωρητικά, είτε ορθόδοξα, σε κάθε περίπτωση συνήθως αχρείαστα (καλή ώρα) περί του Βασίλη του Παπακωνσταντίνου, οφείλω να ομολογήσω ότι τα παραπάνω δεν τα σκέφτηκα/ έγραψα εγώ με αφορμή την εμφάνιση στο Release, αλλά ο φίλος Χάρης Συμβουλίδης.
Δεν έχω αποφασίσει ακόμη πως θα αντιμετωπίσω το πραγματικό γεγονός περί του ότι το έντεχνο έσωσε την καριέρα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου (και συνεχίζει να την σώζει τριάντα χρόνια τώρα), αλλά δεν θα άλλαζα λέξη στα παραπάνω, και ούτε αλλάζει η αλήθεια αυτών από το ότι το βάρος των συναυλιών του Βασίλη Π. τόσο στα 50, όσο και στα 51 χρόνια, ακόμη και όταν πρόκειται για τις ‘μπαλάντες κλειστού χώρου’, συνεχίζει να το κρατάει η ‘φωνακλάδικη’ περίοδος του (χωρίς να απουσιάζει η έντεχνη βεβαίως, κάθε άλλο).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 λοιπόν, όταν αυτή η ροκ και φωνακλάδικη περίοδος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου πλησίαζε στο τέλος της με τα ‘Χρόνια Πολλά’ του, έναν από τους πιο άβολα άχαρους δίσκους της δισκογραφίας του, με το άβολο αυτό να το έχουμε εντοπίσει ακόμη και σε πραγματικό χρόνο παρά το τότε νεαρό προς παιδικό της ηλικίας μας, κυκλοφορούσε η φήμη/μύθος περί του ότι ο Παπακωνσταντίνου έχει στα κρυφά ‘χεβιμέταλ-συγκρότημα’ για να κάνει αυτό που πραγματικά γουστάρει. Ίσως εκεί να στηρίχτηκε και το κλασικό πλέον αστείο στο επεισόδιο ‘Φρηκ-Άουτ’ των Απαράδεκτων, που όταν η Δήμητρα ζητάει από τα φρικιά στην κατάληψη να παίζουν Νταλάρα, αυτοί της απαντάνε ορθά κοφτά «ε όχι και Νταλάρας στο σπίτι μας, δεν γουστάρω που θέλει να τα λέει όλα, αν είναι μάγκας ας τραγουδήσει και χεβιμέταλ».
Ε λοιπόν ο Παπακωνσταντίνου όταν επιτέλους κλήθηκε να εμφανιστεί σε ένα ατόφια ροκ ελληνικό φεστιβάλ, επειδή είναι/δεν είναι ροκ, μάγκας είναι σίγουρα, τραγούδησε όντως και χεβιμέταλ. Και όταν λέμε χεβιμέταλ, το εννοούμε έτσι ακριβώς, ως μια ενιαία λέξη, γραμμένη στα ελληνικά, και με όλους τους λάθους συνειρμούς. Συνεπώς, τι πιο χεβιμέταλ από μία ειλικρινά φρενήρη εκτέλεση του ‘Ελλάς’, όχι του μεγαλύτερου, αλλά ενδεχομένως του μόνου αυθεντικά γηπεδικού ύμνου του ελληνικού τραγουδιού, με τον δικό μας (εννοώ από την Καλαμαριά) Gus G. να παίζει στην κιθάρα ό,τι δεν μας επιτράπηκε να ακούσουμε από την κιθάρα στα υπόλοιπα 120-130 λεπτά της συναυλίας (και αυτό όχι λόγω έλλειψης ικανοτήτων του ‘κανονικού’ κιθαρίστα απαραίτητα).
Αν ήθελε να κάνει μια μεγάλη πλάκα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε όλους όσους όλα αυτά τα χρόνια αγωνιούν μήπως και τον δουν να παίρνει οριστικά θέση στο πάνθεον του ελληνικού ροκ, αλλά και εκ του αντιστρόφου, σε όσους άλλους, πεθαμένους πλέον ή/και μη, σπεύδουν να τον ενθρονίσουν εκεί, ευελπιστώντας πλαγίως και στη δική τους θεσούλα, εκεί κάπου στη μέση του τελικού solo του Ελλάς, θα αποχωρούσε θριαμβευτικά από τη σκηνή, τείνοντας ένα τεράστιο μεσαίο δάχτυλο, ίσως απευθυνόμενο και γενικά προς το rock. Το ελληνικό ασφαλώς. Δηλαδή εγώ, ειλικρινά, αυτό θα είχα κάνει στη θέση του.
Αλλά ευτυχώς ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου δεν είμαι εγώ (είπαμε έχω μεγάλη μύτη, αλλά όχι κι έτσι), και κάπως έτσι και το live στο Release συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε κανονικά, και το ίδιο ακριβώς έγινε (από ότι πήρε το μάτι μου) με το live στο Μουσικό Άλσος της Καρδίτσας τρεις μέρες μετά, και θα γίνει (φαντάζομαι) και στη Λευκωσία αύριο Παρασκευή 5 Ιουλίου, και τέλος και στην Καλαμάτα στις 26 Ιουλίου, που από ότι βλέπω είναι η τελευταία στάση της φετινής του περιοδείας, των 50+ 1 ετών.
Και κάπως έτσι δια της παραλείψεως, θέλουμε να πούμε ότι τα όσα περιγράψαμε αμέσως παραπάνω, είναι μάλλον και η μόνη διαφορά της εμφάνισης του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Release, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες συναυλίες του, σε περιβάλλοντα πιο οικεία σε αυτόν, και λιγότερο έως καθόλου οικεία σε εμάς (όποιοι και να είμαστε εμείς).
Και αυτό το δεδομένο, έχει δύο τουλάχιστον αναγνώσεις, όπως συνήθως συμβαίνει. Η πρώτη μας υπαγορεύει πως ο Παπακωνσταντίνου (και το συγκρότημα του) δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτε παραπάνω από όσα κάνει συνήθως, για να στηθεί με αέρα νικητή στη σκηνή ενός φεστιβάλ που σε λίγες μέρες θα μαρσάρει την μοτοσικλέτα του ο Rob Halford (όπως και πέρσι και πρόπερσι κ.λπ), και μάλιστα λίγο μετά που θα έχει αποχωρήσει από την ίδια σκηνή ο Bruce Dickinson (μάλλον όχι με το μονοθέσιο αεροπλάνο του βέβαια). Η δεύτερη πως και να έκανε κάτι περισσότερο ή και κάτι λιγότερο (π.χ. αν έλειπε το μη ακαδημαϊκό ημίωρο των rawk διασκευών από τους συνεργάτες του στις δεύτερες φωνές, όπου υπήρξαν και ένα-δυο στιγμές κατακρεούργησης), ίσως και να κατάφερνε να μας δώσει μία συναυλία με σημαντικά περισσότερες στιγμές απογείωσης, και λιγότερες καταστάσεις comfort εξοικείωσης, στα δυσδιάκριτα όρια που η τραγουδιστική παράδοση γίνεται έλλειψη έμπνευσης.
Ο Παπακωνσταντίνου αντίθετα (ε, και η ομάδα παραγωγής του, υποθέτω), συνειδητά έχει επιλέξει να στήσει σε ένα αν όχι απαραίτητα αυστηρό, τότε σίγουρα περιορισμένο, πλαίσιο μία ηλεκτρική μουσική παράσταση, πότε πιο ροκ, πότε πιο έντεχνη (μικρή σημασία έχει τελικά), στο επίκεντρο της οποίας και βρίσκεται ο ίδιος, και δεν το κρύβει με κανέναν τρόπο, καθώς ειδικά η πρώτη ώρα περνάει με τα τραγούδια να παρεμβάλλονται στον ίδιο κάθε φορά (τουλάχιστον τις δύο τελευταίες φορές, που την είδα εδώ) μονόλογο γύρω από την ζωή και την πορεία του, και ο οποίος μονόλογος περιέργως μη πως, τελεσφορεί διηγηματικά κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι από εκεί και πέρα υπο-μονόλογοι θα κινηθούν στις γνωστές παπακωνσταντίνειες θεματικές στις οποίες χωρίζονταν και οι προ-δεκαετιών συναυλίες δηλαδή πάμε να θυμηθούμε τους ποιητές/ Μάνος Λοΐζος-Νικόλας Άσιμος/Παλαιστίνη/ Το κάθε επόμενο μεγάλο Μπουμ κλπ.
Κάπου εδώ ίσως θα πρέπει να δικαιολογήσουμε αναδρομικά και την αδυναμία/παράλειψη του Παπακωνσταντίνου στην περσινή εμφάνιση στο Καλλιμάρμαρο να πει κάτι για το εν πλήρη εξελίξει τότε Ναυάγιο της Πύλου και τον πνιγμό/δολοφονία εκατοντάδων προσφύγων. Ο Παπακωνσταντίνου στα 70+ χρόνια του είναι δεδομένο ότι ανεβαίνει στη σκηνή για να δώσει μια εκ των προτέρων οργανωμένη παράσταση, με τα ίδια ακριβώς σοβαρά, και τα ίδια ακριβώς ζητήματα να θίγονται από σκηνής και δια στόματος του. Έχω την αίσθηση ότι ειδικά στο Καλλιμάρμαρο, όπου παρά την εμπειρία των χιλιάδων συναυλιών υπήρξε και ο ίδιος πραγματικά σαστισμένος για αρκετή ώρα, η οποιαδήποτε παρέκκλιση θα είχε σφόδρα αρνητικά αποτελέσματα για την ροή και την λειτουργικότητα αυτής της παράστασης.
Κανενός είδους παρέκκλιση λοιπόν από τα καλώς καθιερωμένα δεν είχαμε και στην εμφάνιση στο Release, και ακόμη και η παραπάνω εμφατική για εμάς στιγμή με την είσοδο και κυριαρχία του Gus G. στην σκηνή (δηλαδή του κάποτε κιθαρίστα του Ozzy, για να εξηγούμαστε, και τι παραπάνω να πούμε για όσους δεν ξέρουν περί Firewind), αντιμετωπίστηκε με ένα συμπαθές (σχεδόν παππουδίστικο, με την καλή έννοια) coolness από τον Βασίλη Π., του στυλ ‘μπράβο και σε αυτό το καλό παιδί, τι ωραία κιθάρα που παίζει’. Ο Καλαμαριώτης πάντως έχει συν-ομολογήσει και αυτός μαζί μας ότι ο Βασίλης Π. ήταν ένας από τους ήρωες που είχε ως παιδί. Και σίγουρα κάτι παραπάνω ξέρει από όλους το πόσο σημαντικό είναι το να ανεβαίνεις στη σκηνή με τους παιδικούς σου ήρωες.
Από εκεί και πέρα, και σε πείσμα των αντιφρονούντων, όλα κύλησαν ομαλά, ωραία και κανονικά στην αντικανονικότητα που πρέπει να έχει κάθε επόμενη συναυλία, ως προς την εσωτερική της λογική, όπως και σε κάθε άλλη συναυλία του Release, από τις δεκάδες που έχουμε παρακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια, είτε με πώρωση, είτε με ενθουσιασμό, είτε με αδιαφορία.
Έχει γραφεί ήδη ότι η Πλατεία Νερού έχει μετατραπεί πλέον σε έναν πιο ‘σφικτό’ συναυλιακό χώρο, με το επιπλέον video-wall πίσω από τον Πύργο των Ηχοληπτών του Release (το για χρόνια ισοδύναμο δηλαδή των συναυλιών με τις πάλαι πότε κολώνες της Θύρας 3 & 2 της Τούμπας, που μας είχαν φάει την τηλεοπτική ΠΑΟΚ ζωή), να δίνει την εντύπωση ότι υπήρχε από πάντα, αλλά και με τον χώρο να δείχνει να προσαρμόζεται στις συναυλίες, περισσότερο από ότι οι συναυλίες στο χώρο. Κάποιοι έχουν τις αντιρρήσεις τους σε αυτό, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην ακουστούν και αυτοί, χωρίς όμως να εννοώ τα όσα επιεικώς ευτράπελα είχα ακούσει να λέγονται από τον Δήμαρχο Καλλιθέας σε ένα πρωινό ραδιόφωνο όταν στις αρχές του Ιούνη προσπαθούσε να μπλοκάρει με ασφαλιστικά μέτρα την έναρξη του φεστιβάλ, με λόγους που δικαιολογούν την αρνητική για αυτόν απόφαση του Δικαστηρίου, χωρίς καν να χρειάζονται αντίκρουση.
Ποιες λοιπόν οι βασικές διαφορές της εμφάνισης του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με ένα ρεπερτόριο 50 ετών, που επικεντρώνεται όμως δογματικά στα ίδια 25-30 τραγούδια, στο πλαίσιο της χρυσής εικοσαετίας, σε σχέση με αυτή των Pulp, ας πούμε (όλως τυχαίως δηλαδή, το λέμε), που από ένα ρεπερτόριο εικοσαετίας και κάτι ψηλά, επικεντρώνεται σε αυτό της χρυσής πενταετίας, και ανακαλεί επιμελώς τους κανόνες της νοσταλγίας, για να μπορέσει να υπάρξει;
Κάποιοι ίσως θα μιλήσουν για διαφορές στην αισθητική, κάποιοι άλλοι θα προτάξουν τον εξηντάρη+ Jarvis, ως αλτουσεριστή διανοούμενο έναντι του λαϊκού θυμόσοφου εβδομηντάρη+ Βασίλη Π. και κάπως έτσι μπορεί να συνεχιστεί ατέρμονα αυτή η κουβέντα/αντιπαράθεση, έως ότου όμως κάποιος τολμήσει (υπό την έννοια του να έχει το κουράγιο να το κάνει) και πει/γράψει κάτι για την εμφάνιση των Raining Pleasure την αμέσως προηγούμενη βραδιά στον Λυκαβηττό, η οποία πέραν από το ολίγον ανεπαρκές του πράγματος, υπήρξε πράγματι -όπως μου υπογράμμισε και ο Ξαγάς- περισσότερο ρετρό από τις συναυλίες του Παπακωνσταντίνου και του Jarvis μαζί.
When Retro Lurks, τα πολλά λόγια δεν περιττεύουν ακριβώς, αλλά τελικά ίσως και να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα, για όσους υποδύονται ότι το αποστρέφονται.
Τούτων δοθέντων, οφείλουμε να μεριμνήσουμε επί προσωπικού. Συνεπώς, και σκεπτόμενος την μικρή Αγνή, που θα διαβάζει αυτό το κείμενο σε 20 χρόνια από τώρα για να θυμάται τον αείμνηστο πατέρα της, δεν μπορώ να μην σημειώσω για τις ανάγκες του μέλλοντος, όσο και να διαρκέσει αυτό τελικά (που θα έλεγαν και ο Τζάρβις με τον Λούη), πως δεν ήταν και τόσο κακό εκ του αποτελέσματος που την είχε ήδη πάρει ο ύπνος από ώρα όταν ακούστηκαν οι πρώτες χαρακτηριστικές πνευστές νότες του Μαύρου Γάτου (δηλαδή του μόνου τραγουδιού που περίμενε να ακούσει). Και τούτο διότι ο Βασίλης, κατά μία προσφιλή του τακτική το απέδωσε με την μέθοδο «δικό σας» και δη κατά ριπάς, αρκούμενος ο ίδιος στην μία και μόνη λέξη της κάθε επόμενης φράσης. Όχι ότι δεν ανταποκριθήκαμε παβλοφικά, δηλαδή.
Ας είναι όμως, τα almost τρίχρονα έχουν χρόνια μπροστά τους. Εμένα μου αρκεί πως επιβεβαίωσα για μία ακόμη φορά μέσα σε διάστημα ενός έτους ότι το περιβόητο ‘I Giardini Di Marzo’, όσο και αν εξεγείρεται προς τούτο ο Δημήτρης Κάζης, είναι συναισθηματικά πιο ικανό στα χέρια και στη φωνή του Βασίλη Π, από ότι του Lucio B. και σε αυτό δεν είναι άμοιροι ευθυνών οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου, παρά της μη συμπάθειας που γενικώς και ειδικώς της έχουμε. Ο καθένας με τα βίτσια του ως γνωστόν.
Παρόλα αυτά, θα κλείσω αυτό το υπέροχο κείμενο, με την πρώτη πραγματικά σοβαρή πρόταση που έχω κάνει ποτέ σε Έλληνα διοργανωτή συναυλιών, ανεξαρτήτως προσωπικών επιθυμιών και απωθημένων.
Με όλες τις παραπάνω επιφυλάξεις και επισημάνσεις, καταλήγω στο ότι το Release Festival πραγματικά και ορθά συμπλήρωσε ένα κομμάτι που έλειπε από το διασπασμένο σε χρόνους και χώρους παζλ των ελληνικών ροκ φεστιβάλ, ως μία αυθαίρετη, αλλά και ειδικού περιεχομένου έννοια παράλληλα.
Θεωρώ λοιπόν ότι είναι μία άνευ ετέρου επιβεβλημένη κίνηση, το παζλ αυτό να μην μείνει άλλο στον αέρα, αλλά να ολοκληρωθεί με την εμφάνιση σε ένα επόμενο Release Festival (όχι πολύ μακρινό, θα ήταν καλά) του Γιώργου Νταλάρα.
Όσοι γελάνε με κάτι τέτοιο καλά κάνουν και γελάνε, όσοι τυχόν έχει τύχει να ακούσουν μια μεταπολιτευτική ζωντανή εκτέλεση από το παρεξηγημένα εμβληματικό ‘Στην Αθήνα Μες το Κέντρο’ κλπ, όπου το Στάδιο σχεδόν καταρρέει από τις ιαχές του πλήθους πριν καν ο Νταλάρας προλάβει να ολοκληρώσει την πρώτη συλλαβή της πρώτης λέξης του τραγουδιού, ας έρθουν να μας πείσουν ότι ο Νταλάρας δεν έχει θέση σε όλα αυτά εδώ για τα οποία συζητάμε.
Όταν δε θα γίνει αυτό, καλό θα είναι να μην διαβάζουμε εδώ κι εκεί ότι ο Γιώργος Νταλάρας είναι ένας επιτυχημένος τραγουδοποιός, όπως το διαβάσαμε εν προκειμένω. Μια μικρή προσοχή, και αφού γίνει και αυτό ας αναφωνήσουμε επιτέλους όλοι μαζί όχι μόνο ‘Όχι άλλο Νταλάρα’, αλλά και ‘Όχι άλλο Βασίλη’, ασφαλώς χωρίς να προσδοκούμε σε ικανοποίηση των αιτημάτων μας.