Live στο AN Club
Οι OFF! έχουν ξεπεράσει την πρώτη πενταετία δισκογραφικής ζωής και εν τούτοις ο κύκλος τους δείχνει να μην έχει κλείσει. Ίσως και να μην χρειαστεί να κλείσει ποτέ, καθώς ούτως ή άλλως άνοιξε με παράταιρο τρόπο. Του Άρη Καραμπεάζη
Έχουμε ξαναπεί (νομίζω) ότι τα πράγματα κυλάνε υπερβολικά γρήγορα στη μουσική. Ή ίσως και υπερβολικά αργά, αν το δει κανείς από την άλλη πλευρά, καθότι πλέον σχεδόν δεν περνάμε σε επόμενη φάση, εφόσον αρνείται πεισματικά να απέλθει η προηγούμενη. Σε πραγματικό χρόνο ο θάνατος του αληθινού πνεύματος του punk, επήλθε σε διάστημα κατά το οποίο οι περισσότεροι δεν είχαν καν προλάβει να αντιληφθούν τη γέννηση του. Το 1981, οπότε και οι Exploited "υποχρεώθηκαν" να αναφωνήσουν punks not dead, είχε κατά πολλούς πεθάνει και το post punk. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά από όλα αυτά, οι UK SUBS ολοκληρώνουν σιγά σιγά το δισκογραφικό αλφάβητο, ενώ ο Charlie Harper έχει καβατζάρει τα 70 και στα καθ' ημάς στο γνωστό υπόγειο στα Εξάρχεια, ένας 60άρης θρυλικός h/c punk performer (που όμως η μοίρα του έλαχε να μένει για πάντα στη σκιά του θρύλου που τον αντικατέστησε), κοντεύει να με πείσει ότι το punk σήμερα συνεχίζει και είναι το μοναδικό (ίσως) παρακλάδι του ροκ με λόγο ύπαρξης.
Οι OFF! έχουν ξεπεράσει την πρώτη πενταετία δισκογραφικής ζωής και εν τούτοις ο κύκλος τους δείχνει να μην έχει κλείσει. Ίσως και να μην χρειαστεί να κλείσει ποτέ, καθώς ούτως ή άλλως άνοιξε με παράταιρο τρόπο. Ένα φημολογούμενο super group, που όμως η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι χρειάστηκε να πάρουν έξτρα πληροφορίες για την προϊστορία των μελών του, για να επιβεβαιώσουν τον χαρακτηρισμό.
Μονολιθικά ριζοσπαστικοί - άλλως και ορθόδοξα ακραίοι - στην μουσική- αισθητική τους κατεύθυνση, ταυτόχρονα όμως άριστα οργανωμένοι και στοχευμένοι εξ αρχής, σε έναν κόσμο που είχε από καιρό αποδεχτεί ακόμη και το πιο ακραίο punk (ή έτσι ήθελε να πιστεύει, καθώς σίγουρα δεν γνωρίζει καλά τα άκρα του) ως μία απαραίτητη μετεξέλιξη της κάποτε αλήτικης εικόνας που δάνειζε το ροκ στους όψιμους μύστες του. Η κουλτούρα του Vice μπόρεσε να αποδεχτεί τους OFF!, αλλά χωρίς να τους καταπιεί. Τα γραφικά προηγήθηκαν του ήχου, αλλά τελικά ο τελευταίος τα καταπλακώνει. Τα καπελάκια του Anthony Kiedis σε μία ολόκληρη tour δεν συνεπάγονται απαραίτητα την έξοδο της παρέας του Keith Morris από τα απανταχού υπόγεια.
Έχουν χωρίσει το setlist τους σε έξι πεντάδες τραγουδιών και το έχουν απλώσει σε ικανό κατά μήκος τμήμα της σκηνής. Με τριάντα πάνω- κάτω τραγούδια, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το live δύσκολα θα ξεπεράσει τη μία ώρα. Ο Morris αποδείχτηκε επαρκής και στις ενδιάμεσες της κάθε πεντάδας πρόζες του, ώσπου σε κάποια φάση υποχρεώθηκε και ο ίδιος να ανακαλέσει τη spoken word ικανότητα του Henry Rollins, ενώ λίγο αργότερα όταν κάτι κάποιος ψέλλισε περί Black Flag, απάντησε ορθά κοφτά ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι κάτι ποιοτικά περισσότερο από ένα πανκ ροκ τζουκ μποξ (ή αυτό εννοούσε τέλος πάντων).
Η τετράδα από το Los Angeles χωρίς πολλά πολλά αποστομώνει όσους τυχόν θεωρούν (εκ των έσω ή από έξω) το punk ως μία άτεχνη μουσική- ανίκανων εκτελεστών, εκλύει ικανή ενέργεια, χωρίς να καταφεύγει στις συνήθεις αχρείαστες υπερβολές τεστοστερόνης του είδους, και με τη μέση διάρκεια κάθε τραγουδιού να γυροφέρνει το ενάμιση λεπτό, τα κάνει όλα όπως πρέπει και σωστά. Η προτελευταία πεντάδα ήταν και η καλύτερη - κατά τη γνώμη του υπογράφοντος- και καθώς έκλεισε με τα Darkness και Upside Down, να διαδέχονται το ένα το άλλο ως τις πιο ουσιαστικές στιγμές της μπάντας (εκεί απέδειξαν ότι έχει αξία η εμποτισμένη πείρα του βετεράνου, καθώς έρχεται να ανανεώσει το είδος έστω και κατά 0,001 τοις εκατό, που δεν είναι και αμελητέο ποσοστό για τη φάση που βρισκόμαστε), στιγμές κατά τις οποίες το ακραίο punk αποκτά το αδυσώπητα κυνικό πρόσωπο, που τελικά το καθιστά ως μία από τις πιο ουσιαστικές και ανθρώπινες μουσικές που έχουμε ακούσει ποτέ.
Απέναντι τους βρήκαν το αθηναϊκό κοινό σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πιο "μουδιασμένη" στιγμή του, τα πράγματα όμως δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Με την αντίστροφη μέτρηση να έχει ξεκινήσει από την Παρασκευή το βράδυ και λίγο πριν την είσοδο μας στο An να έχουμε πληροφορηθεί ότι αν αποφασίσουμε να πιούμε ή να αγοράσουμε merch για πάνω από 60 € την έχουμε μάλλον βαμμένη το επόμενο πρωί (ΟΚ, το ξέρω ότι είναι πολυτέλεια το να ξοδεύεις 60 € στις συναυλίες, ένα σχήμα λόγου έκανα), συζητάμε ο ένας με τον άλλον οι forty παρά something ποιος έχει περισσότερα παιδιά από όλους, μπας και του δώσουμε καμία έξτρα κάρτα αναλήψεων, και γενικώς το πνεύμα από την μία δεν είναι και τόσο punk, από την άλλη είναι όσο μίζερο χρειάζεται για να θριαμβεύσει το punk, στο κουφάρι ενός συστήματος, που κάθε φορά το γεννάει εξαρχής (καθότι κατά βάση πρόκειται για το πλέον έξυπνο εμπορικό προϊόν, που πάντοτε όμως καταφέρνει και επιστρέφει βαθιά μέσα στη δική του γη).
Το παιχνίδι το έσωσε η απολύτως νέα γενιά, που έδωσε ισχυρότατο παρόν, σε ένα ακόμη live στο οποίο δεν μπόρεσα να διακρίνω αν ο χώρος ήταν μισογεμάτος ή μισοάδειος. Αν το - έστω και ορθόδοξα- ακραίο punk μπορεί και απευθύνεται με τέτοιο ευθύ τρόπο και με τέτοιο ακέραιο ψυχισμό, στη μουσική και κάθε άλλη συνείδηση 16άρηδων και 18άρηδων, τότε δεν αισθάνομαι κανενός είδους απώλεια για τον θάνατο του indie ως αυτόνομο είδος, τον οποίο είχα επιβεβαιώσει εκ του αντιστρόφου πρόσφατα και σε όσα (δεν) διαδραματίστηκαν στις διάφορες σκηνές του Plissken.